Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

8. Ο Μπάτσος και ο Αλβανός


[Ο νέος συγγραφέας του blog μας λέγεται "Skllavi" και είναι από την Αθήνα. Έχει μόνιμη σχέση Slave-master με έναν Αλβανό μετανάστη. Πολλές φορές παίζουν «παιχνίδια» όπου ο ίδιος υποδύεται τον Αλβανό μετανάστη, ενώ ο Master του τον ρόλο του «κακού» έλληνα μπάτσου. Παρακαλείται το παρακάτω κείμενο να μην κριθεί με ρατσιστική αντίληψη, αλλά ως μία σαδιστική ιστορία άγριου sex μεταξύ δύο συναινούντων ενηλίκων. Καλή σας ανάγνωση. Αν σας αρέσει, περάστε μία βόλτα από τον blog του.]


Αγαπητέ Αλέξανδρε σου στέλνω την παρακάτω ιστορία, κι αν σε ενδιαφέρει μπορείς να την δημοσιεύσεις στο blog σου.


Μόλις μπήκα στο διαμέρισμά του, ο Αφέντης με διέταξε να πάω αμέσως να ετοιμαστώ. Σήμερα ο Αφέντης θα έπαιζε τον ρόλο του μπάτσου που έπιασε έναν αλβανό λαθρομετανάστη.

Εγώ πήγα αμέσως στο μπάνιο που από δω και πέρα θα έπαιζε τον ρόλο της φυλακής.

Έβγαλα τα ρούχα μου και φόρεσα δύο άθλια εσώρουχα που κουβαλούσα από το σπίτι μου. Ένα άσπρο φανελάκι βρώμικο, κι ένα σώβρακο παλιομοδίτικο σαν και αυτά που φορούν στην Αλβανία. Ήμουν ξυπόλητος και καθισμένος στο υγρό πάτωμα περίμενα τον μπάτσο.

Ο μπάτσος μπαίνει μέσα στο κελί. Εγώ σηκώνομαι όρθιος. Γελάει σαδιστικά και απότομα με διατάζει.

-Γδύσου!

Εγώ υποτακτικά βγάζω τα άθλια εσώρουχα και προσπαθώ να κρύψω τα αχαμνά μου. Με έδεσε πισθάγκωνα.

-Γονάτισε, βρομιάρη, μου ’πε.

Άρχισε να κάνει γύρους γύρω μου, με άρπαξε από τα μαλλιά και με έβρισε χυδαία.

-Φοβάσαι; με ρωτάει. Είσαι εντελώς απροστάτευτος. Οι άλλοι μπάτσοι έχουν φύγει. Σίγουρα δεν έχεις ξαναπάθει τέτοιο πράγμα. Είμαι Αφέντης και κύριος σου και θα σε κάνω ότι θέλω. Κατάλαβες, βρωμοαλβανέ;
-Μάλιστα.
-Μάλιστα, τι;
-Μάλιστα αφέντη.
Από κει και περα δεν έβγαλα άχνα.
-Πούστη, πουτάνα, ξεσκισμένε, Φώναζε ο μπάτσος.

Ξαφνικά του έρχεται μια ιδέα. Γονατίζει μπροστά μου, βγάζει το παπόρι του και κοιτάζοντας τα ξετρελαμένα από το φόβο μάτια μου, αρχίζει να κατουράει στα μούτρα μου. Κανείς ασφαλώς δεν μου είχε φερθεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν μπορούσα να αντιδράσω. Ήμουν δεμένος και δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρι μου για να προστατευτώ. Ο μπάτσος με ξαναπιάνει από τα μαλλιά και μου σηκώνει το κεφάλι για να καταβρέξει τα χείλη μου.

-Μην προσπαθείς να προστατευτείς, σιχαμένο πλάσμα, σφυρίζει ανάμεσα στα δόντια του και μου δίνει δύο χαστούκια.
-Λύσε με παρακαλούσα. Άσε με να φύγω. Φοβάμαι! Είσαι τρελός!
-Σκασμός, παλιοβρώμε.

Ρουφάω τη στυφή μυρουδιά των ούρων του, που ανακατεύονται με τον ιδρώτα μου και ύστερα μου σηκώνει πάλι το κεφάλι και μου δίνει άλλα δύο χαστούκια.

-Για σένα έχω μόνο ένα όνομα: Αφέντης. Κατάλαβες; ΑΦΕΝΤΗΣ! ΕΙΜΑΙ Ο ΑΦΕΤΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ ΣΟΥ!!!

Στον τοίχο κρέμονταν κάτι σχοινιά που χρησίμευαν για μαστίγια.

-Είσαι ένας σκατιάρης αλβανός, μια πουτάνα που ψάχνει να γεμίσει τις τρύπες του με χύσια μπάτσου. Συμφωνείς;

Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή.

-Φςςς, σφυρίζουν τα μαστίγια στον αέρα.
-Ουουου... ουρλιάζω εγώ. Τα δόντια μου κτυπάνε ενώ σφίγγω τα μπούτια μου και προσπαθώ να προστατεύσω το αδύνατο σημείο.
-Είσαι μια πουτάνα που σου αρέσουν τα χύσια. Πες το. Και κατεβάζει πάλι το μαστίγιο έτσι που τώρα να αγγίζει η ουρά του στην κοιλιά του κατουρημένου αλβανού.
-Πες το, μου λέει μετά από κάθε κτύπημα.

Λυγίζω και σχεδόν λιπόθυμος ψελλίζω: Συμφωνώ ... Είμαι μια πουτάνα... που... της... αρέσουν... τα... χύσια.
-Έτσι μπράβο. Και τώρα θα πάρεις την αμοιβή σου.

Βάζει το δάκτυλο στο υγρό μου στόμα, ξεσφίγγει τα δόντια και χώνει ανάμεσα στα παχιά μου χείλη τον καυτό του πούτσο.

-Μην κλείσεις τα μάτια, παλιοβρόμα. Απλά καθάρισε τον πούτσο μου από τα κάτουρα. Έτσι μπράβο.

Κι ενώ του καθάριζα το πουλί, αμόλησε ότι κάτουρο του είχε απομείνει στο στόμα μου.

-Κατάπιε το. Μην τολμήσεις να το φτύσεις. Το κάτουρο του αφέντη είναι αγιασμός για έναν αλβανό, είπε γελώντας σαρκαστικά.

Το κελί του αλβανού έμοιαζε τώρα με ένα αηδιαστικό δημόσιο ουρητήριο. Ήταν πνιγμένο στα βρομόνερα. Ο μπάτσος με διέταξε να το σφουγγαρίσω.

-Το κελί σου βρωμάει μαλάκα. Σε δέκα λεπτά θα έλθω να επιθεωρήσω και τα θέλω όλα καθαρά. Ν’ αστράφτουν. Άκουσες;

Πήρα ένα πανί κι άρχισα να στραγγίζω τα κάτουρα στη λεκάνη. Έπειτα σφουγγάρισα πάλι με καθαρό νερό. Σε δέκα λεπτά πράγματι ήλθε θυμωμένος.

-Τι κανείς βρε μαλάκα; Έτσι υποδέχεσαι τον αφέντη σου; Φόρα γρήγορα τα βρωμοεσώρουχα σου και γονάτισε. Πιο βαθιά βρομιάρη. Ν’ ακουμπά το πρόσωπό σου στο πάτωμα. Μου έδεσε τα χέρια και μου είπε: Εμπρός πάμε για ανάκριση.

Κλωτσώντας με, με ανάγκασε να σέρνομαι στο πάτωμα ώσπου έφτασα στην κρεβατοκάμαρα όπου από τώρα και στο έξης θα έπαιζε το ρόλο του ανακριτικού γραφείου.

Ο μπάτσος σταμάτησε μπροστά στο αλυσοδεμένο ζώο: εμένα.

-Πως σε λένε σιχαμένο πλάσμα;
Δεν απάντησα.
-Όταν σε ρωτάω να απαντάς αμέσως, βρωμερή τρύπα, αγρίεψε ο μπάτσος. Ο αφέντης περιμένει κι έδωσε μια κλωτσιά στα πλευρά μου και έπεσα στο πλάι.
-Με λένε Αλία, Αφέντη, ψιθύρισα.
-Υπέροχα. Θα με υπακούς σε ότι σου λέω και θα περάσουμε όλοι μας μια χαρά. Το κατάλαβες; είπε κι άρπαξε μια χονδρή λουρίδα σχοινί. Τώρα Αλία, θα σε μαστιγώσω όπως αξίζει σ’ ένα σκουλήκι σαν και εσένα. Μ’ αρέσει να βλέπω τη σάρκα των αλβανών που πιάνω χαρακωμένη από τον βούρδουλα μου. Έχεις καμιά αντίρρηση;
-Όχι είπα εγώ. Κατάλαβα γρήγορα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να αλλάξω την κατάσταση. Βρέθηκα κρεμασμένος με τις μύτες των ποδιών μου, μόλις ν’ ακουμπάνε στο πάτωμα.

Ο μπάτσος δεν έχασε καθόλου χρόνο. Τράβηξε το βρακί μου και με μια απότομη κίνηση το κατέβασε χαμηλά στα πόδια μου. Το έβγαλε τελείως και το πέταξε μακριά

-Ήλθε η ώρα να σου μάθω τι σημαίνει σωστή συμπεριφορά.

Γούρλωσα τα μάτια μου από τον τρόμο. Ο μπάτσος με πλησίασε, σήκωσε το χέρι ψηλά και κατέβασε με δύναμη τον βούρδουλα στον κώλο μου. Το ουρλιαχτό μου αντήχησε στο δωμάτιο. Ο μπάτσος έβρεξε μια κάλτσα και μεν φίμωσε. Ο βούρδουλας ξανάπεσε στο τριχωτό άθλιο πισινό μου. Στριφογύριζε στα σχοινιά ενώ το μαστίγιο προσγειωνόταν μανιασμένα στη σάρκα μου που ζεμάταγε.

-Νιώθεις έτοιμος να υπακούσεις τώρα; ρώτησε ο μπάτσος έπειτα από σαράντα κτυπήματα.
- Μμμμ... μούγκρισα.

Ο μπάτσος με έλυσε και εγώ έτριβα το πονεμένο κορμί που πονούσε φρικτά.

-Γονάτισε σκουλήκι και τράβα να φέρεις ένα κουβά να σφουγγαρίσεις εδώ μέσα.

Δούλευα σαν σκλάβος ενώ εκείνος καθόταν σε μια πολυθρόνα και με διέταζε, κρατώντας όπως αρμόζει σε έναν επιστάτη, μια μακριά βίτσα, έτοιμος να με δείρει όταν εγώ τεμπέλιαζα. Μου φερόταν σκληρά, σχεδόν απάνθρωπα. Με πρόσταζε να πίνω από τα βρομόνερα του κουβά. Έφτυνε κάθε τόσο στο κορμί μου. Άλλοτε έφτυνε στο πάτωμα και μου ζητούσε να τα γλύψω.

-Το Χολ θέλω να το σφουγγαρίσεις με τη γλώσσα, είπε, κι εγώ υπάκουσα.

Έπειτα του έπλυνα κάτι ρούχα του, βρώμικα βρακιά και κάλτσες που είχε σε έναν κουβά.

-Φέρε μια λεκάνη νερό και έλα να μου πλύνεις τα πόδια βρομιάρη.

Υπάκουσα, έφερα μια λεκάνη με νερά έσκυψα σαν τον χειρότερο δούλο και του έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Έβαλα τα πόδια του στο νερό, όμως αυτός τινάχτηκε θυμωμένος.

-Τι κάνεις βρε μαλάκα; Με κρύο νερό θα πλύνεις τα πόδια του αφέντη σου, κωλοαλβανέ; Σκύψε, θα σε μαστιγώσω δέκα φορές για τιμωρία.

Αναγκάστηκα να πέσω και πάλι στα τέσσερα. Ο μπάτσος πήρε ένα λεπτό μαστίγιο και το δίπλωσε στη μέση θαυμάζοντας την ελαστικότητα μου.

-Επειδή δεν παίρνεις από λόγια, πρέπει να μιλήσει το μαστίγιο στο τομάρι σου.

Κατέβασε το μαστίγιο πάνω στα κωλομέρια μου. Το δερμάτινο καμουτσίκι μου χάραξε έπειτα τα πλευρά και τις σάρκες μου.

Ήδη σε πολλά σημεία που είχε πέσει από το πρωί το μαστίγιο άρχισε να τρέχει αίμα. Από κάποια στιγμή και έπειτα δεχόμουν μοιρολατρικά το μαστίγωμα αφού και να ήθελα δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ο μπάτσος γελώντας άρχισε να μου γαργαλάει τα αρχίδια με την άκρη του μαστιγίου.

-Φέρε τώρα ζεστό νερό για να μου πλύνεις τα πόδια.

Άρχισα να του πλένω τις πατούσες, όμως ο μπάτσος με διέκοψε.

-Πάρε πρώτα τον ιδρώτα και τη πρώτη βρώμα με τη γλώσσα σου. Άρχισα να του γλύφω τα σχεδόν άτριχα πόδια, και ρουφούσα ένα ένα τα δάκτυλα, όπως με διέταζε.
-Και τις πατούσες! Μου έλεγε γελώντας. Και τα παπούτσια, και γρήγορα μην σε σπάσω στο ξύλο.

Αφού του έγλυψα τα πόδια με έσυρε προς το κρεβάτι και με πρόσταξε πάλι να γονατίσω. Στάθηκε εμπρός στον φοβισμένο μου εαυτό.

-Άνοιξε το παντελόνι μου.
Τρέμοντας άπλωσα το χέρι μου και κατέβασα το φερμουάρ.
-Βγάλε τον πούτσο μου έξω. Ακούμπησε με την πλάτη του πίσω στον τοίχο και άναψε τσιγάρο απολαμβάνοντας το θέαμα. Έψαξα μέσα στο βρακί του μπάτσου και βρήκα το καυλί του. Το έβγαλα έξω και ο φόβος μεγάλωσε περισσότερο. Μπροστά στα τρομαγμένα μάτια μου παρουσιάστηκε ένα πελώριο χονδρό και σκληρό καυλί.
-Γλύφτον μου, διέταξε ο μπάτσος.
-Αχ... Όχι, πήγα να ψιθυρίσω, αλλά ο μπάτσος έσπρωξε προς τα εμπρός τον πούτσο του και μου το ακούμπησε στα χείλη.
-Ρούφηξε τον στο στόμα σου, είπε.
-Όχι,όχι, κλαψούρισα.
Ο Μπάτσος αγριεμένος με βούτηξε από τα μαλλιά.
-Τι είπαμε ότι θα κάνεις όταν σου λέω κάτι; με απείλησε.

Με τράβηξε γερά από τα μαλλιά και με ανάγκασε να ανοίξω τα χείλη για να χώσει το χονδρό καυλί του βαθιά μέσα στο στόμα μου.

-Τώρα τσουλάκι, όταν εγώ θα σου λέω γλείφτον, εσύ τι θα απαντάς;
- Μά..λι..στα.. κύριεε, ψέλλισα μπουκωμένος.
-Μπράβο! Και τώρα πάρε μου μια πίπα στα γρήγορα γιατί έχω δουλειά. Και πρόσεξε να κάνεις καλή δουλειά γιατί την έβαψες. Θα τα ρουφήξεις όλα με το υπέροχο στοματάκι σου. Μην τυχόν σου ξεφύγει καμία σταγόνα ψωλόχυμα όταν θα σε χύσω γιατί την έβαψες. Έτσι πουτανάκι γλύψε το καυλί μου! Πρόσεχε τα γαμημένα δόντια σου βρομιάρη γιατί έτσι και με πονέσεις θα σε σχίσω! Θα σε μαστιγώσω μέχρι να σε κόψω φέτες, φώναξε ο μπάτσος από την ηδονή. Άνοιξε περισσότερο τα πόδια του για να στηρίζεται καλύτερα και έχωνε το παλούκι του στο αβοήθητο στόμα μου.

-ΝΑΙ ΕΤΣΙ. ΑΧ! ΕΤΣΙ ΜΠΡΑΒΟ. ΘΑ ΣΕ ΧΎΣΩ ΚΩΛΟΑΛΒΑΝΕ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΝΑ ΤΑ ΡΟΥΦΗΞΕΙΣ ΟΛΑ!!

Ο πούτσος του πρήσθηκε κι άλλο και καρφώθηκε βαθιά στο λαιμό μου. Το κεφάλι του Σπρώχτηκε προς τα πίσω καθώς το θεόρατο παλούκι του χωνόταν στο λαρύγγι μου, αλλά τα χέρια του μπάτσου δυνάμωσαν το τράβηγμα στα μαλλιά μου για να με κρατήσουν στη θέση μου.

-ΕΛΑ! ΕΤΣΙ;! ΑΑΑΧ. ΝΑΙ!!!, ούρλιαξε ο άντρας καθώς τα πόδια του τινάχτηκαν και η ψωλάρα του άρχισε να χύνει στο στόμα μου. Γέμισε το στόμα μου. Τα χύσια κύλησαν στα χείλη μου.
-ΡΟΥΦΑ ΤΑ ΟΛΑ ΠΟΥΣΤΗ, γαμώ το... ΧΎΝΩΩΩ. ΠΑΡΤΑ ΣΤΗ ΣΤΟΜΑΤΆΡΑ ΣΟΥ ΣΚΛΑΒΕ!
Μερικές σταγόνες έπεσαν στο βρώμικο τσιμεντένιο πάτωμα.
-Παλιοσκατό! Δεν σου είπα να τα καταπιείς όλα;

Το παλούκι βγήκε από το στόμα μου και άδειασε τις τελευταίες σταγόνες στο στήθος και τα μάγουλα αλλά αρκετό έπεσε στο πάτωμα.

-Βλέπεις αυτά τα χύσια στα βυζιά σου; Πάρτα όλα και γλυφά. Τώρα αμέσως πριν κρυώσουν. Και μετά από λίγο: Για να δούμε πόσο καλά έμαθες να υπακούς! Υπάρχουν χρυσία και στο πάτωμα βρώμε. Γονάτισε και γλύψε και αυτά.

Τα χύσια αυτά είχαν ανακατευτεί με τη σκόνη και τη βρωμιά του πατώματος. Ο μπάτσος αδιαφορούσε. Απλώς ήθελε την πλήρη υποταγή του συλληφθέντα. Στάθηκε μπροστά μου και μεν απείλησε με το μαστίγιο. Την ίδια στιγμή ακούμπησε το παπούτσι του στο σβέρκο μου. Κι ενώ έγλυφα, έβγαλε τη ζώνη του και με μαστίγωνε στα κατακόκκινα κωλομάγουλα.

Ύστερα άρχισε να μου βγάζει κάτι φωτογραφίες. Μου φόρεσε το βρακί στο κεφάλι για να κρύψω το πρόσωπό μου και μετά με διέταζε να στέκομαι σε διάφορες άσεμνες στάσεις: Πεσμένο στα τέσσερα και να ανοίγω τα κωλομέρια μου και να δείχνω την τριχωτή κωλοτρυπίδα μου. Ξαπλωμένο με τα πόδια όρθια και να χώνω την λαβή ενός σφυριού στον κώλο μου. Να με κατουράει στα μούτρα και εγώ να απολαμβάνω τα ούρα του. Με μαστίγωσε αλύπητα και μετά με έδεσε και φωτογράφισε από κοντά τις πληγές. Με έβαλε τέλος να τραβήξω μαλακία στέκοντας στο ένα πόδι.

-Έτσι μπράβο... Μαθαίνεις σιγά σιγά. Σήκω πάνω, μάζεψε το βρακί σου και άντε για ύπνο. Αύριο θα δοκιμάσω με κάτι φίλους μου να σου σχίσουμε τον κώλο και χρειάζεσαι ξεκούραση.


Υ.Γ.: Για να μην φανεί ότι έχω ρατσιστική διάθεση, διευκρινίζω ότι ο αφέντης μου είναι Αλβανός, κι ότι εκείνο το βράδυ έπαιζε το ρόλο του μπάτσου.



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Skllavi


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

όχι ρε φιλαράκι!!! αν θες να κάνεις παιχνίδι με Αλβανούς θα κρατάς το ρόλο του αφέντη δικό σου!! αυτό μας έλειπε οι Αλβανοί να μας γαμάνε ..

Ανώνυμος είπε...

Oxi re

Ανώνυμος είπε...

Felo ki ego na glipso podia batsou k poutsa 13xronon ime!