Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

2. Ο Κουνιάδος


Ο κύριος καθόταν από πάνω μου και με κοιτούσε απαξιωτικά. Για άλλη μια φορά είχα κάνει το ίδιο λάθος, και απ’ ό,τι φαινόταν, αυτή την φορά δεν θα ήταν το ίδιο επιεικής μαζί μου.

«Άχρηστο καθίκι», φώναξε ξαφνικά, και σήκωσε την ζώνη του για να με χτυπήσει.

Η ζώνη έσκασε με ορμή πάνω στο σώμα μου, προκαλώντας μου δυνατό πόνο, τόσο οξύ που τσίριξα. Προτού προλάβω να συνέλθω, ακολούθησε δεύτερο χτύπημα που αυτή την φορά με πέτυχε σχεδόν στο πρόσωπο. Ενστικτωδώς σήκωσα τα χέρια μου για να το προστατεύσω ενώ ταυτόχρονα παρακάλεσα για έλεος.

«Συγγνώμη», κλαψούρισα. «Δε θα το ξανακάνω. Τ’ ορκίζομαι».
«Γαμώ το στανιό σου μαλακισμένο! Μόλις τό ’κανες ξανά!» είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Άλλο ένα χτύπημα με βρήκε στο σώμα. «Ρε! Ίσα κι όμοια είμαστε βρε ξεφτιλισμένε;! Πότε θα καταλάβεις την θέση σου σιχαμερό υποκείμενο;»
«Συγγνώμη, κύριε!» φώναξα προσπαθώντας να διορθώσω το λάθος μου. «Έλεος κύριε, έλεος!»
«Έτσι μπράβο! Πού θα πάει; Σαν τα ζώα κι εσύ, θα μάθεις...»

Σήκωσε το χέρι που κρατούσε την άκρη της ζώνης του ψηλά στο αέρα και το κατέβασε με όλη του την δύναμη. Ο πόνος ήταν πέραν του ορίου μου κι ένοιωσα τα μάτια μου να υγραίνονται από τα πρώτα δάκρυα.

«Λοιπόν. Για να σιγουρευτούμε πως έμαθες το μάθημά σου, θα φάς μια ντουζίνα στην πλάτη. Θα τις μετράς και κάθε φορά θα λές ευχαριστώ...»
«Κύριε!»
«Ακριβώς! "Ευχαριστώ, κύριε!" Να το θυμάσαι αυτό παλιομαλακισμένο!»

Γύρισα κι έκατσα στα τέσσερα με την γυμνή μου πλάτη εκτεθειμένη στην τιμωρία του κυρίου μου. Δευτερόλεπτα μετά έσκασε το πρώτο χτύπημα.

«Μία κύριε. Ευχαριστώ κύριε», είπα σφίγγοντας τα δόντια μου. Ακολούθησε το δεύτερο χτύπημα: «Δύο κύριε. Ευχαριστώ κύριε». Όταν είπα και το τελευταίο: «Δώδεκα κύριε. Ευχαριστώ κύριε», η πλάτη μου έκαιγε σαν να την είχαν βάλει φωτιά, ενώ μερικές κόκκινες σταγόνες που ένοιωσα να κυλάνε στο πλάι με διαβεβαίωσαν πως αύριο θα πονούσα τρομερά.

Ο κύριος έκανε δυό βήματα πίσω κι έσκασε στον καναπέ όπου καθότανε πριν τον νευριάσω κι αρχίσει να με τιμωρεί —όπως μου άξιζε να τιμωρηθώ. Πήρε μερικές αναπνοές πριν μιλήσει:

«Βλέπεις τί μ’ αναγκάζεις να κάνω; Ε; Πές μου: ήταν απαραίτητο όλ’ αυτό τώρα; Ε; Όλα αυτά για να μάθεις να λές μία γαμημένη λέξη; Μία τόσο απλή γαμημένη λέξη; Μίλα».
«Συγγνώμη κύριε», απάντησα. «Ό,τι και να πείτε έχετε δίκιο κύριε. Είμαι ένας ηλίθιος κύριε».
«Μήπως ξέχασες κάτι τελευταίο;»
«Συγγνώμη κύριε. Σας ευχαριστώ για την υπομονή που δείχνετε απέναντι σ’ ένα ανάξιο σκουπίδι σαν εμένα κύριε. Σας είμαι αιώνια ευγνώμον κύριε», συμπλήρωσα αμέσως.
«Έτσι μπράβο. Ίσως να υπάρχει ελπίδα για σένα τελικά. Έλα, ας συνεχίσουμε από εκεί όπου είχαμε μείνει».

Έτσι όπως ήμουνα στα τέσσερα, σύρθηκα μπροστά στα ανοιχτά σκέλια του κυρίου μου κι έσκυψα να του φιλήσω τα πόδια.

«Έτσι μπράβο, καλό σκλαβάκι», είπε με πιο ήρεμη φωνή, κι αφέθηκε στις υπηρεσίες της γλώσσας μου που ευλαβικά του έγλυφε τα πόδια.

Μετά από κάνα δεκάλεπτο, ο κύριος μου άρπαξε τα μαλλιά και με ανάγκασε να σηκώσω το κεφάλι μου. Προσπάθησα να κρατήσω το βλέμμα μου χαμηλά, ώστε να μην αντικρίσω το δικό του, αυτό θα ήτανε μεγάλο λάθος. Δεν είχα το δικαίωμα να κοιτάζω το κύριό μου στα μάτια. Όπως σωστά λέει κι ο ίδιος: "ίσα και όμοια είμαστε;" Φάνηκε να ικανοποιείτε από την προσπάθειά μου να μην εστιάσω στο βλέμμα του.

«Ίσως τελικά, κάτι να έμαθες, έ;» είπε.
«Προσπαθώ, κύριε».
«Έτσι μπράβο, κάνουμε προόδους. Για σήκω όρθιος να σε δούμε». Υπάκουσα και σηκώθηκα όρθιος. «Μπα-μπά; Τί έχουμ’ εδώ;» είπε ο κύριος με χλευαστικό τόνο στην φωνή του. «Φαίνεται πως σου αρέσει το ξυλίκι έ; Παλιοπουστράκι; Βλέπω το βρακί σου έχει γίνει τέντα».

Πράγματι, το πέος μου ήταν σκληρό σαν πέτρα και πιεζότανε από το ύφασμα του σλίπ που φορούσα.

«Δεν είναι λίγο παράλογο εγώ ν’ ασχολούμαι με την πούτσα σου, αντί εσύ ν’ ασχολείσαι με την δική μου; Απάντησε!»
«Μάλιστα κύριε. Έχετε δίκιο κύριε. Με την άδειά σας να σας υπηρετήσω όπως θέλετε κύριε», απάντησα υποτακτικά.
«Θα το ’θελες πολύ αυτό πουστράκι, έ; Αλλά όχι, δεν έχεις κερδίσει ακόμη αυτό το προνόμιο ώστε να μου την γλύψεις. Στο κάτω-κάτω, τέτοια πούτσα, δεν γίνεται να την χαραμίζω στο κάθε σκουπίδι που βρίσκω μπροστά μου. Έ; Έχω άδικο; Μίλα!»
«Ναι, κύριε. Θα το ήθελα πάρα πολύ κύριε. Αλλά αν δεν μου αξίζει, να μην μου επιτρέψετε να σας γλύψω κύριε».
«Καλώς. Βλέπω πως μαθαίνεις, αργά μεν, αλλά μαθαίνεις. Σήκω!»

Ο κύριος σηκώθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Ήξερα τι με περίμενε, κι έτσι δεν μου προκάλεσε έκπληξη η διαταγή του να κάτσω στο κέντρο του δωματίου, πάνω στα γυμνά πλακάκια.

«Εύχομαι, για το δικό σου το καλό να διψάς, γιατί αλλιώς ξέρεις τι σε περιμένει».

Με μία απότομη κίνηση κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του κι αμέσως μετά τράβηξε από το άνοιγμα του εσωρούχου το πέος του. Στην θέα του και μόνο ένοιωσα ρίγος. Εκεί, μπροστά μου είχα το αντικείμενο του πόθου μου. Τον μεγάλο και χοντρό πούτσο του κυρίου μου. Το πόσο πολύ ήθελα να το βάλω μέσα στο στόμα μου, μόνο εγώ μπορούσα να το γνωρίζω. Αλλά όχι, δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να λάβω το υπέροχο πέος του.

«Κανέ: αααα...» είπε ο κύριος καθώς με σημάδευε με το πέος του.

Δευτερόλεπτα μετά ένοιωσα το ζεστό του κάτουρο να με χτυπάει, στο στήθος στην αρχή και μετά να αναβαίνει. Στόχος ήταν το ορθάνοιχτο στόμα μου, κι ήλπιζα να το πετύχει σύντομα, γιατί ό,τι χυνότανε έξω και κατέληγε στο πάτωμα, θα έπρεπε μετά να σκύψω και να το γλύψω.

Ένοιωσα το ζεστό υγρό να πετυχαίνει το στόμα μου και την αλμυρή γεύση των ούρων του στην γλώσσα μου. Υπό την συνοδεία του γέλιου του κυρίου μου, κατάπινα όση περισσότερη ποσότητα ούρων κατέληγε στο στόμα μου, ενώ το υπόλοιπο το ένιωθα να κυλάει από πηγούνι μου, να πέφτει στο στήθος μου, και να τρέχει μέχρι κάτω μουσκεύοντας το σλίπ μου. Απότομα όπως άρχισε, έτσι και τελείωσε. Ο κύριος τίναξε το πέος του και το εξαφάνισε πάλι πίσω από το ύφασμα του παντελονιού του.

«Δεν τα πήγες κι άσχημα», είπε, «αλλά κοίτα χάλι. Το καλό που σου θέλω να το κάνεις λαμπίκο το πάτωμα. Εδώ δες! Παντού κάτουρα! Αν είναι δυνατόν... Ξεκίνα! Τί περιμένεις;»

Έπεσα στα τέσσερα κι άρχισα με την γλώσσα μου να γλύφω το πάτωμα. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, κατάφερα μετά από λίγα λεπτά να έχω καθαρίσει εντελώς. Ο κύριος φάνηκε ευχαριστημένος.

«Πολύ ωραία. Και τώρα βάλε κι ένα πλυντήριο τα ρούχα πού ’ναι στο καλάθι, κι έλα πάλι μέσα. Α! Και μην τολμήσεις να σκουπιστείς! Το καλό που σου θέλω».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα, και έκατσα να εκτελέσω τις εντολές του.

Όταν μπήκα ξανά στο σαλόνι, ο κύριος είχε γδυθεί και καθότανε στον καναπέ με τα πόδια ορθάνοιχτα και το μεγαλοπρεπές του όργανο να κρέμεται περήφανα ανάμεσα από τα σκέλια του. Μου έκανε νόημα με το δάχτυλο του να πλησιάσω. Μόλις έφτασα στα δυό μέτρα, έκατσα στα γόνατα όπως είθισται να κάθομαι μπροστά στον κύριό μου και περίμενα να με διατάξει.

«Έλα να μου τον γλύψεις», είπε ξερά. Πλησίασα σερνάμενος ανάμεσα στα σκέλια του κυρίου μου κι ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Επιτέλους βρισκόμουνα μπροστά στο μεγαλοπρεπές του πέος. Έσκυψα και μύρισα το μεθυστικό άρωμά του. Η στύση μου κόντευε να τρυπήσει το σλίπ. «Πάρτοοο...» είπε ναζιάρικα.

Άνοιξα το στόμα μου και χωρίς να το ακουμπήσω με τα χέρια το πήρα μέσα μου. Ήτανε ζεστό, ζεστό και απαλό στην γλώσσα, σαν μεταξένιο. Άρχισα να λικνίζομαι με τρόπο ώστε το πέος του, που σκλήραινε κάθε δευτερόλεπτο όλο και πιο πολύ, να μπαινοβγαίνει στο στόμα μου. Σύντομα έφτασε το πλήρες μέγεθός του που ήτανε είκοσι ολόκληρα εκατοστά, ενώ το πάχος του ήτανε σαν να έβαζα στο στόμα μου ένα μπουκάλι αναψυκτικού.

Οι φλέβες του πούτσου του, πρησμένες και διογκωμένες, έστελναν το ζεστό αίμα στο «τέρας» του που τώρα μου γαμούσε το λαρύγγι. Αν υπήρχε κάτι για το οποίο καμάρωνα, ήτανε η ικανότητά μου στο βαθύ λαρύγγι. Μπορούσα άνετα να χώνω πράγματα στον ουρανίσκο μου χωρίς ν’ αναγουλιάζω και να κάνω εμετό. Το μόνο που ήθελα είναι κάθε τόσο και λιγάκι να τραβιέται για να παίρνω μια ανάσα.

«Ω, ναι! Ναι! Έτσι παλιοκαριόλι! Έτσι! Πάρ’ τ’ όλο μέσα!» φώναζε ο κύριος κυριευμένος από καύλα. «Θα στο ξεσκίσω ’γω αυτό το στοματάκι! Θα σε πνίξω με τα χύσια μου!»

Δεν άργησε πολύ να εκπληρωθεί η προφητεία του, καθώς με ένα απότομο τίναγμα της λεκάνης, κάρφωσε τον πούτσο του στα βάθη του λάρυγγά μου, κι ενώ γράπωσε με το χέρι το κεφάλι μου ώστε να μην μπορέσω να κάνω πίσω, άρχισε να χύνει το ψωλόχυμά του μέσα μου.

Το ζεστό και πηχτό υγρό χτύπησε στα βάθη του οισοφάγου, προκαλώντας μου αίσθηση όπως αυτή που έχει κανείς όταν προσπαθεί να ξεφορτωθεί κάποιο φλέμα. Μαθημένος όμως όπως ήμουνα, σύντομα κατάφερα να στείλω τα ζουμιά του κυρίου μου μέσα στο στομάχι μου.

Κατάπια όλη την ποσότητα με την οποία με ευλόγησε και συνέχισα να πιπιλίζω τον πούτσο του προσπαθώντας να τον στραγγίσω από κάθε σταγόνα σπέρματος που μπορεί να είχε απομείνει, συνοδευόμενος από τα αγκομαχητά του κυρίου.

Τραβήχτηκε αργά από μέσα μου, αφήνοντάς με μ’ ένα τρομερό αίσθημα κενότητας. Με δυσκολία κατάφερα να συγκρατήσω την ορμή μου να πεταχτώ μπροστά και να το ξαναβάλω στο στόμα μου, η τιμωρία θα ήτανε αβάσταχτα σκληρή.

Χαστούκισε απαλά μερικές φορές το μάγουλό μου με το χέρι του και είπε: «Μπράβο. Καλό πουστράκι. Ξέρεις πώς να τσιμπουκόνεις έναν μεγάλο πούτσο. Μπορεί να μην είσαι τελείως στο να με υπηρετείς, αλλά θα σ’ εκπαιδεύσω, και μια μέρα θα γίνεις τέλειο σκλαβάκι. Ε; Τί λες; Μίλα».
«Όπως ορίζετε κύριε. Είναι τιμή μου να σας υπηρετώ».
«Μπράβο. Έτσι σε θέλω», είπε. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την ώρα στο ρολόι. «Πέρασε η ώρα. Άντε, καιρός να του δίνεις, Αλλιώς θ’ αργήσεις στο σπίτι κι η αδερφή μου θα τα πάρει στο κρανίο».

Σηκώθηκα και ντύθηκα με γοργές κινήσεις. Είχε δίκιο, η ώρα είχε περάσει γρήγορα. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα όπου στεκόταν ήδη και την ώρα που έπεσα στα τέσσερα να του φιλήσω μια τελευταία φορά τις πατούσες, μου είπε: «Σε κάνα δίωρο που θα έρθω για να φάμε το παστίτσιο της Μαιρούλας θα σε τσεκάρω. Το καλό που σου θέλω να μυρίζεις κάτουρο, αλλιώς... ξέρεις».

Στον δρόμο σταμάτησα το αμάξι κάπου απόμερα και βάρεσα μια μαλακία να εκτονωθώ. Έγλυψα τα χύσια από το χέρι μου για να ενωθούνε με τα δικά του μέσα μου. Παρηγορήθηκα κάπως. Μπορεί να μην τον παντρεύτηκα όπως θα ήθελα, κατάφερα όμως να τον κάνω κουνιάδο μου παίρνοντας την στραβοκάνα την αδερφή του. Ας είναι...



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Aporw pws kukloforate eleutheroi.