Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

12. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 4ο]


Ο κύριος Θανάσης είχε ένα πλατύ πρόστυχο χαμόγελο στο πρόσωπό του και με κοιτούσε αφ’ υψηλού. Όπως ήμουν καθισμένος στα γόνατα, έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και γράπωσε τα μαλλιά. Το κούνησε πέρα-δώθε με ηδονική διάθεση.

«Τώρα είσαι δικός μου μικρέ...» είπε. «Τώρα θα κάνεις ότι σου λέω εγώ. Όποια εντολή κι αν σου δίνω, για σένα θα είναι σκοπός της ζωής σου. Αυτό εδώ, σήμερα, δεν είναι μια σκηνή έρωτα, αλλά υποταγής. Δεν θέλω να μ’ αγαπάς. Χέστηκα αν μ’ αγαπήσεις. Από σένα απαιτώ να με υπηρετήσεις! Κάθε σου υπηρεσία που προσφέρεται σωστά, θα φέρνει αμοιβές», συνέχισε, και έτριψε με το ελεύθερο χέρι τον καβάλο του. «Κάθε σου ανυπακοή όμως, θα φέρνει σκληρή τιμωρία».
«Μάλιστα κύριε», απάντησα. Είχα μάθει το μάθημά μου. Τρεις ήταν οι βασικές εντολές. Η λέξη "κύριε", η φράση "μάλιστα κύριε" μετά από ό,τι κι αν πει, και να πραγματοποιώ ό,τι με διατάζει. Θα τα κατάφερνα όμως ως το τέλος;

«Πάνε και κλείσε όλα τα παράθυρα που νομίζεις πως μπορεί να αφήσουν τον θόρυβο ν’ ακουστεί παραέξω, κλείδωσε τις πόρτες και τράβα τις κουρτίνες. Τσακίσου!» Έκανα όπως με πρόσταξε και επέστρεψα.
«Όταν δεν υπάρχει κάποια σαφή εντολή, θα κάθεσαι πάντα στα γόνατα σκύλε», είπε με απότομη φωνή, δείχνοντας το πάτωμα με το δάχτυλο. Αμέσως έκατσα πάλι στα γόνατα.

Έκατσε αναπαυτικά στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ. Ζάπαρε λίγο στα κανάλια και το άφησε σε ένα που έπαιζε μια ξένη ταινία.

Υπέθεσα πως θα μου ζητούσε να του προσφέρω κάποιες υπηρεσίες, αλλά όσο περνούσε η ώρα, τόσο ένιωθα κατάπληκτος από την αδιαφορία του. Δεν με κοίταζε καν. Παρόλο που ήμουνα δυο μέτρα μακριά του, καθισμένος στα γόνατα, να κοιτάζω προς το μέρος του. Είδα με στην άκρη του ματιού μου το ρολόι που έδειχνε πως είχε περάσει ήδη ένα μισάωρο. Γιατί δεν ασχολιόταν μαζί μου;

Γύρισα λίγο το βλέμμα μου και έστρεψα την προσοχή μου στην τηλεόραση. Χωρίς να το καταλάβω αφαιρέθηκα και έμεινα για λίγο να την κοιτάζω. Δεν κατάλαβα πως κατάφερε να σηκωθεί τόσο αθόρυβα, να έρθει πίσω μου και να μου αστράψει το πιο δυνατό χαστούκι που μου είχαν δώσει ποτέ. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος και έπεσα στο πλάι.

«Γαμώ το μουνί που σε πέταγε!» ούρλιαξε. «Σου είπε κανείς ρε αρχίδι να κοιτάξεις τηλεόραση; Σου έδωσα την άδεια; Με ρώτησες; Λέγε!»
«Όχι, κύριε», ψέλλισα προσπαθώντας να κατακρατήσω την οργή μου.

Ποιος σκατά νόμιζε πως ήτανε; Και στο κάτω-κάτω, τι σκατά καθότανε εκεί χωρίς να κάνει τίποτα; Τι να έκανα δηλαδή για να περάσει η ώρα; Με είχε μπερδέψει και είχε αρχίσει να μου την δίνει αυτή η κατάσταση.

«Τότε γιατί ρε τσογλάνι; Γιατί γύρισες το κεφάλι σου να δεις τηλεόραση; Απάντησε σκουλήκι!»
«Γιατί δεν κάναμε τίποτα. Απλά έκατσες εκεί πέρα και—»

Άλλο ένα χαστούκι έσκασε το ίδιο μάγουλο όπου είχε χτυπήσει και το προηγούμενο.

«Σκουλήκι! Μου μιλάς και τον ενικό τώρα; Ποιος είμαι; Ο γκόμενος σου ρε αρχίδι;! Μήπως θες να δούμε την ταινία αγκαλίτσα τρώγοντας ποπ-κόρν; Τι σκατά νομίζεις πως κάνουμε εδώ πέρα;»
«Συγνώμη... δεν ξέρω... μ’ έχεις μπερδέψει... Τι θες από μένα;»

Σήκωσε το χέρι του να με χτυπήσει ξανά αλλά το κράτησε στο αέρα. Έμεινε για λίγο ακίνητος, και τελικά το κατέβασε αργά στο πλάι. Άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω μουρμουρίζοντας στον εαυτό του. Υπέθεσα πως προσπαθούσε να ηρεμίσει. Δεν τολμούσα να σηκωθώ και παρέμενα κάτω βάζοντας και ξαναβάζοντας το δάχτυλο στο αυτί μου προσπαθώντας να σταματήσω το σφύριγμα, συνέπεια από τα δυο δυνατά χαστούκια.

Τελικά, με πλησίασε και έκατσε με βαθύ κάθισμα μπροστά μου. Μου έπιασε το σαγόνι. Σφίχτηκα. Φοβήθηκα πως θα έπεφταν και άλλα χαστούκια. Με κράτησε σταθερά όμως μη αφήνοντας με να τραβηχτώ.



«Κουτάβι... Πρώτ’ απ’ όλα, μου μίλησες στον ενικό, ενώ είμαι ο κύριός σου. Δεύτερον, άρχισες να ξεχνάς να με αποκαλείς "κύριο", και τρίτον, λες και κάνεις μαλακίες. Τα δυο πρώτα παραπτώματα σου είναι γνωστά και θα τιμωρηθείς πιο σκληρά απ’ ό,τι συνήθως. Το τρίτο θα στο εξηγήσω γιατί είσαι ακόμη ένα ανεκπαίδευτο κουτάβι.

»Ο σκοπός του σκύλου είναι να υπηρετεί και να διασκεδάζει τον αφέντη του. Δες τα σκυλιά πως παρακολουθούν τους κυρίους τους και σηκώνουν το κεφάλι τους σε κάθε τους κίνηση. Τα μάτια τους και η προσοχή τους είναι πάντα στραμμένη προς τον κύριό τους. Έτοιμοι να υπακούσουν σε κάθε πρόσταγμα. Έτσι κι’ εσύ. Μπορεί εγώ να έκατσα να δω τηλεόραση, αλλά εσένα η προσοχή πρέπει να είναι στραμμένη επάνω μου, και όχι στο να γυρίσεις να δεις τηλεόραση. Κατάλαβες κουτάβι;»
«Νομίζω...»
«Ξαναπές την πρόταση σωστά κουτάβι».
«Νομίζω πως ναι, κύριε».

«Έτσι μπράβο... Τώρα βέβαια, όπως ξέρεις, πρέπει να σε τιμωρήσω, γιατί αυτός είναι ο νόμος της εκπαίδευσης. Έσφαλες και οφείλεις να δεχτείς την τιμωρία σου. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Πολύ ωραία. Για πρώτη φορά θα είμαι επιεικής μαζί σου. Θα φας δώδεκα βουρδουλιές στην πλάτη με την ζώνη για το παράπτωμα της αντίδρασης και δώδεκα ραβδισμούς στα κωλομέρια για το παράπτωμα να γυρίσεις να δεις τηλεόραση».

Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Σοβάρευε πολύ το "παιχνίδι".

Ο κύριος Θανάσης έκανε το σπίτι έναν γύρο με το μάτι του. Είδε την ξύλινη κολόνα που οδηγούσε στην κουζίνα.

«Αυτή η κολόνα αντέχει ή είναι σάπια;» με ρώτησε.
«Όχι, κανονική είναι. Είναι παλιό αλλά γερό ξύλο... Κύριε!»
«Το ’σωσες μικρέ», είπε. «Εκεί θα σε δένω για τις τιμωρίες σου. Έχει κι’ εκείνο το άνοιγμα πάνω απ’ το οποίο θα περάσει η αλυσίδα. Τέλεια...»
«Πιστεύετε πως είναι απαραίτητο κύριε;»
«Δεν είπαμε ρε βλαμμένο πως θα μου ζητάς τον λόγο πρώτα; Λοιπόν, οι ραβδισμοί τον κώλο γίνονται είκοσι τέσσερις».

Πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά κατάλαβα πως θα τα έκανα χειρότερα και έβγαλα τον σκασμό. Έπρεπε να υποταχτώ στην μοίρα μου. Δεν είχα την δύναμη να τα βάλω με αυτόν τον άντρα.

Έβγαλε από την βαλίτσα του μια αλυσίδα, αρκετά γερή για να δέσει έναν άνθρωπο. Πλησίασε την κολόνα και πατώντας επάνω σε μία καρέκλα την πέρασε μέσα από την τρύπα.

«Τζάμι!» φώναξε μ’ ενθουσιασμό.

Γύρισε και με κοίταξε. Προφανώς είδε την έκφραση απορίας στο πρόσωπό μου και μου εξήγησε χωρίς να το ζητήσω.

«Στα διαμερίσματα και στις πόλης γενικότερα είναι που είναι δύσκολο να δέρνεις τον άλλον και να σκούζει χωρίς να καλέσουν την αστυνομία, το να χρησιμοποιήσεις αλυσίδες είναι απλά αδιανόητο. Αλλά ’δώ στην ερημιά μπορώ άνετα να τις χρησιμοποιώ χωρίς να φοβόμαστε τους περίεργους και τους μπάτσους. Μη κοιτάς... Είναι άλλο πράγμα η αλυσίδα. Είσαι τυχερός που θα ξεκινήσεις μ’ αυτές μικρέ. Θα σ’ αρέσει... Θα δεις...»

Έστεψε πάλι την προσοχή του στην αλυσίδα. Την ζύγισε και την κλείδωσε στην θέση της μ’ ένα λουκέτο, ώστε να μην μπορεί να τραβηχτεί προς την μία ή την άλλη μεριά.

«Σήκω σκυλί κι έλα ’δω», πρόσταξε απότομα.

Σηκώθηκα και με δρασκελιές έφτασα κοντά του. Μου έπιασε τον καρπό και τον σήκωσε ψηλά. Πήρε την μια άκρη της αλυσίδας και την έφερε μια γύρα γύρω από τον καρπό μου. Μέτρησε με το μάτι και την κλείδωσε πάλι με ένα λουκέτακι. Τότε πρόσεξα πως τα λουκέτα ήταν από αυτά με τους τετραψήφιους κωδικούς και όχι με κλειδάκι. Προφανώς τα πολλά λουκέτα θα ήταν σκέτο μπέρδεμα με τόσα διαφορετικά κλειδιά. Επανέλαβε το ίδιο και με το άλλο μου χέρι, αφού πρώτα με υποχρέωσε να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου. Όταν τέλειωσε μου επέτρεψε να χαλαρώσω. Όταν όμως προσπάθησα να ακουμπήσω πάλι τα πόδια μου κανονικά στο πάτωμα, ένοιωσα τους μύες των χεριών, του στήθος και της ωμοπλάτης μου να τεντώνονται. Επέφεραν ένα αισθητό, αλλά υποφερτό πόνο. Ένιωθα σαν να με κρέμασαν για να τεντώσουν οι μύες και να εξαρθρωθούν οι κλειδώσεις.

«Είσαι στο τέλειο ύψος», είπε ο κύριος Θανάσης. «Για κάτσε να το συνηθίσεις μικρέ, γιατί θα την βγάζεις συχνά εκεί».

Αποφάσισα να μην απαντήσω, αλλά διαπίστωσα πως έκανα λάθος. Όπως ήμουν δεμένος με την κοιλιά μου να ακουμπάει στην κολόνα, ήρθε από πίσω μου και μου γράπωσε δυνατά τα μαλλιά, τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι μου και μου φώναξε : «Ξέχασες τα λόγια σου κοπρόσκυλο;! Τι σκατά θα κάνω ’γω με σένα; Τόσο εύκολα ξεχνάς την εκπαίδευσή σου; Τι σκατά είπα πριν; Τι ξέχασες;»
«Μάλιστα κύριε», φώναξα.

«Ακριβώς! "Μάλιστα κύριε"! Δεν θα με αγνοείς όταν σου μιλάω σκυλί! Να θυμάσαι τι σου είπα πριν. Άμα θελήσω να μου τραγουδήσεις το "Θάλασσα πλατιά" και στο πω, θα πρέπει να τ’ ακούσεις. Πως θα ικανοποιήσεις τις επιθυμίες του κυρίου όταν όλη η προσοχή σου δεν είναι στραμμένη πάνω του;
«Έχετε δίκιο κύριε. Θα είμαι προσεχτικός τώρα, σας το υπόσχομαι κύριε».
«Αυτό θα το δούμε», είπε. «Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου για να σ’ εκπαιδεύσω σωστά. Τώρα, ετοιμάσου. Θα φας το ξύλο που σου χρειάζεται. Σκυλί!»

Τον άκουσα να απομακρύνεται και να παίρνει από την βαλίτσα τα σύνεργα που χρειαζότανε για την τιμωρία μου. Με πλησίασε και μου επανέλαβε την προειδοποίηση. Θα ξεκινούσε από το μαστίγωμα στην πλάτη.

Κόλλησε σχεδόν πίσω μου και ξαφνικά έβαλε την ζώνη τεντωμένη μπρος στα μούτρα μου. Μου προκάλεσε έκπληξη.

«Φίλα την, κι ευχαρίστησέ με για την τιμωρία που θα σου δώσω μικρέ».
Φίλησα την ζώνη και είπα: «Ευχαριστώ για την τιμωρία κύριε».
«Έτσι μπράβο μικρέ μου. Και τώρα... Ετοιμάσου!»

Άκουσα το σφύριγμα της ζώνης καθώς ο κύριος Θανάσης ετοιμαζόταν να μου δώσει το πρώτο χτύπημα. Σφίχτηκα και ένοιωσα τις αλυσίδες να χώνονται βαθιά στο δέρμα μου καθώς από ένστικτο τράβαγα τους καρπούς μου για να ελευθερωθώ. Οι αλυσίδες όμως εφάρμοζαν τέλεια στους καρπούς μου, και ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθώ θα ήταν να έσπαζα τους αντίχειρές μου, πράγμα αδύνατον. Τίποτα δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το χτύπημα που δέχτηκα στην πλάτη μου.

Το δέρμα έσκασε με δύναμη πάνω στις ωμοπλάτες μου. Τινάχτηκα προς τα εμπρός μόνο και μόνο για να τσακίσω την μύτη μου πάνω στο σκληρό ξύλο της κολόνας. Έβγαλα μια κραυγή.

«Μία», είπε ο κύριος Θανάσης. «Στο μέλλον θα τις μετράς εσύ μικρέ! Γι’ αυτό κοίτα να μαθαίνεις».

Ακούστηκε πάλι στο σφύριγμα και έσκασε το δεύτερο χτύπημα. Αυτή την φορά κατάφερα να μην χτυπήσω πάνω στην κολόνα, αλλά ένοιωσα κάτι να τρέχει από την μύτη μου. Νόμιζα πως ήταν μύξα, αλλά αμέσως μετά κατάλαβα πως ήταν αίμα. Προφανώς την είχα χτυπήσει αρκετά δυνατά.

«Δύο», συνέχισε ο κύριος Θανάσης.

Το μαστίγωμα συνέχισε μέχρι το δωδέκατο χτύπημα. Όταν έριξε και το τελευταίο, σταμάτησε και με πλησίασε. Έπιασε την πλάτη μου που μάλλον πρέπει να είχε κοκκινίσει. Την ένιωθα να τσούζει και να είναι ζεστή.

«Ωραία, έχει ανάψει... Έτσι μου ’ρχεται να σου ρίξω άλλες τόσες μόνο και μόνο για την πάρτι μου. Θα είχες πρόβλημα μ’ αυτό κουτάβι;»
«Ε... δηλαδή... κύριε...»

«Βασικά... Χέστηκα. Θα φας άλλες δώδεκα μόνο και μόνο επειδή δίστασες. Σου θυμίζω πως δεν είμαι ’δώ για να σου ψήσω κουλουράκια αλλά για να ικανοποιήσω τον εαυτό μου. Αυτός είναι και ο δικός σου σκοπός μικρέ. Και δεν με ικανοποιείς... Δεν με αποκαλείς σωστά, πουλάς τσαμπουκά, κοιτάς τηλεόραση... Τι σκατά! Λοιπόν, πάμε άλλες δώδεκα. Αυτή την φορά θα μετράς εσύ. Άμα χάσεις το μέτρημα, να ξέρεις πως θ’ αρχινάμε από την αρχή».

Σφίχτηκα και προσπάθησα να ετοιμαστώ για την συνέχιση του μαρτυρίου μου. Ξανά ο γνώριμος ήχος με τον γνωστό πόνο.

«Μία!» φώναξα δυνατά από τον πόνο.
«Α... Λάθος στα ’πανε μικρέ», είπε ο κύριος σταματώντας το μαστίγωμα. «Δεν είσαι στο δημοτικό όπου μαθαίνεις να μετράς. Θα λες: "Μία κύριε. Σας ευχαριστώ κύριε," και ούτω καθ’ εξής. Κατάλαβες μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάμε απ’ την αρχή».

Πρώτο χτύπημα. «Μία, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
«Έτσι μπράβο κουτάβι. Συνέχισε».
Δεύτερο χτύπημα. «Δύο, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
Συνέχισα έτσι ως το τελευταίο. «Δώδεκα κύριε! Ευχαριστώ κύριε».

Αυτή την φορά πονούσα πραγματικά. Όταν σταμάτησε να με χτυπάει, διαπίστωσα πως έτρεμα. Όλο το σφίξιμο των μυών, ιδίως της πλάτης επέφεραν μικρούς νευρικούς σπασμούς που τους ένιωθα τώρα να ξεσπούν ανεξέλεγκτα. Το αίμα που έτρεχε από την μύτη μου είχε αρχίσει να ελαττώνεται, παρόλο το όλο σφίξιμο. Είχε τρέξει αρκετό όμως και το στήθος μου ήταν καλυμμένο με παχιές σταγόνες αίματος που έτρεχαν μέχρι το λάστιχο του σλίπ, όπου και τις ρουφούσε το ύφασμα. Κάποιες είχαν περάσει το εμπόδιο και είχαν στάξει στα πόδια και στο πάτωμα.

«Ωραία δουλειά...» είπε ο κύριος Θανάσης όταν ήρθε από τα πλάγια και είδε την κοκκινίλα. «Δεν περίμενα να δω τόσο ωραίο θέαμα από την πρώτη φορά. Βάλθηκες να επανορθώσεις βλέπω... Έ μικρέ;»
«Μάλιστα κύριε», απάντησα.

Μετά από δυο ντουζίνες με την ζώνη στην πλάτη, αρχίζεις να θυμάσαι τον λόγο που τις έφαγες και λαμβάνεις τα μέτρα σου.

«Και βλέπω πως σου άρεσε η όλη διαδικασία...»

Δεν κατάλαβα γιατί το είπε και γύρισα ελαφρώς να δω το πρόσωπό του. Ακολούθησα το βλέμμα του που οδηγούσε στον καβάλο μου. Πρόσεξα τότε πως είχα μία πλήρη στύση που τέντωνε το ύφασμα του σλίπ. Από τον πόνο και την όλη διαδικασία δεν είχα καταλάβει πως είχα καυλώσει. Ένοιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουνε από ντροπή.

«Μην ντρέπεσαι κουτάβι», μου είπε. «Αυτή είναι η πραγματική σου φύση. Και τώρα το μαθαίνεις. Απλά σου αρέσει το ξύλο μικρέ... Αποδέξου το. Δεν είναι κάνα έγκλημα. Και είσαι τυχερός, γιατί εμένα μου αρέσει να δέρνω...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Τι ωραία που μιλάς τώρα κουτάβι; Αλλά, ξέρεις πως δεν τελειώσαμε ακόμα, έτσι; Έχουμε και το κωλαράκι να τιμωρήσουμε. Πού βρισκόμαστε;»
«Ορίστε;... Δεν κατάλαβα την ερώτηση, κύριε».

Γράπωσε τα μαλλιά μου και με δύναμη κοπάνισε το μέτωπό μου πάνω στην κολόνα. Ίσα που πρόλαβα να στρίψω το κεφάλι λίγο προς τα αριστερά ώστε να σώσω την μύτη.

Πλησίασε το στόμα του στο αυτί μου και είπε: «Στο χρώμα κουτάβι!... Πού βρισκόμαστε; Πιάσαμε κόκκινο; Πρόσεξε τι θα πεις...»

Το σκεφτικά για λίγα δευτερόλεπτα. Πονούσα... Ναι. Αλλά δεν ήμουν του θανατά. Πίστευα πως άντεχα πολύ περισσότερο ξύλο πριν καταρρεύσω ή χάσω τις αισθήσεις μου.

«Πράσινο, κύριε» απάντησα με ειλικρίνεια.
«Πολύ ωραία... Θα απογοητευόμουν αν έλεγες άλλο χρώμα. Μπράβο κουτάβι... Πάμε λοιπόν και στο παρασύνθημα».
«Μάλιστα, κύριε».

Ελευθέρωσε το κεφάλι μου και αφού γράπωσε το σλίπ, μου το τράβηξε απότομα προς τα κάτω, αρκετά για να φανεί ο κώλος και από μπροστά να σκαλώσει με δύναμη στο πέος μου.

Έβγαλα ένα: «Άουτς».
«Τι "άουτς" και "άουτς" μωρέ», γάβγισε ο κύριος Θανάσης. «Σου πόνεσα το πουλάκι μήπως μικρούλι;»
«Όχι κύριε. Μια βλακεία είπα κύριε. Συγνώμη κύριε».
«Έτσι μπράβο. Τι σκατά παλικάρι είσαι άμα αντέχεις τόσο ξύλο με την ζώνη και δεν αντέχεις ένα τίναγμα του πούτσου. Θα ήταν γελοίο, δε νομίζεις;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάμε παρακάτω λοιπόν...»
«Μάλιστα, κύριε».

Ένοιωσα τα χέρια του κυρίου να χαϊδεύουν τα κωλομάγουλά μου και να τα ζουλάνε σε διάφορα σημεία. Η όλη αίσθηση με διέγειρε περισσότερο, και όσο κι αν δεν το ήθελα, θα έπρεπε να παραδεχτώ πως είχε δίκιο.

Η όλη εμπειρία ως τώρα, μπορεί να προσέβαλε το μυαλό, τον εγωισμό μου δηλαδή, αλλά το σώμα έδειχνε καθαρά τα σημάδια της απόλαυσης. Το τσούξιμο στην πλάτη, ο πόνος στο μέτωπο και στην μύτη από το κοπάνιμα, η αίσθηση του αίματος που στέγνωνε πάνω μου, ο πόνος από τις αλυσίδες στους καρπούς που αργά αλλά σταθερά γινότανε πιο οξύς, σε συνδυασμό με την αίσθηση ανημποριάς λόγω των δεσμών, έδιναν στα χουφτώματα του κυρίου μια πρωτόγνωρη, κατά πολύ μεγεθυνμένη ηδονή.

«Έχεις ωραία κωλομέρια μικρέ», είπε ο κύριος βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. «Σκληρά και γυμνασμένα καπούλια... Αν και έχεις κάτι μικρές ραγάδες. Ήσουν λίγο μπούλις όταν ήσουν μικρός;»
«Μάλιστα κύριε, αλλά για ένα μικρό διάστημα της ζωής μου. Συνήθως ήμουν κανονικός στα κιλά, κύριε».
«Δεν πειράζει. Μια χαρά είναι... και έχεις και λίγη τρίχα... κοντούτσικη και χνουδωτή. Θα φαίνονται ωραία τα σημάδια από το ξύλο».

Άκουσα τον κύριο να ακουμπάει κάπου την ζώνη και να παίρνει την βέργα. Με πλησίασε από πίσω και με προειδοποίησε. Για άλλη μια φορά σφίχτηκα, δίνοντας έμφαση αυτή την φορά στους γλουτούς μου.

«Μέτρα όπως έχεις μάθει κουτάβι!» φώναξε ο κύριος καθώς κατέβαζε το πρώτο χτύπημα.

Η βέργα έσκασε στο δέρμα με δύναμη. Πόνεσα αρκετά και μια κραυγή βγήκε από το λαρύγγι μου. «Μία, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
«Έτσι μπράβο, πάμε ξανά...»
Δεύτερο χτύπημα. «Δύο, κύριε! Ευχαριστώ κύριε!»

Και συνέχισε έτσι μέχρι να παραδοθούν και τα υπόλοιπα χτυπήματα. Όταν τέλειωσε ήρθε πάλι κοντά για να επιθεωρήσει το έργο του, και για άλλη μια φορά έκανε την παρατήρηση για την στύση μου. Αυτή την φορά δεν χρειαζόταν η επισήμανση. Γνώριζα και απολάμβανα την παλλόμενη στύση μου. Ο πόνος, η απώλεια της εξουσίας, τα χτυπήματα στα κωλομέρια και το τρίψιμο από το ύφασμα με είχαν ερεθίσει αφάνταστα πολύ.

«Γουστάρεις μωρή πουστάρα ε;» είπε καθώς ανασηκωνόταν από την μελέτη του καυλωμένου πέους μου . «Δεν έπεσα έξω μ’ εσένα. Θα με παιδέψεις λίγο, αλλά θα γίνεις καλό σκυλί στο τέλος. Θα δεις... Θα τα βρούμε τέλεια οι δυο μας».

Απομακρύνθηκε και έκατσε πάλι στην θέση του στον καναπέ. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου. Δεν θα με έλυε; Προφανώς μάντεψε την απορία μου.

«Θα σ’ αφήσω εκεί για καμιά ώρα... Μέχρι να τελειώσει η ταινία μάλλον. Δεν έχεις κάτι άλλο να μου προσφέρεις αυτή την στιγμή έτσι κι αλλιώς. Θα μείνεις εκεί λοιπόν να σκεφτείς αυτά που έκανες και την στάση σου από ’δώ και πέρα».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα. Μετά από τέτοιο μάθημα, είχα γίνει πολύ πιο προσεχτικός.
«Πολύ ωραία. Κάτσε εκεί λοιπόν και μην βγάλεις άχνα μέχρι να τελειώσει το έργο».

Άραξε αναπαυτικά στον καναπέ, ενώ εγώ γύρισα το κεφάλι μου ώστε να μην πιαστεί ο λαιμός μου, αλλά και να μην προκαλώ τον κύριο με το επίμονο βλέμμα μου.

Αφέθηκα να μουλιάσω στις σκέψεις μου και στις αντιδράσεις του κορμιού μου μετά από την βάναυση επίθεση που είχε δεχτεί.



Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, όταν ένιωσα ξαφνικά την παρουσία του κυρίου Θανάση ακριβώς δίπλα μου. Πετάχτηκα έντρομος και ένοιωσα τις αλυσίδες να σφίγγουν επώδυνα τους καρπούς των χεριών μου.

«Τσουκ-τσουκ», έκανε ο κύριος Θανάσης, μην κρύβοντας το υποτιμητικό του ύφος. «Ξέχασες λοιπόν τόσο γρήγορα όλα όσα σου είπα πριν... Ξέχασες πως είσαι ένα κουτάβι που πρέπει να έχει την προσοχή του συνεχώς στραμμένη πάνω στον αφέντη του, τον κύριό του; Αχ... Με στεναχώρησες τώρα. Γιατί είσαι ωραίο κουτάβι, αλλά δυστυχώς θα πρέπει πάλι να σε τιμωρήσω...»

«Συγνώμη κύριε. Ήμουν αφηρημένος κύριε...»
«Ω, ναι... Σίγουρα ήσουν. Δυο φορές σου μίλησα, και μ’ είχες γραμμένο στα σκυλίσια αρχίδια σου. Ίσως θα ’πρεπε να σε τιμωρήσω εκεί; Τι λες; Θα σε βοηθούσε αυτό να είσαι πιο προσεχτικός;»
«Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να κάνετε κύριε, αλλά—»
«Δεν πειράζει κουταβάκι μου», είπε με φανερή ειρωνεία τον τόνο της φωνής του ο κύριος. «Δεν πειράζει... Θα μάθεις κουταβάκι μου... Θα μάθεις! Ετοιμάσου να δεχτείς την τιμωρία σου και κοιτά να μαθαίνεις. Δεν μ’ αρέσει να βλέπω τις προσπάθειές μου να πηγαίνουν στο βρόντο».

Απομακρύνθηκε και πήγε πάλι στην βαλίτσα μόνο και μόνο για να επιστρέψει με κάτι μικρά και περίεργα σύνεργα.

«Γύρνα», με διέταξε. «Γύρνα τον σώμα σου όσο μπορείς».
Προσπάθησα αλλά μπόρεσα να γυρίσω πολύ λίγο, ίσα-ίσα λίγες μοίρες.
«Εκεί, καλά είσαι». Έκατσε στα γόνατα και μου κατέβασε το σλίπ εντελώς. Κατέβηκε εύκολα μιας και η στύση μου είχε χαθεί εδώ και ώρα. Τον ένοιωσα να ψαχουλεύει τους όρχεις μου και να τους τραβάει ελαφρά. Τελικά, τους έσφιξε και πέρασε κάτι που μάλλον ήταν κάποιο είδος λεπτής αλυσίδας. Λεπτής για τα δεδομένα της αλυσίδας με την οποία ήμουν δεμένος στην κολόνα, αλλά χοντρή για τα δεδομένα των αλυσίδων που χρησιμοποιούνται στα κοσμήματα. Την ασφάλισε για άλλη μια φορά στην θέση της με την χρήση μιας μικρής κλειδαριάς. Τα τέσταρε τραβώντας ελαφρά τους όρχεις μου που πετάγονταν τώρα προς τα έξω, σφιχτοί και σκληροί.

«Πολύ ωραία», μουρμούρισε ικανοποιημένος. «Έχεις σφιχτούς όρχεις και αυτό βοηθάει να κρατάει καλύτερα η αλυσίδα», είπε, απευθυνόμενος αυτή την φορά σε εμένα.
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα με τον γνωστό πλέον τρόπο.

Ο κύριος δεν είχε τελειώσει. Κάτι πέρασε μέσα από την αλυσίδα, που μου φάνηκε σαν μικρό τσιγκέλι. Όταν τελείωσε, εμφάνισε μπροστά μου κάτι μικρά βαράκια του ενός και του μισού κιλού, που μπαίνουν συνήθως στους αλτήρες στα γυμναστήρια. Μόνο που αντί για αλτήρες, είχαν περασμένες μέσα από τις τρύπες τους αλυσίδες, όμοιες με αυτήν που είχε ασφαλίσει γύρω από τους όρχεις μου.

«Έτοιμος να λάβεις την τιμωρία σου σκυλί;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Πολύ ωραία... Για να δούμε τι θα κάνεις μ’ αυτό...»

Ένιωσα ένα μικρό κούνημα, και ξαφνικά, ένα απότομα τράβηγμα των όρχεων. Έβγαλα μια ψιλή κραυγή. Υπήρχε πόνος, αλλά όχι ανυπόφορος. Περισσότερο με συνεπήρε η έκπληξη.

«Πως νιώθεις μ’ ένα κιλό να κρέμεται απ’ τ’ αρχίδια σου μικρέ; Είσαι στο πράσινο;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πολύ ωραία. Πάμε για το δεύτερο κιλό τότε».

Κρέμασε άλλο ένα βαρίδιο του κιλού και το άφησε να πέσει λίγο πιο απότομα. Αυτή την φορά η τσιρίδα μου ήταν πιο ψιλή και πιο δυνατή. Αυτή την φορά ένιωσα έναν πόνο σχετικά έντονο. Σαν να είχα φάει μια μέτρια κλοτσιά.

«Χρώμα;» ρώτησε ο κύριος.
«...κίτρινο... νομίζω... κύριε».
«Ωραία... Κάτσε να σου βάλω ακόμη ένα μισόκιλο, για να ’σαι σίγουρος πως είσαι στο κίτρινο μικρέ.

Ένιωσα το βάρος να αυξάνεται μετά από έναν ελαφρύ μεταλλικό θόρυβο. Αυτή την φορά τα αποτελέσματα ήταν βέβαια. Υπήρχε ένας συνεχής ενοχλητικός πόνος στους όρχεις, αρκετά έντονος ώστε να αποσπά συνεχώς την προσοχή μου.

«Πολύ ωραία... Αυτό διαφέρει από άλλα παρόμοια βασανίστρια που έχεις ίσως δει στο ίντερνετ», είπε ο κύριος Θανάσης καθώς στάθηκε όρθιος. «Οι περισσότεροι περνάνε το λουρί και πάνω από την ρίζα του πέους. Μπορούν έτσι να σηκώνουν πολύ περισσότερα κιλά, αλλά ο πόνος δεν είναι το ίδιο. Ενώ έτσι, όλο το βάρος πάει στ’ αρχίδια, πιέζοντας τα δυο σωληνάκια. Λογικά εκεί θα πρέπει να νιώθεις τον περισσότερο πόνο. Έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα... Κύριε...» ψιθύρισα ανάμεσα από τα σφιγμένα μου δόντια.

«Τέλεια... Και τώρα ετοιμάσου να φας δυο ντουζίνες με την ζώνη στα κωλομέρια και στους πίσω μηρούς. Αυτό θα σ’ αναγκάζει να κουνάς των κώλο σου και τα βαρίδια να κουνιούνται και να πιέζουν τ’ αρχίδια».
«Μα... Μάλιστα κύριε!»
«Έτσι μπράβο. Πάμε λοιπόν το μέτρημα μικρέ. Ξεκίνα».

Έπεσε το πρώτο χτύπημα. Τίναξα την λεκάνη μου μπροστά και αμέσως ο πόνος στους όρχεις αυξήθηκε, καθώς τα βαρίδια έβγαιναν από την αδράνεια και πίεσαν τους αδένες. «Άααα! Έ-ένα... Κύριε!...»
«Έτσι να σ’ ακούω να σκούζεις μικρέ».
Δεύτερο χτύπημα. «Α!... Δ-δυ-δύο, κύριε!»

Συνέχισε έτσι με συγκεκριμένο ρυθμό χτυπημάτων που συγχρονίστηκε με την κίνηση των βαριδίων που κρέμονταν ανάμεσα στα σκέλια μου, αρκετά βίαια ώστε να χτυπάνε πάνω στα ανοιγμένα μου πόδια. Ήταν σαν να είχα μετατραπεί σε μια ζωντανή καμπάνα, μόνο που τα πόδια μου ήταν ο κώδων και οι όρχεις με τα βαρίδια η γλώσσα, ενώ ο ήχος έβγαινε από το λαρύγγι μου.

Έπεσε και το τελευταίο χτύπημα. «Είκοσι... τέ-τέσσερις... κύ-κύριε... Ευχαριστώ-ω, κύριε...» κλαψούρισα με λίγα δάκρια να τρέχουν από τα σφιγμένα μου βλέφαρα.

Για άλλη μια φορά ο κύριος έσκυψε να περιεργαστεί το έργο του. Χούφτωσε τους γλουτούς μου και μετά τους πρησμένους όρχεις. Το πέος μου ήταν μισοερεθισμένο. Προφανώς η όλη εμπειρία, αν και ηδονιστική, ήταν ταυτόχρονα και αρκετά επίπονη ώστε να ακυρώνει την στύση.

«Βλέπω πως ζορίστηκες αρκετά μικρέ», πήρε τον λόγο ο κύριος. «Τι λες; Έμαθες το μάθημά σου;»
«Μάλιστα, κύριε! Ω, ναι! Σίγουρα το έμαθα κύριε. Φτάνει κύριε, σας παρακαλώ... Πονάει κύριε».
«Έτσι πρέπει. Αν δεν πονούσε δεν θα ήταν τιμωρία. Κάτσε ακίνητος για να σταματήσουν να κουνιούνται τα βάρη και μετά πες μου σε τι χρώμα βρισκόμαστε».
«Κόκκινο κύριε. Κόκκινο!»
«Σκασμός! Μαλακισμένο! Δεν ακούς τι λέω; Όταν σταματήσουν τελείως. Για τιμωρία που δεν ρώτησες για να πάρεις τον λόγο, θα μείνεις έτσι με τα βαρίδια να κρέμονται για τα επόμενα δέκα λεπτά».

Κλαψούρισα λίγο. Ήμουν στα πρόθυρα να βάλω τα κλάματα. Ιδίως ο δεξής όρχις πονούσε πάρα πολύ. Προσπάθησα να καταπνίξω την επιθυμία μου για να κουνηθώ και κάθισα ακίνητος. Σύντομα σταμάτησαν να λικνίζονται τα βάρη και πράγματι, ο πόνος υποχώρησε ελαφρά.

«Είμαστε στο πορτοκαλί μικρέ;»
Σκεφτικά λίγο πριν απαντήσω: «Νομίζω πως ναι, κύριε».
«Στο ’πα. Τώρα, κάτσε ’κεί και τα λέμε σε δέκα λεπτά. Έφυγε και πήγε να κάτσει πάλι στον καναπέ, αφήνοντάς με στο μαρτύριό μου.

Άρχισα να έχω αμφιβολίες. Τελικά, που είχα μπλέξει; Άμα αυτό ήταν η αρχή, τι θα ακολουθούσε αργότερα; Μήπως τελικά δεν ήμουν φτιαγμένος για τέτοια πράγματα; Να χρησιμοποιούσα την λέξη-κλειδί και να τα τερμάτιζα όλα εδώ και τώρα; Δεν ήξερα...

Από την άλλη ντρεπόμουν να το τερματίσω από τώρα. Με έπιασε το εγωιστικό μου. Τόσο φλώρος ήμουν λοιπόν; Είχε δίκιο; Ένα αδύναμο πουστράκι ήμουν τελικά; Δεν ήξερα...

Το σώμα μου με πονούσε. Οι καρποί των χεριών μου πονούσαν επίσης τρομερά. Οι κρίκοι των αλυσίδων είχαν χωθεί βαθιά στο δέρμα και πίεζαν πάνω στο κόκαλο. Οι γλουτοί ζεστοί, έτσουζαν από το ξύλο με την ζώνη, ενώ οι όρχεις έστελναν σταθερά κύματα πόνου στον εγκέφαλο.



Θεέ μου, ας τελείωνε γρήγορα αυτό το μαρτύριο. Ας με λυπότανε ο κύριος Θανάσης να με λύσει από τα δεσμά μου. Θα είμαι υπάκουος. Θα κάνω ό,τι μου λέει. Το υπόσχομαι. Μονάχα να με λύσει Θεέ μου. Να με λύσει και να βγάλει αυτό το βάρος από τα’ αρχίδια μου. Αυτά σκεφτόμουνα συνέχεια, μέχρι που πέρασε ο χρόνος και ο κύριος σηκώθηκε από την θέση του.

«Πέρασαν τα δέκα λεπτά κουτάβι. Έμαθες το μάθημά σου;»
«Μάλιστα κύριε. Σας υπόσχομαι πως το έμαθα, κύριε».
«Το εύχομαι. Θα ήταν δυσάρεστο αν σε μίση ώρα έπρεπε να επαναλάβουμε την όλη διαδικασία, δεν νομίζεις;»
«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας ορκίζομαι. Έμαθα το μάθημά μου».
«Πολύ ωραία... Αυτό μένει να αποδειχτεί... Κάτσε να σου βγάλω τα βάρη».

Τι ανακούφιση όταν έβγαλε το πρώτο κιόλας βάρος! Ο πόνος αμέσως μετριάστηκε, ενώ όταν τα έβγαλε όλα, ο πόνος έγινε μια απλή ενόχληση. Έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

«Πόνεσε ε; Έτσι πρέπει. Γιατί αλλιώς θα τραβούσε πολύ η εκπαίδευσή σου. Τώρα όμως την επιταχύναμε κατά πολύ. Στο χέρι σου είναι να μην επαναληφτεί σύντομα.
«Μάλιστα, κύριε».

Το αληθινό σοκ ήρθε όταν ελευθέρωσε τους καρπούς μου. Λόγο της βαρύτητας, τα χέρια έπεσαν αμέσως στο πλάι. Ένας δυνατός πόνος όμως στους μύες, και κυρίως στους δελτοειδής και τις ωμοπλάτες, με ανάγκασε να τα ανασηκώσω λίγο.

«Έχουν πιαστεί οι μύες σου. Θα χρειαστούνε μερικά λεπτά για να συνέλθουνε κάπως», είπε ο κύριος Θανάσης.
«Δεν περίμενα να συμβεί κάτι τέτοιο κύριε».
«Έτσι είναι το σώμα. Δεν αντέχει την τεχνητή παράλυση. Παλιά έτσι βασανίζανε ανθρώπους. Τους δένανε με τρόπο που να τους ακινητοποιεί τελείως. Μετά από ώρες, το σώμα πάθαινε τρομερές κράμπες και σπασμούς. Γι’ αυτό και η σταύρωση θεωρούνταν παλιά μεγάλο μαρτύριο. Μπορεί να στο δοκιμάσω καμιά μέρα... Αν με τσατίσεις αρκετά με κάποιο παράπτωμα...»

«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας το υπόσχομαι, κύριε».
«Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες μικρέ. Φτάνει τώρα... Σήκω το βρακί σου κι έλα και κάτσε στην θέση σου για λίγο να χαλαρώσουν τα χέρια σου. Θα χρειαστώ τις υπηρεσίες σου σε λίγο. Την αλυσίδα στ’ αρχίδια στην αφήνω για να θυμάσαι να μην κάνεις το ίδιο σφάλμα. Έτοιμη να στα ξηλώσει με τα βαρίδια, έτσι και με αναγκάσεις να στα φορέσω ξανά.
«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας το υπόσχομαι, κύριε».

Υπέθεσα πως μετά θα μου ζητούσε σεξ, και αυτό με ανακούφισε κάπως. Αργότερα όμως, θα διαπίστωνα πως θα αργούσε πολύ αυτή η στιγμή. Πήγα και έκατσα την θέση μου: στο γυμνό πάτωμα, στα γόνατα, δυο μέτρα παραδίπλα του.

Ο κύριος Θανάσης άρχισε πάλι να με αγνοεί. Άλλαζε κανάλια στην τηλεόραση, και γενικώς έκανε τον αδιάφορο. Εγώ όμως είχα επικεντρώσει πάνω του όλη μου την προσοχή. Την επόμενη φορά που θα ήθελε κάτι, δεν θα με έπιανε απροετοίμαστο...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται: Μέρος 5°)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

11. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 3ο]


Ο κύριος Θανάσης με τσιγκλούσε στα πλευρά για να ξυπνήσω. Χρειάστηκα μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να συνειδητοποιήσω το πού βρισκόμουνα και τι είχε συμβεί. Γύρισα και τον είδα να ανασηκωμένο να με κοιτάζει.

«Ξύπνησε το κουτάβι μου;» Έσκασε ένα χαμόγελο και συνέχισε: «Θα πάς μέσα σαν καλό παιδί να ’τοιμάσεις δυο μερακλίδικα καφεδάκια; Βαρύ με ολίγη τον δικό μου».
«Με πήρε ο ύπνος; Δεν το πιστεύω. Τι ώρα είναι;»
Έφαγα το σκαμπίλι μου χωρίς προειδοποιήσεις κι εξηγήσεις και μου απάντησε κοιτάζοντας κι ο ίδιος το ρολόι του: «Έξη και δέκα».
«Πώ-πω... Πέρασε η ώρα, κύριε», απάντησα τρίβοντας το μάγουλό μου. «Θα πρέπει να πάω να δω τι κάνουν τα παιδιά. Και να κάνω έναν έλεγχο να σιγουρευτώ πως αλλάξανε τα μπέκ», είπα, μιλώντας ουσιαστικά στον εαυτό μου.
«Κουταβάκι. Δεν με νοιάζει τι έχεις και τι δεν έχεις να κάνεις. Αλλά με νοιάζει να πιω τον καφέ μου. Γι’ αυτό τσακίσου μέσα να ετοιμάσεις έναν βαρύ με ολίγη, για να μην μας ακούσουν μέχρι το χωριό. Κατάλαβες; Μετά πάνε όπου θες, αλλά σε μια ώρα θα ’σαι πίσω για το επόμενο μάθημά σου. Δεν έκανα τόσο δρόμο για το τίποτα. Άσε και που μετά το στοματάκι σου, θέλω να γαμήσω και λίγο το σφιχτό το κωλαράκι σου. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Άιντε τσακίσου».

Πετάχτηκα όρθιος, βίαια αφυπνισμένος από το δυνατό χαστούκι που είχα φάει και μπήκα στην κουζίνα να ετοιμάσω τον καφέ του.
«Να τον σερβίρεις στην βεράντα», άκουσα την εντολή του δυνατά καθώς έβγαινε έξω.
Ταυτόχρονα με τον καφέ του, ετοίμασα σ’ ένα πλαστικό ποτήρι και έναν φραπέ μέτριο για τον εαυτό μου, να τον πάρω μαζί μου έξω.

Βγήκα και τον βρήκα να κάθεται με τα πόδια του απλωμένα σε μια καρέκλα. Είχε τυλίξει και ανάψει ένα στριφτό τσιγάρο που το φουμάριζε με ένα πολύ αρρενωπό στιλ που για κάποιον λόγο μου άρεσε. Του άφησα τον καφέ και του είπα πως θα πήγαινα να κάνω τις δουλειές μου. Κοίταξε πάλι το ρολόι του και μου επανέλαβε την εντολή. Στις επτάμιση έπρεπε να είμαι πίσω.

Πήρα τον φραπέ μου στο χέρι και κατέβηκα τα σκαλιά. Άρχισα να περπατάω προς τα ανατολικά όπου είχαμε το μπαμπάκι. Αμέσως μετά είχα καμιά εικοσαριά στρέμματα καλαμποκιού, που δυστυχώς απ’ ό,τι φαινότανε δεν θα έβγαζε καλή ποσότητα φέτος. Παρόλα αυτά έπρεπε να το ποτίζω με την ελπίδα πως έστω και τελευταία στιγμή θα μπορούσα να αυξήσω κάπως την παραγωγή.

Έκανα κάνα τεταρτάκι για να φτάσω. Είχα τελειώσει τον καφέ. Πέταξα το κυπελλάκι σε ένα τρύπιο βαρέλι που είχα δίπλα από την γεώτρηση και άλλαξα τις βάνες. Γέμισα το ντεπόζιτο με βενζίνη και τράβηξα μερικές φορές το σχοινί, όσο να πάρει μπροστά το μοτέρ. Αφού βεβαιώθηκα πως έβγαζε κανονικά νερό και τα μπέκ ψεκάζανε σωστά, πήρα πάλι να περπατάω προς τον νότο να δω πως είχε πάει το καθάρισμα στα δέντρα. Μετά από κάνα δεκάλεπτο είδα τα παιδιά που πράγματι είχαν κάνει καλή δουλειά και είχαν τελειώσει σχεδόν το μισό χωράφι.

Με πλησίασε ο Φαρούκ για να με ρωτήσει διάφορες μικρολεπτομέρειες, ενώ ο Κώστας πλησίασε σύντομα κι αυτός κοντά μας για να μου πει για τις ελιές. Ήταν όλες σε καλή κατάσταση και θα έβγαζαν καλό καρπό. Γύρω στο εξήντα τοις εκατό για λάδι, και το υπόλοιπο για φάγωμα, με πολύ λίγη φίρα. Αφού τελείωσα και μ’ αυτούς και τους ευχήθηκα καλό βράδυ, μιάς και στις οχτώ θα σχολάγανε για να πάνε να ξεκουραστούν, πήρα τον δρόμο του γυρισμού.

Με όλα αυτά είχα ξεχαστεί, και μόνο όταν πάτησα το πόδι μου στην βεράντα και είδα τον κύριο Θανάση να με περιμένει στη ίδια στάση όπως τον είχα αφήσει, θυμήθηκα την προθεσμία του. Έβαλα το χέρι στην τσέπη μου για να πιάσω το κινητό μου τηλέφωνο και να δω την ώρα αλλά με πρόλαβε.

«Επτά και είκοσι έξι. Στην ώρα σου μικρέ. Το γλίτωσες το ξύλο». Έκανε μια παύση για να ρεμβάσει το τοπίο πριν πάρει πάλι τον λόγο. «Πως πήγε η επιθεώρηση; Όλα καλά;»
«Δώξα τω Θεώ, όλα καλά, κύριε».
«Κανένα πρόβλημα δηλαδή;»
«Όλα υπό έλεγχο κύριε».
«Χμ... Ξαφνικά νιώθω σαν να παίρνω βραδινή αναφορά στο στρατόπεδο», είπε και γέλασε λίγο. «Κάτσε να τα πούμε τότε. Έλα, μην ντρέπεσαι».
Κατέβασε τα πόδια του από την καρέκλα και μου έκανε νόημα να κάτσω. Έπραξα όπως ζήτησε και έκατσα απέναντί του.



«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
«Αμήχανα, κύριε», του απάντησα.
«Το βλέπω. Έχεις κοκκινίσει στο πρόσωπο. Εκτός κι αν σ’ έκαψε ο ήλιος. Σ’ έκαψε ο ήλιος μήπως μικρέ;»
«Όχι, κύριε».
«Καλώς. Πάντως να ξέρεις: το καλύτερο φάρμακο είναι τα χύσια. Αλλά ξέχασα. Σου έβαλα το μεσημέρι». Γέλασε λίγο με το αστείο του και συνέχισε: «Λοιπόν... Θυμασαι που μου ’λεγες ’κείνο το βράδυ στην Σαλονίκη για το πόσο σε καυλώνουν οι σκληρές ιστορίες που διαβάζεις στο ιντερνέτ, και πως ήθελες κάποτε να τις δοκιμάσεις;»
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι, κύριε. Όπως σας είπα: δεν το σηκώνω το πιοτό κύριε, και δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα, κύριε. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι η εκκωφαντική μουσική και η όλη βαβούρα στο μπαρ, κύριε».

«Είδες τι ωραία που έμαθες να μιλάς αγόρι μου;» ρώτησε με αυτοθαυμασμό. «Μωρέ θα σε στρώσω μια χαρά εγώ. Δεν πειράζει. Πάντως τώρα είσαι ξεμέθυστος, οπότε πες μου αν κάνω λάθος. Γουστάρεις ή δεν γουστάρεις τ’ άγρια παιχνιδάκια;»
«Δεν γνωρίζω κύριε. Είναι αλήθεια πως όταν τα διαβάζω ή τα βλέπω στο ιντερνέτ νιώθω μια ηδονή–»
«Κομμένα τα πρωτευουσιάνικα σου σε μένα μικρέ. Θα μιλάς καυλιάρικα κι αντρίκεια. Πες: με καύλωναν».
«Μάλιστα κύριε. Συγνώμη κύριε. Ήθελα να πω πως με καυλώνουν κύριε, αλλά δεν μπορώ να... να πω με σιγουριά αν μου αρέσουν ή όχι, μιας και δεν τα έχω ποτέ μου δοκιμάσει, κύριε».

«Ωραία... Και αυτό ακριβώς θέλεις από μένα. Έτσι δεν είναι κουτάβι;»
«Ε...»
«Τι έ; Με θέλεις για ρομαντική βόλτα στα χωράφια και να μετρήσουμε τ’ άστρα; Εγώ άλλα θυμάμαι να έψαχνες: ηγεσία, καθοδήγηση, πειθαρχία, αντρική, δυναμική φιγούρα. Όχι φλωράκια και πουστράκια...»
«Έχετε δίκιο κύριε. Απλώς... Απλώς φοβάμαι λιγάκι...»
«Φοβάσαι εμένα;»
Ένευσα καταφατικά το κεφάλι μου.
«Καλά κάνεις και με φοβάσαι. Ο σεβασμός πάντα εμπεριέχει και λίγο το στοιχείο του φόβου. Αλλά αυτό και μόνο. Αν με φοβάσαι πως είμαι κάνας τρελός, κάνας διεστραμμένος που θα σε σφάξει και θα θάψει το πτώμα σου στα χωράφια, κάνεις λάθος... Αλώστε: σιχαίνομαι το φτυάρισμα». Γέλασε δυνατά και αυτό με βοήθησε να ηρεμίσω κάπως. Αυθόρμητα, πήρα τον λόγο.

«Ίσως να φοβάμαι και τον εαυτό μου λίγο, κύριε. Δεν ξέρω... Φοβάμαι μήπως δεν μου αρέσει, μήπως... μήπως γελοιοποιηθώ... ξέρετε τι εννοώ; Έ; Κύριε;»
«Και βέβαια μικρέ. Αλλά όπως σου είπα: είμαι εκ-παι-δευ-της! Ξέρω πώς να εκπαιδεύω κουτάβια, οπότε είσαι σε καλά χέρια. Όσο για το αν θα γελοιοποιηθείς, αυτό είναι καθαρά δικό σου θέμα. Για μερικούς άντρες, παραδείγματος χάριν, το να γαμηθούν από τον κώλο είναι ό,τι χειρότερο, ενώ αντιθέτως, για σένα και τους ομοίους σου, είναι καύλα. Επειδή όμως βλέπω πως σοβαρεύει η συζήτηση, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

»Από τώρα και μέχρι αύριο τ’ απόγευμα που θα φύγω, είσαι ο εκπαιδευόμενός μου. Μου ανήκεις για να σε κάνω ό,τι γουστάρω. Δεν θα σε σκοτώσω, ούτε θα σου σπάσω κάνα πόδι, οπότε μη φοβάσαι. Αλλά από ’κεί και πέρα δεν σου εγγυώμαι τίποτα.

»Ό,τι και αν σου κάνω, ό,τι εντολή και αν σου δώσω, εσύ θα την εκτελείς αμέσως χωρίς αντιρρήσεις, χωρίς δισταγμούς, δικαιολογίες και άλλα χαζά. Για κάθε άρνηση ή παράπτωμα στο οποίο θα πέφτεις, θα δέχεσαι και την ανάλογη τιμωρία. Την τιμωρία την ορίζει ο κύριός σου, δηλαδή εγώ, κατά πως το κρίνει, και η απόφασή του δεν δέχεται καμία κριτική από την πλευρά σου. Ισχύει ό,τι ισχύει και τώρα: σε κάθε προσπάθεια αποφυγής της τιμωρίας, αυτή αυτομάτως θα διπλασιάζεται. Να το θυμάσαι αυτό. Γιατί άλλο ένα χαστούκι που γίνεται δυο, και άλλο μια ντουζίνα με την ζώνη μου θα γίνονται είκοσι τέσσερις... Καμιά απορία ως εδώ;»
«Προς το παρόν, όχι κύριε. Συνεχίστε και θα σας πω άμα είναι, κύριε».

«Ωραία, συνεχίζω λοιπόν. Δεν θα έχεις το δικαίωμα να μιλάς χωρίς την άδεια μου. Επειδή ξέρω πως αυτό θα σου είναι λίγο δύσκολο στην αρχή, θα είμαι υπομονετικός και θα έχεις εβδομάδα προσαρμογής. Θα τρως όπως και τώρα ένα χαστούκι όποτε θα πέφτεις στο παράπτωμα αυτό. Όταν θα θέλεις να πάρεις τον λόγο, να με ρωτήσεις κάτι ή να αναφέρεις κάτι, θα το ρωτάς πρώτα».
«Μα πώς θα το κάνω αυτό;» φώναξα λίγο πιο δυνατά από το αναμενόμενο. Αυτό που μου έλεγε μου φαινότανε παράλογο. Πως θα ρωτούσα τον λόγο όταν απαγορευόταν να μιλάω;
«Σκύψε να φας το χαστούκι σου», είπε, «και θα σου πω. Και για να μάθεις να μην με διακόπτεις άλλη φορά θα φας και μια ανάποδη». Με είδε που δίσταζα. «Σκύψε είπα για’ θα φας τις διπλάσιες και πάει λέγοντας...»

Έσκυψα και μου άστραψε μια ανάποδη, και χωρίς να προλάβω να συνέλθω, μου σκάει άλλο ένα δυνατό σκαμπίλι στο άλλο μάγουλο. Πόνεσα και έβγαλα μια ψιλή κραυγή.

«Έτσι μπράβο. Και συνεχίζω με την ελπίδα να μην με ξαναδιακόψεις. Λοιπόν, όταν θα θέλεις να πάρεις τον λόγο, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις την λέξη "κύριε". Αυτό όλο: "Κύριε", και μετά μια παύση. Αν σου δώσω τον λόγο, θα πεις ή θα ρωτήσεις αυτό που θέλεις, αν όχι, τότε απλά το βουλώνεις και περιμένεις. Δεν έχεις το δικαίωμα να ξαναρωτήσεις την άδεια για να μιλήσεις αν δεν περάσουν πέντε λεπτά, ή τελειώσουμε ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνουμε εκείνη την στιγμή.

»Για παράδειγμα. Αν σε γαμάω από τον κώλο και εσύ πονάς, θα πεις: "Κύριε," και άμα σου πω: "ναι; τι;" ή οτιδήποτε που μπορεί να σημαίνει πως σου δίνω τον λόγο, εκφράζεις αυτό που θέλεις. Πάντα βέβαια με τον απαραίτητο σεβασμό. Πως τσούζει ο κώλος σου και θέλεις λιπαντικό, ή πως νιώθεις πως πρέπει να πας τουαλέτα, ή οτιδήποτε άλλο. Αλλά! Αν σε αγνοήσω, δεν θα σημαίνει πως δεν σε άκουσα. Ακούω και προσέχω πάντα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να νομίζεις εσύ! Εκεί που ’σαι ’σύ, εγώ ’μαι δυο βήματα παραπέρα. Όπότε, αν σε γράφω στ’ αρχίδια μου, είναι γιατί απλά γουστάρω να σε γράφω και πως αυτό είναι όλο μέρος της πραγματικότητας. Καταλαβαίνεις κουτάβι;»
«Νομίζω, κύριε».

«Ωραία. Τέλος, οι κώδικες. Μερικές φορές, όταν θα βλέπω πως ζορίζεσαι ή πως είσαι κοντά στα όρια σου θα σε ρωτάω "χρώμα". Εσύ θα δίνεις μία από τις τρεις απαντήσεις: πράσινο, κίτρινο ή πορτοκαλή, και τέλος κόκκινο. Αυτά τα χρώματα αντίστοιχα σημαίνουν: αντέχω άνετα, πονάω αλλά νιώθω πως αντέχω, και τέλος, πονάω αφόρητα και θέλω να σταματήσουμε τώρα. Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω;»
«Μάλιστα κύριε, νομίζω πως κατάλαβα, κύριε».
«Ωραία. Νιώθεις κάπως καλύτερα τώρα;»
«Οφείλω να ομολογήσω πως ναι, κύριε. Φαίνεστε να ’στε καλός γνώστης αυτών τον πραγμάτων. Μπορώ να λέω κάποιο χρώμα και χωρίς να ρωτήσω την άδειά σας για να μιλήσω;»
«Σωστή ερώτηση. Η απάντηση είναι όχι. Αυτές τις ερωτήσεις τις κάνω μόνο εγώ. Και μην φοβάσαι, ξέρω πότε να τις κάνω. Εξάλλου, πρέπει να έχει και λίγη αγωνία το παιχνίδι, δεν νομίζεις;»
«Μα άμα πονάω πολύ; Άμα είμαι στα όρια να πεθάνω;»
«Σκύψε...»

Έσκυψα. Με χαστούκισε και συνέχισε: «Πρώτον, δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνεις, και δεύτερον, γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει πάντα η λέξη κλειδί. Είναι μία λέξη που όταν την πεις, σταματάνε τα πάντα. Αλλά, σε προειδοποιώ: να μην την χρησιμοποιείς χωρίς λόγο, γιατί έτσι και το καταλάβω, θα σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα και την στιγμή που αποφάσισες να βγεις στο φως αυτού του κόσμου. Κατάλαβες μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε».

«Ωραία. Η λέξη θα είναι... Χμ... Κάτσε να το σκεφτούμε αυτό. Πρέπει να είναι κάτι ασυνήθιστο, κάτι άσχετο που να μην το λες συχνά και να μην σημαίνει τίποτα...»
«Κύριε;»
«Ναι, μικρέ;»
«Να προτείνω κάτι, κύριε;»
«Για πές...»
«"Θεσσαλονίκη", κύριε. Είναι η πόλη σας. Εύκολο να την θυμάμαι, και άσχετη να την πω σε ακατάλληλη στιγμή, κύριε. Τι λέτε, κύριε;»
«Λέω: Οκέι. Μπήκες στο κλίμα βλέπω. Ρώτησες σωστά για να πάρεις την άδειά μου να μιλήσεις, και η λέξη είναι απλή, εύκολη, και άσχετη με εμάς εδώ. Πολύ καλά. Λοιπόν... Στο μέλλον, ό,τι και να συμβεί, όσο και αν γκαρίζεις και σκούζεις από πόνο ή καύλα, αυτή η λέξη δεν θα λέγεται παρά μονάχα όταν είναι πραγματική ανάγκη. Συνεννοηθήκαμε μικρέ;»
«Μάλιστα! Κύριε».

«Πολύ ωραία. Λοιπόν, φτάνει για σήμερα. Βαρέθηκα να σου εξηγώ τέτοια εύκολα και αυτονόητα πράγματα. Το καλό που σου θέλω να μην έχεις άλλες δουλειές για απόψε... Έχεις;»
«Όχι κύριε. Μόνο το βραδινό των παιδιών από το—»
«Αυτό κανονιστικέ είπαμε», με διέκοψε. «Δεν είναι πια δική σου δουλειά να τους ταΐζεις. Λοιπόν. Από τώρα και μέχρι αύριο το πρωί, είσαι δικός μου. Καταλαβαίνεις μικρέ; Είσαι κατάδικός μου και θα κάνεις ό,τι σου λέω και ό,τι σε διατάξω, χωρίς αντιρρήσεις και χαζομάρες. Για κάθε σου ανυπακοή θα έχεις τιμωρία. Συμφωνήσαμε μικρέ;»

Δίστασα για λίγα δευτερόλεπτα. Η εμπειρία του που μου είχε κάνει μία κάποια εντύπωση, και λίγο ο φόβος να του πω όχι και να φανώ σαν ένας χαζός πουστράκος του χωριού που δεν ξέρει τελικά τι θέλει, με έκαναν να αποφασίσω και να συναινέσω.



Σηκώθηκε όρθιος και τεντώθηκε για να ξεπιάσει τους μύες του. Παρόλη την κοιλιά που είχε αποκτήσει στην μέση του, το υπόλοιπο σώμα ήταν ακόμη σφιχτό. Είδα τους μύες των χεριών και των ποδιών του να σφίγγονται και να πετάγονται επιβλητικά, και δεν μπόρεσα να μην τους θαυμάσω με κρυφή ζήλια.

«Φαντάζομαι θα έχεις μπάνιο έ, μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε. Φυσικά και έχω μπάνιο. Γιατί, κύριε;»
«Εσύ τι κάνεις συνήθως στο μπάνιο μικρέ; Πλάθεις κουλούρια; Για να μου κάνεις ένα καλό μπάνακι φυσικά».
«Εγώ, κύριε;»
«Ναι, εσύ. Τι είπαμε; Δεν είπαμε πως είσαι δικός μου; Πως θα κάνεις ό,τι σου ζητήσω. Ε, λοιπόν, θέλω να κάνω μπάνιο. Θέλω να πας μέσα, ν’ ανάψεις το θερμοσίφωνο για να ζεστάνεις λίγο το νερό, το θέλω χλιαρό, να ετοιμάσεις το μπάνιο, και όταν γυρίσω πίσω σε λίγα λεπτά, να μπω στο νερό, να χαλαρώσω, να μουλιάσω, και μετά να με τρίψεις παντού με το σφουγγάρι και να με πλύνεις πολύ-πολύ καλά. Καταλαβαίνεις μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα.
«Τράβα μέσα λοιπόν, όσο εγώ πάω να πάρω κάτι απ’ τ’ αμάξι».

Έπραξα όπως με διέταξε ο κύριος. Άναψα το θερμοσίφωνο και έστρωσα μια πετσέτα στα πλακάκια δίπλα στην μπανιέρα. Ευτυχώς που είμαι σχετικά καθαρός στα οικιακά μου και η μπανιέρα δεν ήθελε καθάρισμα. Βγήκα από την μπανιέρα την ώρα που ο κύριος Θανάσης έμπαινε στο σπίτι. Κρατούσε στο δεξί του χέρι μια μεγάλη μαύρη βαλίτσα η οποία φαινότανε κάπως βαριά, ακόμη και για τον ίδιο. Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι και την άνοιξε. Δεν μπορούσα να δω το περιεχόμενο της από την μεριά που βρισκόμουνα.

«Έλα δω μικρέ», είπε κοφτά. Τον πλησίασα και με διέταξε να κάτσω κάτω στα γόνατά μου. «Κλείσε τα μάτια σου και τέντωσε τον λαιμό σου», είπε.

Έκανα ό,τι με διέταξε. Ένοιωσα να τυλίγει και να σφίγγει κάτι γύρω στον λαιμό μου. Δεν ήτανε δύσκολο να καταλάβω πως μου έβαζε κάποιο λουρί, όπως αυτά που φοράνε όλοι οι σκλάβοι και που είχα δει χιλιάδες φορές σε φωτογραφίες στο ιντερνέτ.

Όταν τέλειωσε και μου είπε να ανοίξω τα μάτια μου, διαπίστωσα πως πράγματι, όχι μόνο είχε βάλει ένα μαύρο δερμάτινο λουρί γύρω από τον λαιμό μου, αλλά το είχε κλειδώσει κιόλας με μία μικρή κλειδαριά ώστε να μην μπορώ να το βγάλω. Όταν εξέφρασα τον φόβο μου για το τι θα συνέβαινα αν κάποιος με έβλεπε έτσι και δεν θα μπορούσα να το βγάλω, με είπε το βουλώσω και να μην φοβάμαι. Είπε πως τώρα αναλάμβανε αυτός τα ινία. Ψαχούλεψα το λουρί για λίγο ακόμη με τα χέρια μου, όταν με σταμάτησε λέγοντας πως θα το συνηθίσω πολύ-πολύ γρήγορα.

«Σε λίγο καιρό δεν θα μπορείς χωρίς αυτό γύρω απ’ τον λαιμό σου μικρέ», είπε. «Τώρα, βγάλε αυτή την φόρμα και το πουκάμισο και μείνε γυμνός, μόνο με το βρακί σου». Έκανα όπως διέταξε και γδύθηκα. «Για πλησίασε».

Πλησίασα και με άρπαξε δυνατά από το μπράτσο. Με μύρισε μερικές φορές και μόρφασε.

«Βρωμάς», είπε. Θα κάνεις κι εσύ μπάνιο μετά από μένα. Δεν θέλω βρομιάρικα σκυλιά στην δούλεψή μου. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία. Πάμε. Πρέπει να ’χει αρκετό ζεστό νερό τώρα. Πάμε μέσα».
Μπήκαμε στο μπάνιο όπου με διέταξε να τον γδύσω. Έκανα όπως είπε, και θαύμασα για άλλη μια φορά το μεγάλο πέος και τους επίσης μεγάλους όρχεις του. Το κατάλαβε και τραβώντας μου τα μαλλιά μου τα έτριψε στα μούτρα.

«Για να πάρεις αυτό τον πούτσο και να γευτείς την κρέμα απ’ αυτά τ’ αρχίδια, θα πρέπει πρώτα να κάνεις πράγματα για να τα κερδίσεις. Κατάλαβες μικρέ; Αυτό το εργαλείο δεν είναι για τον καθένα. Γι’ αυτό να προσέχεις τον κύριό σου για να λαμβάνεις και τ’ ανάλογα βραβεία».

Μπήκε στο μπάνιο αφού πρώτα με έβαλε να το γεμίσω με χλιαρό νερό. Όσο αυτός ήταν στο μπάνιο, με διέταξε να κάθομαι στα γόνατα δίπλα από την μπανιέρα. Τράβηξε μάλιστα την πετσέτα που είχα απλώσει στο πάτωμα λίγο παραπέρα ώστε να κάθομαι στα γυμνά πλακάκια.

Όταν μετά από κάνα τέταρτο ένοιωσε πως είχε μουλιάσει αρκετά, με διέταξε να του λούσω τα μαλλιά και κατόπιν να τον τρίψω παντού με το σφουγγάρι. Έκανα ό,τι με διέταξε, πλένοντας ακόμη και τα γεννητικά του όργανα. Όταν γύρισε για να του τρίψω την πλάτη και τους μηρούς, μου τόνισε να προσέχω ώστε να μην νιώσει σε καμία περίπτωση πως αμφισβητούσα ή προσέβαλα τον ανδρισμό του, εμμένοντας υπερβολικά στα κωλομέρια του. Αν έκρινα σωστά από τις αντιδράσεις του, πρέπει να το πήγα αρκετά καλά για πρώτη φορά. Βγήκε από το νερό και αφού τον σκούπισα καλά με μία πετσέτα, με διέταξε να μπω στο μπάνιο για να πλυθώ και εγώ.

Πήγα να γυρίσω το πόμολο για να αδειάσω το νερό όταν με σταμάτησε με μία απότομη διαταγή.

«Δεν έχεις ακούσει για το πρόβλημα της λειψυδρίας στην χώρα μικρέ; Οικονομία στο νερό».
«Μα κύριε, πως θα κάνω μπάνιο τότε;» τον ρώτησα ανυποψίαστος.
«Χαζός είσαι μικρέ; Δεν βλέπεις πως η μπανιέρα είναι γεμάτη;»
«Μα...»
Ένα δυνατό σκαμπίλι με έκανε να ξεχάσω τις αντιρρήσεις μου.
«Μπες μέσα και πλύσου», με διέταξε.

Έβγαλα το σλίπ μου και μπήκα μέσα στο νερό που είχε πλέον κρυώσει αρκετά, αλλά ευτυχώς λόγω της καλοκαιρινής ζέστας δεν ήτανε δυσάρεστα παγωμένο.

Δεν πρόλαβα να ξαπλώσω, όταν ένα άλλο δυνατό σκαμπίλι με έπιασε στα πράσα.

«Σου είπε κανένας βρε μαλακισμένο να βγάλεις το κωλοσώβρακό σου!»
«Ε... Όχι, κύριε. Αλλά...»
Ακολούθησε δεύτερο χαστούκι. Πιάστηκα από την μπανιέρα για να μην γλιστρήσω μέσα στο νερό.
«Τι είπαμε; Δεν θα αντιμιλάς! Σου έδωσα τον λόγο; Όχι! Θα απαντάς μονάχα σε ό,τι σε ρωτάνε. Κατάλαβες;!»
«Μάλιστα, κύριε», κλαψούρισα. Με είχε πονέσει διπλά.

Είχα μπερδευτεί και με είχε βρίσει. Η στάση του από έμπειρος αφέντης είχε γίνει στα ξαφνικά μάτια μου, παράλογη και κακή.

Μου πέταξε το σλίπ στα μούτρα και με διέταξε να το φορέσω, έστω και βρεγμένο.

«Δεν ζήτησα να δώ τον βρομόκωλό σου, και περισσότερο, δεν ζήτησα να δω την βρομερή ψωλή σου. Τι νομίζεις δηλαδή; Πως είμαι καμιά βρωμόπουστρα σαν και σένα που γουστάρει να βλέπει και να παίρνει ψωλές; Απάντησε!»
«Όχι, κύριε», ψέλλισα.

Κατάλαβα εκείνη την στιγμή τι εννοούσε. Θα έπρεπε να του συμπεριφέρομαι σαν κάποιος πραγματικά βαρύς μάγκας, κι όχι σαν κάποιος που γουστάρει το κορμί μου ερωτικά. Δεν ήμουν μια καυλιάρα ύπαρξη γι’ αυτόν, αλλά ένας πούστης που θα του κάνει τις δουλειές σαν σκλάβος, και θα την "τρώει" μόνον όταν ο κύριος το γουστάρει.

«Τώρα, κάνε μπάνιο και πλύσου καλά. Το βρακί δεν θα το βγάζεις μπροστά μου ποτέ! Μόνο αν σου το ζητήσω εγώ! Αυτό το βρομοψωλάκι που έχεις δεν θέλω να το βλέπω μπροστά μου όταν δεν το ζητάω. Συνεννοηθήκαμε;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Τότε τι περιμένεις;» με ρώτησε. «Πλύσου και έλα σε πέντε λεπτά στο σαλόνι. Καθαρό νερό θα χρησιμοποιήσεις μόνο για να ξεπλυθείς. Και μην τολμήσεις να βγάλεις το βρακί από πάνω σου».

Ξεκίνησα να βρέχομαι όταν πλησίασε πάλι δίπλα μου. Από το βλέμμα του κατάλαβα πως θα έπεφτε χαστούκι. Μου το έδωσε και μου εξήγησε τον λόγο.

«Όταν σου θα σου μιλάω, ακόμη και όταν δεν είναι ερώτηση που θέλει απάντηση, εσύ πάντα θα λές: "Μάλιστα κύριε". Κατάλαβες; Πάμε μια δοκιμή».
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάω στο σαλόνι».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα.
«Τι ωραία νύχτα που έχει σήμερα...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Και τι γαμημένο κοπρόσκυλο που έχω στην μπανιέρα...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ένα μικρό-μικρό και απαίδευτο κουτάβι...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Έτσι μπράβο... Μπήκες στο κλίμα. Πάω στο σαλόνι. Το καλό που σου θέλω να μην αργήσεις μικρέ», είπε και γύρισε να φύγει.
«Μάλιστα, κύριε».

Πλύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Η ιδέα πως λουζόμουνα στα νερά όπου είχα μόλις πριν από λίγο πλύνει τον κύριο Θανάση, με έκανε να νιώθω λίγο άβολα στην αρχή. Το πέος μου όμως που σκλήρυνε ελαφρά κάτω από το βρεγμένο ύφασμα του σλίπ, δήλωνε πως κατά βάθως, ίσως να το γούσταρα το όλο σκηνικό.

Τέλειωσα σχετικά γρήγορα και βάλθηκα να σκουπίζομαι με την πετσέτα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν έφταιγε το βρεγμένο ύφασμα ή η όλη φάση του πλυσίματος στα βρομόνερα και η αυταρχική επιβολή του κυρίου Θανάση επάνω μου, αλλά ήταν γεγονός πως είχα μία πλήρη στύση να με πιέζει κάτω από το σλίπ.

«Ακόμη δεν τελείωσες μικρέ;» ακούστηκε η φωνή του κυρίου Θανάση από το σαλόνι. «Σ’ άκουσα να βγαίνεις από το νερό. Τι σκατά κάνεις τόσην ώρα;»
«Έρχομαι κύριε», φώναξα από το μπάνιο. «Σκουπίζομαι».
«Έλα τώρα όπως είσαι. Τώρα όμως!»

Ο τόνος της φωνής του πρόδιδε πως δεν θα έπρεπε να τολμήσω να τον παρακούσω. Πέταξα την πετσέτα όπως-όπως και έτρεξα στο σαλόνι. Δεν είχα όμως σκουπίσει καλά τα πόδια μου, και όπως μπήκα τρέχοντας, γλίστρησα και σύρθηκα στο πάτωμα. Ευτυχώς η πτώση μου δεν ήταν άσχημη και δεν χτύπησα, ούτε κόπηκα κάπου. Απλώς πόνεσα λίγο στα πισινά όπως έσκασα στο πάτωμα. Ο κύριος Θανάσης ήρθε και στάθηκε από πάνω μου και με κοίταζε με ένα βλέμμα περιέργειας που με έκανε να νιώσω λίγο άβολα. Έτσι όπως στεκότανε από πάνω μου, δεν έκανα καμιά προσπάθεια να σηκωθώ και έμεινα να τον κοιτάζω παγωμένος.

«Τελικά είσαι ένα πραγματικά αδέξιο κουτάβι μικρέ», είπε. «Αλλ’ αυτό είναι που μ’ αρέσει πάνω σου... Και τι βλέπω εδώ; Το κουταβάκι έχει καύλες;»

Κοίταξα ντροπιασμένος τον καβάλο μου που εξείχε επιδεικτικά και πρόδιδε όσα θα προτιμούσα να είχα αποκρύψει.

«Τι σε καύλωσε τόσο πολύ κουταβάκι; Το να λούζεσαι στα νερά που πλύθηκε ο κύριός σου; Έννοια σου...» είπε και χαμογέλασε μειλίχια. «Έννοια σου και θα πλυθείς σε πολλά άλλα που θα σου δώσει ο κύριός σου κουτάβι. Τώρα σήκω, σκουπίσου, καθάρισε την ζημιά, βάλε καθαρό σώβρακο και έλα να με ντύσεις. Μετά, θα σου πω τι θα κάνουμε αυτή την βραδιά. Σε προειδοποιώ πως θα αγριέψουν αρκετά τα πράγματα, γι’ αυτό να ’σαι προετοιμασμένος».

Έκανα όπως με διέταξε. Πήρα μια πετσέτα, σκουπίστηκα για να βγουν οι λίγες σκόνες που είχαν κολλήσει επάνω στο νοτισμένο σώμα μου, σκούπισα και τις νεροπατημασιές μου στο πάτωμα και πήγα στο δωμάτιό μου όπου έβγαλα το βρεγμένο και φόρεσα ένα καθαρό μαύρο σλίπ.

Όταν μπήκα στο σαλόνι τον βρήκα να κάθεται αραχτός στην πολυθρόνα, γυμνός ακόμα, με την βαλίτσα ανοιγμένη μπροστά του.

«Έτοιμος μικρέ;» με ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε».
«Τότε έλα να με ντύσεις».

Τον πλησίασα και είδα την βαλίτσα. Είχε μέσα λογής-λογής πράγματα όπως δερμάτινες ζώνες, μερικές με μυτερά μεταλλικά καρφιά, μαστίγια, αλυσίδες, ραβδιά και άλλα είδη βασανισμού. Πάνω-πάνω ξεχώριζε ένα μαύρο δερμάτινο σλίπ. Ο κύριος Θανάσης έσκυψε και αφού το έπιασε το έτεινε προς τα μένα. Το πήρα στα χέρια μου και το περιεργάστηκα λίγο. Ήταν από σκληρό, σχεδόν άκαμπτο δέρμα. Είχε ένα μικρό φερμουάρ στο πάνω μπροστινό μέρος και ένα μεγάλο κοκάλινο κουμπί.

«Θέλετε να το φορέσω κύριε;» τον ρώτησα με περιέργεια.
«Μίλησες χωρίς να με ρωτήσεις μικρέ, αυτό σημαίνει τιμωρία. Σκύψε...»

Έσκυψα και έφαγα το χαστούκι μου. Μετά από τόσα χαστούκια σε μία και μόνο μέρα, το μάγουλο μου είχε γίνει πολύ ευερέθιστο, και παρόλο που υπό κανονικές συνθήκες το χαστούκι δεν θα θεωρούτανε πολύ δυνατό, εγώ πόνεσα και μάλιστα αρκετά.

«Άλλη φορά δεν θα μιλάς χωρίς να ζητήσεις την άδειά μου...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Είσαι ένα σκουπίδι...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Είσαι ένα σιχαμερό πλάσμα. Δεν είσαι άντρας, ούτε καν αγόρι. Είσαι ένα σίχαμα. Όχι μόνο γουστάρεις να τον παίρνεις από πίσω, ντροπιάζοντας το φύλο σου, την οικογένεια και την χώρα σου, αλλά είσαι και ένα χαζό πλάσμα που δεν μπορεί να ζήσει από μόνο του. Χρειάζεσαι κάποιον αληθινό άντρα, ένα που να σε διατάζει, να σε οργανώνει, και να σε κουμαντάρει στην ζωή σου...»
«Μάλιστα, κύριε».

«Μπράβο... Τουλάχιστον μπήκες στο νόημα της απάντησης όταν σου μιλάω», είπε, και συνέχισε: «Αυτό είναι το δικό μου εξάρτημα. Αυτό το φοράει μονάχα ένας δυνατός, σκληρός άντρας που έχει τα αρχίδια να το γεμίσει. Τι σκατά να γεμίσει το δικό σου το ψωλάκι;» είπε και γέλασε.

Δεν ήμουν κανένας ιδιαίτερα προικισμένος άντρας, αλλά ούτε και θα το χαρακτήριζα ως μικρό. Παρόλα αυτά, κατάφερε και με έκανε να νιώσω μικρός και άχρηστος.

«Έλα να μου το φορέσεις», είπε.

Τον πλησίασα και με δικές του βοηθητικές κινήσεις, το πέρασα στα πόδια του, το σήκωσα ως επάνω και το κούμπωσα με προσοχή να μην τον πληγώσω στο όργανο.

«Έτσι μπράβο... Σιγά-σιγά θα μαθαίνεις... και μην ανησυχείς... Έχουμε όλη την βραδιά μπροστά μας...» είπε, πιάνοντας το πιγούνι μου στο δυνατό του χέρι και πιέζοντας με να τον κοιτάξω στα μάτια. Είδα με φόβο, πως δεν αστειευότανε...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται: Μέρος 4°)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet