Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

7. Ένα Βραδάκι Όπως Τα Υπόλοιπα


Όλα ήταν έτοιμα από ώρα και έτσι δεν τρόμαξα όταν άκουσα τον ήχο του θυροτηλεφώνου να χτυπάει ρυθμικά τρεις φορές. Αυτό ήταν το συνθηματικό του Αφέντη πως ανέβαινε ώστε να προλάβω να πάρω την αρμόζουσα, για την υποδοχή του, θέση.

Έκατσα στα γόνατα δίπλα από την πόρτα με το πρόσωπό μου να κοιτάζει το πάτωμα. Άκουσα τον ήχο του ασανσέρ που σταμάτησε, την πόρτα να ανοίγει, και τον από χρόνια γνώριμο βηματισμό του. Άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα και ευθείς φανερώθηκε εμπρός μου. Την έκλεισε και πέταξε αδιάφορα την αρμαθιά επάνω στο μικρό τραπεζάκι που βρισκότανε πίσω από την πόρτα. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και μου χάιδεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά. Λατρεύω όταν μου το κάνει αυτό.

«Γεια σου μικρέ», μου είπε εύθυμα, «Γύρισε ο Αφέντης...»

Από την φωνή του κατάλαβα πως είχε ευχάριστη διάθεση και αποτόλμησα να σηκώσω το κεφάλι λίγο παραπάνω από το επιτρεπτό. Μου το άρπαξε αμέσως από το πιγούνι και το τέντωσε ψηλά ώστε να με κοιτάζει κατευθείαν μέσα στα μάτια.

«Ήσουν καλό αγοράκι σήμερα;» με ρώτησε.
«Μάλιστα Αφέντη», του απάντησα.
«Έκανες όλες τις δουλειές που σου ανέθεσα;»
«Μάλιστα Αφέντη».
«Είσαι απόλυτα σίγουρος;»
«Μάλιστα Αφέντη», απάντησα όλος σιγουριά.
«Για να δούμε...»

Έσκυψε και χάιδεψε απαλά το κορμί μου. Το στήθος και μετά μου τσίμπησε ελαφρά την ρόγα. Εννοείται πως ήμουν γυμνός, φορώντας μοναχά το μαύρο δερμάτινο μποξεράκι μου και το κολάρο της υποταγής γύρω από τον λαιμό μου.

Περπάτησε ως το σαλόνι όπου έβγαλε το μπουφάν του και το πέταξε στον καναπέ. Αμέσως έτρεξα από πίσω του, το μάζεψα και το κρέμασα στην κρεμάστρα. Έφτασε στον καναπέ και έκατσε αφήνοντας σχεδόν το σώμα του σε ελεύθερη πτώση.

Πήγα στο μπάνιο και πήρα την λεκάνη με το ζεστό νερό που είχα έτοιμη μαζί με τα υπόλοιπα σύνεργα και επέστρεψα στο σαλόνι. Έκατσα στα γόνατα μπροστά του και του έλυσα τα κορδόνια των παπουτσιών για να του τα βγάλω. Του έβγαλα τις κάλτσες και, αφού του φίλησα ευλαβικά το κάθε πόδι, τα άφησα να βυθιστούν απαλά στο ζεστό νερό. Ένας στεναγμός ανακούφισης βρήκε από το φαρδύ, δασύτριχο στήθος του Αφέντη. Δεν χρειαζόταν να απλώσω το χέρι μου για να σιγουρευτώ, αλλά ήξερα πως από την καύλα ο πούτσος του Αφέντη θα πρέπει να σκιρτούσε. Σηκώθηκα και έβγαλα τα παπούτσια του έξω στο μπαλκόνι για να αεριστούνε λιγάκι, και πέταξα τις κάλτσες στο καλάθι των άπλυτων, αφού πρώτα τις κόλλησα στην μύτη μου και πήρα μία βαθιά εισπνοή. Η μεθυστική μυρουδιά από τα αρρενωπότατα πόδια του Αφέντη προκάλεσε ένα έντονο σκίρτημα κάτω και από το δικό μου εσώρουχο.

Επέστρεψα στο δωμάτιο και έκατσα οκλαδόν στο πάτωμα, με την πλάτη μου να ακουμπάει στον καναπέ και αγκάλιασα με δεξί μου χέρι το πόδι του Αφέντη και ακούμπησα το κεφάλι μου στο γόνατό του. Άπλωσε πάλι το χέρι του και μου ανακάτεψε τα ατημέλητα μαλλιά.

«Πιστό μου αγόρι», είπε με χαρά. «Τι θα έκανε κι ο Αφέντης σου αν δεν είχε και εσένα;»
«Θα έβρισκε άλλον σκλάβο Αφέντη», απάντησα με ειλικρίνεια. «Ο Αφέντης θα έβρισκε αμέσως δεκάδες δούλους που πρόθημα θα υπηρετούσαν την εξοχότητά του, πολύ καλύτερους ίσως από τον ταπεινό του δούλο».
«Ναι... Αυτό είναι αλήθεια», απάντησε. «Αλλά προς το παρόν είμαι ευχαριστημένος μαζί σου μικρέ... Για αυτό μην τολμήσεις να αμφισβητήσεις ξανά τις επιλογές του Αφέντη σου. Αλλιώς θα σε τσακίσω στο ξύλο μικρέ. Ξηγηθήκαμε;»
«Μάλιστα Αφέντη», απάντησα αμέσως και του φίλησα το γόνατο.

Η διάθεσή του ήταν καλή και έτσι μπορούσα να μιλάω πιο ελεύθερα. «Είναι το νερό στην σωστή θερμοκρασία Αφέντη;» τον ρώτησα και ένευσε καταφατικά. «Θα ήθελε κάτι άλλο ο Αφέντης όσο μουλιάζουν τα πόδια του στο νερό;»
«Χμ... Να σου πω... Κάνε έναν φραπέ γιατί έχω λίγο γλαρώσει και δεν θέλω να με πάρει ο ύπνος από τώρα».

Πετάχτηκα αμέσως όρθιος και έτρεξα στην κουζίνα να του τον ετοιμάσω. Σε λίγο επέτρεψα κρατώντας τον δίσκο με τα δυο ποτήρια. Ένα με τον καφέ και ένα με δροσερό νερό, όπως του άρεσε.

«Κάτσε στα τέσσερα εδώ δίπλα μου μικρέ», με διέταξε. Κατάλαβα αμέσως τις προθέσεις του. Πήρα την κατάλληλη θέση: στα τέσσερα με την μέση τεντωμένη και ευθυγραμμισμένη. Ένοιωσα ένα ρίγος να διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου καθώς τοποθετούσε το ποτήρι με τον παγωμένο καφέ και τα παγάκια επάνω στην πλάτη μου. Έβγαλα έναν σύντομο αναστεναγμό και ετοιμάστηκα για το δεύτερο ποτήρι που σύντομα προστέθηκε και αυτό στην πλάτη μου.

Η υπηρεσία αυτή, του ζωντανού επίπλου, ήταν από τις σπάνιες που χρησιμοποιούσε ο Αφέντης. Προσωπικά μου άρεσε γιατί με έφτανε στα όριά μου. Όσοι δεν έχουν δοκιμάσει να κάτσουν στα τέσσερα για πολύ ώρα ακίνητοι, δεν μπορούν να καταλάβουν την σωματική, άλλα και ψυχική κόπωση αυτής της δοκιμασίας.

Ο Αφέντης είχε ανοίξει την τηλεόραση και έκανε ζάπινγκ με το τηλεκοντρόλ. Σύντομα, ακούγοντας την εναλλαγή των προγραμμάτων, και ιδίως το δελτίο καιρού, κατάλαβα πως θα είχε περάσει πάνω από μισή ώρα κατά την οποίαν βρισκόμουν σε αυτή την στάση. Τα χέρια μου είχαν σχεδόν νεκρωθεί και τα μπράτσα μου με έκαιγαν. Τα γόνατά μου ούρλιαζαν από τον πόνο, ενώ οι κοιλιακοί μύες, αλλά κυρίως οι μύες της πλάτης μου, ένιωθαν ένα μούδιασμα από το γαλακτικό οξύ που είχαν απελευθερώσει για να αντιμετωπίσουν τις κράμπες και τους πόνους. Γνώριζα πως την επόμενη μέρα θα με πονούσαν πολύ.

Ξαφνικά πήρε τα ποτήρια από πάνω μου, τα τοποθέτησε στον δίσκο και μου έδωσε εντολή να σηκωθώ. Στην πρώτη μου προσπάθεια παραπάτησα και έπεσα μπρούμυτα μπροστά. Οι καρποί των χεριών μου με πόνεσαν καθώς το βάρος έφυγε απότομα από πάνω τους.

«Όπα μικρέ», είπε ο Αφέντης με ενδιαφέρον. «Πρόσεχε μην χτυπήσεις».
«Μάλιστα Αφέντη», απάντησα. «Συγνώμη Αφέντη».
Έκανα άλλη μία προσπάθεια και κατάφερα να σηκωθώ στα γόνατα.
«Έτσι μπράβο», μου είπε. «Έλα τώρα να μου στεγνώσεις τα πόδια γιατί το νερό σχεδόν πάγωσε».

Πλησίασα, και αφού έτριψα καλά τις πατούσες και τα δάχτυλά του κάνοντας παράλληλα ένα απαλό μασάζ, έβγαλα τα πόδια του ένα-ένα και τα στέγνωσα καλά με την πετσέτα που είχα φέρει μαζί μου από πριν. Μετά, σηκώθηκα και πήγα την λεκάνη μαζί με την πετσέτα στο μπάνιο όπου τα ταχτοποίησα στην θέση τους.

Επέστρεψα στο σαλόνι αφού πρώτα έκανα μία στάση στο υπνοδωμάτιο για να πάρω καθαρές και ζεστές κάλτσες και τις παντόφλες του Αφέντη. Τον πλησίασα. Έκατσα στα γόνατα και του φόρεσα τις κάλτσες και τις παντόφλες. Ακούμπησε τα πόδια του απαλά στο πάτωμα. Γύρισα και είδα το ποτήρια στον δίσκο άδεια.

«Θα ήθελε ο Αφέντης άλλον καφέ, νερό ή κάτι άλλο;»
«Όχι μικρέ», απάντησε γλυκά. «Πείνασα. Βάλε να φάω».

Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα. Έστρωσα το τραπέζι με το φαγητό. Του είχα κάνει αυτό που από το πρωί μου είχε ζητήσει: Μακαρονάκι κοφτό με κοτόπουλο και σαλάτα ρόκα, συνοδευόμενο από φέτα με ελαιόλαδο και ρίγανη. Ψωμί δεν έτρωγε με ζυμαρικά ποτέ. Έβαλα και το ποτήρι με το κρασάκι του, και όταν όλα ήταν έτοιμα, μπήκα πάλι στο σαλόνι όπου με μία βαθιά υπόκλιση του ανήγγειλα πως όλα ήταν έτοιμα.

Σηκώθηκε από τον καναπέ και ήρθε στην κουζίνα. Το ακολούθησα από κοντά και τον βοήθησα να κάτσει στην καρέκλα του. Αμέσως έκατσα στα γόνατα δίπλα του, έτοιμος να εκτελέσω την παραμικρή του εντολή. Έφαγε με όρεξη και με παίνεψε αρκετές φορές για το φαγητό, το οποίο όπως είπε, το πέτυχα πολύ καλά. Η καρδιά μου φτερούγισε από χαρά, βλέποντας τον Αφέντη τόσο ευχαριστημένο από τις υπηρεσίες μου. Κατά την διάρκεια του γεύματος με ρώτησε για την μέρα μου.

Του ανέφερα για την εργασία μου στην τράπεζα. Για την δύστροπη πελάτισσα που κράτησε το γκισέ μου απασχολημένο για πάνω από μία ώρα με ένα πρόβλημα που είχε με τις επιταγές της, και την αναίτια, όπως πίστευα, κατσάδα που έφαγα από τον κύριο Διευθυντή. Μετά του είπα που ήρθα σπίτι και μαγείρεψα το φαγητό. Μετά που πήγα στο γυμναστήριο για να γυμναστώ. Και τέλος για τις εργασίες οικοκυρικής που με είχε διατάξει. Λόγο του εύθυμου κλίματος τόλμησα να του αντιστρέψω την ερώτηση:

«Εσείς Αφέντη; Είχατε μία ευχάριστη ημέρα;»
«Εξαιρετική. Πολύ κουραστική βέβαια, αλλά η δουλειά έγινε κανονικά. Με παίδεψαν τα γνωστά ζώα βέβαια, αλλά δόξα τω Θεώ, όλα καλά πήγανε».

Ο Αφέντης εργαζότανε ως προϊστάμενος σε μία μεγάλη εταιρία με catering. Συνήθως περνούσε πολλές ώρες στο πόδι καταπονώντας την μέση και τα πόδια του. Για αυτό και το ποδόλουτρο ήταν καθημερινό και αδιάλειπτο τελετουργικό μετά την επιστροφή του στο σπίτι.

Όταν είδα πως είχε αδειάσει τα πιάτα, τον ρώτησα αν θα ήθελε και άλλη μερίδα ή κάτι άλλο. Απάντησε αρνητικά και σηκώθηκε για να πάει να κάτσει πάλι στο σαλόνι, αφήνοντάς με να συμμαζέψω το τραπέζι και να πλύνω τα πιάτα, αφού πρώτα έτρωγα και εγώ την μερίδα μου.

Ως σωστός δούλος όφειλα να περιμένω πάντα τον Αφέντη να φάει πρώτος. Ακόμη και όταν ερχότανε αργά στο σπίτι, μερικές φορές μετά τα μεσάνυχτα λόγο της εργασίας του, εγώ όφειλα να τον περιμένω νηστικός.

Αφού τελείωσα με τις εργασίες στην κουζίνα, επέστρεψα και πάλι στο σαλόνι. Είδα πως ο Αφέντης είχε γδυθεί και μείνει μόνο με τα εσώρουχα. Μάζεψα τα ρούχα του και τα πήρα στο μπάνιο στο καλάθι μαζί με τα υπόλοιπα άπλυτα. Πήγα πάλι στο υπνοδωμάτιο και γύρισα με το μπουρνούζι του που το πήρε πρόθυμα από τα χέρια μου και το φόρεσε. Ξάπλωσε πάλι στον καναπέ με το κεφάλι του να ξεκουράζεται στην παλάμη του και με το άλλο να κρατάει το τηλεκοντρόλ και να κάνει ζάπινγκ.

«Ο Αφέντης... ας μου επιτρέψει να του θυμίσω πως σήμερα έχει μία ταινία που του αρέσει στο...»
«Α, ναι!» ξαναφώναξε ενθουσιασμένος. «Σε μία ώρα», είπε κοιτάζοντας με πλάγιο βλέμμα το ρολόι στον τοίχο. «Καλά που μου το θύμησες».
«Παρακαλώ Αφέντη. Χαρά μου».

Με κοίταξε στα μάτια με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη. Αμέσως έσκυψα το κεφάλι μου ως όφειλα.

«Ήσουν πράγματι καλό παιδί σήμερα;»
«Έκανα ό,τι με προστάξατε Αφέντη».
«Δεν έκανες κανένα λάθος, καμία παρατυπία;»
«Νομίζω πως όχι, Αφέντη».
«Κρίμα», είπε. «Νομίζω πως ένα χέρι ξύλο θα σου άναβε λίγο τα αίματα».
«Η επιθυμία του Αφέντη είναι διαταγή», είπα καθώς υποκλίθηκα ελαφρώς.
«Γύρνα!» μου είπε με σοβαρό τόνο στην φωνή του.

Δεν χρειάστηκα δεύτερη κουβέντα. Αμέσως γύρισα και τούρλωσα τον κώλο μου ψηλά, να τον έχει ακριβώς μπροστά του. Τέντωσε το χέρι του και χάιδεψε τα κωλομέρια μου πάνω από το δερμάτινο εσώρουχο.

«Αχ... Αυτό το κωλαράκι σου με τρελαίνει...»
«Σας ανήκει Αφέντη», απάντησα υποταγμένα. «Παρακαλώ χρησιμοποιήστε όπως σας αρέσει».
«Και φυσικά αυτό θα κάνω μικρέ», είπε γεμάτος σιγουριά.

Γράπωσε με τα δυο του χέρια το εσώρουχο και το κατέβασε με ένα απότομο τίναγμα στα γόνατα. Χάιδεψε τα γυμνωμένα κωλομάγουλα, σφίγγοντας τα δυνατά με τα μεγάλα χέρια του, σε σημείο που να τρίζω τα δόντια μου για να καταπνίξω τα βογκητά του πόνου.



Σήκωσε το χέρι του ψηλά και μου άστραψε το πρώτο σκαμπίλι. Μετά ακολούθησε και άλλο, και άλλο, και άλλο. Στην αρχή απαλά, αλλά όσο περνούσε η ώρα βαρούσε όλο και πιο δυνατά. Σύντομα ο πόνος έγινε οξύς και έσφιγγά με δύναμη το σαγόνι μου, που παρόλη την προσπάθεια, δεν κατάφερναν να κρατήσουν τους λαρυγκισμούς μου, ενώ από τα μάτια μου μερικά δάκρυα είχαν δραπετεύσει και έτρεχαν από τα μάγουλα.

Μετά από περίπου δέκα λεπτά ο Αφέντης σταμάτησε. Χάιδεψε απαλά τα κατακόκκινα κωλομάγουλα.

«Πω, πω...» είπε με ικανοποίηση. «Καίνε βλέπω». Και συνέχισε να τα χαϊδεύει. «Ξέρεις τι θέλω να το κάνω τώρα αυτό το κωλαράκι;» με ρώτησε μέσα από τα δόντια.
«Όχι Αφέντη», απάντησα ψέματα. Γνώριζα καλά τι ήθελε. «Ο κώλος μου σας ανήκει. Παρακαλώ χρησιμοποιήστε τον όπως θέλετε».
«Αχ!! Καυλάκι μου!» φώναξε με την βαθιά μπάσα φωνή που τον χαρακτήριζε, ιδίως όταν ήταν ερεθισμένος. «Να ξερες πόσο σε καμαρώνω! Είσαι τέλεια εκπαιδευμένος, όπως ακριβώς πρέπει».
«Σας ευχαριστώ Αφέντη», απάντησα μην μπορώντας να κρύψω την χαρά μου για αυτήν την φιλοφρόνηση. «Ό,τι είμαι το χρωστάω σε σας Αφέντη. Εσείς είστε ο άνθρωπος που με επιμονή και κόπο ανέχθηκε την απειρία μου και ασχολήθηκε μαζί μου τόσο εντατικά. Σας είμαι αιώνια υπόχρεος Αφέντη».
«Ναι... Αλλά ήξερα πως δεν θα μ’ απογοήτευες μικρέ... Σε έκοψα από την πρώτη μέρα πως θα είσαι σκληρό καρύδι. Όχι σαν κάτι άλλα αγοράκια».
Δεν απάντησα αλλά καύλωνα από περηφάνια για τα λόγια του Αφέντη.
«Ξέρεις καλά τι θέλω μικρέ! Έτσι δεν είναι;»
«Μαντεύω Αφέντη, αλλά δεν τολμώ να εκφράσω την γνώμη σας. Είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο».
Τράβηξε απότομα τα μαλλιά μου, αναγκάζοντας με να τεντώσω τον λαιμό μου και μου ψιθύρισε κοντά στο αυτί: «Θα το δούμε μικρέ...»

Ελευθέρωσε το κεφάλι μου και με έσπρωξε μπροστά. Κατέβηκε από τον καναπέ, και αφού τράβηξε και έβγαλε με σύντομες κινήσεις το εσώρουχο μου, μου άνοιξε τα πόδια και ήρθε κολλητά από πίσω μου. Ένιωθα τον φουσκωμένο καβάλο από το άσπρο μποξεράκι του να τρίβεται στην σχισμή του πισινού μου.

«Θα σου τον καρφώσω όλο μέσα μικρέ», γρύλισε σχεδόν μέσα από τα σφιγμένα του δόντια. «Θα σου τον καρφώσω όλο μέσα, και μάλιστα χωρίς λιπαντικό. Αλλά επειδή ήσουν καλό παιδί θα σου βάλω λίγο σάλιο να ανοίξεις πρώτα».

Χωρίς δεύτερη κουβέντα άρχισε να φτύνει πάνω στον πρωκτό μου και να μου βάζει δάχτυλο. Σύντομα τα δάχτυλα έγιναν δύο, και όταν έφτασε στο τρίτο, βγήκανε από μέσα μου αφήνοντάς με ορθάνοιχτο να περιμένω.

Τον άκουσα να κατεβάζει το εσώρουχό του. Με την φαντασία μου, είδα το τεράστιο πέος του να στέκεται περήφανο ψηλά, έτοιμο να βρει θαλπωρή στην ζεστή τρυπούλα μου.

Βάρεσε μερικά πουτσοσκαμπίλα στα κωλομάγουλα παρατείνοντας βασανιστικά την προσμονή μου.

«Έτοιμος;» ρώτησε καθώς ακουμπούσε τον πρησμένο πουτσοκέφαλο στον σφικτήρα μου.
«Για σας, πάντα έτοιμος Αφέντη».
«Ε, τότε... Πάρτον!!!» φώναξε, και πίεσε το πέος του μέσα μου με όλο του το βάρος.

Για μια στιγμή τα χέρια μου λύγισαν από το βάρος του κορμιού του και τα χείλη μου «φίλησαν» το πάτωμα. Άνοιξα διάπλατα το στόμα μου και έβγαλα έναν κλαψιάρικο αναστεναγμό, καθώς προσπαθούσα να καταπνίξω ένα ουρλιαχτό. Ο πόνος ήταν δυνατός. Το μεγάλο και χοντρό πέος του Αφέντη, σε συνδυασμό με το τσούξιμο λόγω της απουσίας εφαρμογής κάποιου λιπαντικού, μου προκάλεσαν δυνατό αίσθημα δυσφορίας, προκαλώντας ταυτόχρονα την βίαιη και ακανόνιστη συστολή του σφικτήρα μου. Ακριβώς αυτός ήταν και ο σκοπός του Αφέντη, μιας και αυτές οι συσπάσεις είναι που τον διεγείρανε τόσο πολύ.

«Έτσι!» αναφώναξε. «Να σ’ ακούω να σκούζεις μικρέ! Για να ξέρεις ποιος είναι ο γαμιάς σου!»

Σύντομα, χάρις στις ρυθμικές κινήσεις του Αφέντη, ο πόνος υποχώρησε κάπως, ενώ το τσούξιμο παρέμενε σε ανεκτά επίπεδα. Πού και που ο Αφέντης τέντωνε το σώμα και με το χέρι του βαρούσε δυνατά σκαμπίλια στα κωλομέρια.

Σύντομα ένοιωσα τον ρυθμό του να επιταχύνεται και κατάλαβα πως η ώρα για να τελειώσει ήταν κοντά. Πράγματι, λίγα λεπτά αργότερα ένοιωσα τα στιβαρά του χέρια να σφίγγουν με δύναμη τους άνω γοφούς μου, κολλώντας το σώμα μου πάνω στο δικό του, και με ρυθμικές παλινδρομήσεις συνοδευόμενες από δυνατά αγκομαχητά, έχυσε το υπερπολύτιμο σπέρμα του μέσα μου.

Μετά τον τελευταίο σπασμό της λεκάνης του, παρέμεινε για λίγο μέσα μου στην στάση μου είχαμε, ώσπου το πέος του μαλακώσει και χάσει εντελώς την στύση του. Τελικά, τραβήχτηκε και βγήκε από μέσα μου. Αφέθηκα και κατέρρευσα στο πάτωμα προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου. Γλιστρούσα στα κρύα πλακάκια καθώς το σώμα μου είχε μουσκέψει από τον ίδρωτα.

Άκουσα τον Αφέντη πίσω μου να αρπάζει μερικά χαρτομάντιλα από την κούτα που βρισκότανε στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ και να σκουπίζει το πέος του. Όταν τέλειωσε, τα πέταξε κάτω, σήκωσε το εσώρουχό του, ταχτοποίησε το φανελάκι του μέσα από το λάστιχο και άραξε αναπαυτικά στον καναπέ.

Μάλλον θα πρέπει να κοίταξε την ώρα γιατί μου είπε: «Ωραία περάσαμε. Και πάνω στην ώρα. Σε κάνα δεκάλεπτο αρχίζει το έργο. Καθάρισε δω πέρα, και τον εαυτό σου, και έλα ν’ αράξουμε».

Βρήκα το κουράγιο να σηκωθώ όρθιος, νιώθοντας ταυτόχρονα τον πρωκτό μου να στέλνει σουβλιές πόνου στον εγκέφαλό μου. Αυτός ο πόνος με ερέθιζε με αποτέλεσμα το πέος μου να εξακολουθεί να είναι σκληρό.

Όταν ο Αφέντης το παρατήρησε αυτό είπε: «Χμ... Δεν ξεκαύλωσες ε; Πόσες μέρες έχεις να χύσεις μικρέ;»
«Εννέα μέρες Αφέντη», απάντησα.

Μετρούσα την κάθε ημέρα. Εγώ ήξερα το πόσο υπέφερα. Αλλά ως γνωστόν, το πέος, μαζί με το υπόλοιπο σώμα, ανήκει στον Αφέντη και όχι σε εμένα. Αυτός μόνο αποφασίζει το πότε μπορώ να αυνανιστώ και να εκσπερματώσω.

«Τόσο πολύ ε; Χμ... Καλά. Σου επιτρέπω να αυνανιστής, εδώ, μπροστά μου. Θέλω να σε δω να χύνεις το φορτίο σου. Και θέλω να προσπαθήσεις να πετύχεις το πρόσωπό σου, και κυρίως το στόμα σου».

Χαρούμενος που ο Αφέντης επιτέλους μου έδινε άδεια να αυνανιστώ, ξάπλωσα στο πάτωμα ανάσκελα με τα σκέλια μου προς το μέρος του, γράπωσα το πέος μου και άρχισα να αυνανίζομαι.

Ο οργασμός μου ήρθε με την υπερταχεία. Σε λιγότερο από ένα λεπτό ανασήκωνα με σπασμωδικές κινήσεις την λεκάνη μου, εκτοξεύοντας έναν πίδακα λευκής κρέμας επάνω μου. Το περισσότερο έπεσε κοντά στο πιγούνι και στο στέρνο μου, αλλά λίγο κατάφερε να φτάσει μέχρι το στόμα. Η γωνία που κράταγα το πέος μου καθώς έχυνα δεν ήτανε η σωστή.

«Βλέπω πολύ πράγμα πήγε χαμένο... Με στεναχώρησες μικρέ», είπε ο αφέντης. Η καρδιά μου σφίχτηκε από στεναχώρια. Κρίμα, σκέφτηκα, και ήτανε μια τόσο υπέροχη ημέρα. Κρίμα που απογοήτευσα τον Αφέντη στο τέλος. «Δεν πειράζει όμως... Θα σε συγχωρήσω για σήμερα γιατί ήσουν καλό παιδί και ευχαρίστησες τον Αφέντη σου. Σκούπισε τα χύσια με τα χέρια σου και φάτα όλα. Μετά συμμάζεψε και έλα να κάτσουμε να δούμε την ταινία. Άιντε! Τώρα!»

«Με λαιμαργία σκούπισα και κατάπια κάθε σταγόνα του σπέρματός μου. Όταν σιγουρεύτηκα πως ήμουν καθαρός, σηκώθηκα και καθάρισα τα πεταμένα χαρτομάντιλα. Πήγα πήρα την βιλέντα και καθάρισα το μέρος από τον ιδρώτα, και αφού ξαναφόρεσα το εσώρουχό μου, πλησίασα και έκατσα στα γόνατα στο πάτωμα.

«Γύρνα», με πρόσταξε.

Γύρισα και τον κοίταξα στο πρόσωπο. Με κοιτούσε τρυφερά. Μετά είδα το χέρι του που χτυπούσε απαλά με την παλάμη του τον καναπέ. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ και να κάτσω δίπλα του. Το έκανα νιώθοντας την καρδιά μου να φτερουγίζει από χαρά.

Μόλις έκατσα άπλωσε το χέρι του, και καθώς ξάπλωνε ανάσκελα με ανάγκαζε να ξαπλώσω ανάσκελα πάνω του. Ταχτοποίησε το κεφάλι του στο μπράτσο του καναπέ καθώς εγώ βόλευα το κεφάλι μου πάνω στο στέρνο του. Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Πόσο το λάτρευα αυτό!

Πήρα μία βαθιά αναπνοή που την αφίσα να βγει αργά, μακρόσυρτα.

«Και τώρα ας απολαύσουμε το έργο», είπε, καθώς τέντωνε το χέρι του ανεβάζοντας τον ήχο με το τηλεκοντρόλ. Η ταινία άρχιζε και ήδη έπαιζαν οι τίτλοι...



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ok..... kaloutsiko... alla sto telos mou to ekanes poli glikanalato re file... Tespa.... Perimenw nees istories.... kairo exeis na grapsis kati.

Faunlet είπε...

Προσπαθώ να γράφω όποτε μπορώ κύριε Sakis. Εύχομαι να διασκεδάσετε με τις νέες ιστορίες, κύριε.

Nikos70 είπε...

kalo alla poly glykanalato......
h8eles tis xylies sou ligo akomh!

Ανώνυμος είπε...

Αγόρι μου! Μην ακούς σχόλια μάλλον ασχέτων με το άθλημα! 8 στα 10 σου βάζω, η διήγηση είναι ρεαλιστικότατη, μέχρι που αναρωτιέμαι αν είναι ή όχι ΑΠΟΛΥΤΑ αληθινή! Κι αυτό ειναι το κατόρθωμά σου! Κι αν έχεις όρεξη για περαιτέρω ανάλυση, πες το!