Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

8. Ο Μπάτσος και ο Αλβανός


[Ο νέος συγγραφέας του blog μας λέγεται "Skllavi" και είναι από την Αθήνα. Έχει μόνιμη σχέση Slave-master με έναν Αλβανό μετανάστη. Πολλές φορές παίζουν «παιχνίδια» όπου ο ίδιος υποδύεται τον Αλβανό μετανάστη, ενώ ο Master του τον ρόλο του «κακού» έλληνα μπάτσου. Παρακαλείται το παρακάτω κείμενο να μην κριθεί με ρατσιστική αντίληψη, αλλά ως μία σαδιστική ιστορία άγριου sex μεταξύ δύο συναινούντων ενηλίκων. Καλή σας ανάγνωση. Αν σας αρέσει, περάστε μία βόλτα από τον blog του.]


Αγαπητέ Αλέξανδρε σου στέλνω την παρακάτω ιστορία, κι αν σε ενδιαφέρει μπορείς να την δημοσιεύσεις στο blog σου.


Μόλις μπήκα στο διαμέρισμά του, ο Αφέντης με διέταξε να πάω αμέσως να ετοιμαστώ. Σήμερα ο Αφέντης θα έπαιζε τον ρόλο του μπάτσου που έπιασε έναν αλβανό λαθρομετανάστη.

Εγώ πήγα αμέσως στο μπάνιο που από δω και πέρα θα έπαιζε τον ρόλο της φυλακής.

Έβγαλα τα ρούχα μου και φόρεσα δύο άθλια εσώρουχα που κουβαλούσα από το σπίτι μου. Ένα άσπρο φανελάκι βρώμικο, κι ένα σώβρακο παλιομοδίτικο σαν και αυτά που φορούν στην Αλβανία. Ήμουν ξυπόλητος και καθισμένος στο υγρό πάτωμα περίμενα τον μπάτσο.

Ο μπάτσος μπαίνει μέσα στο κελί. Εγώ σηκώνομαι όρθιος. Γελάει σαδιστικά και απότομα με διατάζει.

-Γδύσου!

Εγώ υποτακτικά βγάζω τα άθλια εσώρουχα και προσπαθώ να κρύψω τα αχαμνά μου. Με έδεσε πισθάγκωνα.

-Γονάτισε, βρομιάρη, μου ’πε.

Άρχισε να κάνει γύρους γύρω μου, με άρπαξε από τα μαλλιά και με έβρισε χυδαία.

-Φοβάσαι; με ρωτάει. Είσαι εντελώς απροστάτευτος. Οι άλλοι μπάτσοι έχουν φύγει. Σίγουρα δεν έχεις ξαναπάθει τέτοιο πράγμα. Είμαι Αφέντης και κύριος σου και θα σε κάνω ότι θέλω. Κατάλαβες, βρωμοαλβανέ;
-Μάλιστα.
-Μάλιστα, τι;
-Μάλιστα αφέντη.
Από κει και περα δεν έβγαλα άχνα.
-Πούστη, πουτάνα, ξεσκισμένε, Φώναζε ο μπάτσος.

Ξαφνικά του έρχεται μια ιδέα. Γονατίζει μπροστά μου, βγάζει το παπόρι του και κοιτάζοντας τα ξετρελαμένα από το φόβο μάτια μου, αρχίζει να κατουράει στα μούτρα μου. Κανείς ασφαλώς δεν μου είχε φερθεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν μπορούσα να αντιδράσω. Ήμουν δεμένος και δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρι μου για να προστατευτώ. Ο μπάτσος με ξαναπιάνει από τα μαλλιά και μου σηκώνει το κεφάλι για να καταβρέξει τα χείλη μου.

-Μην προσπαθείς να προστατευτείς, σιχαμένο πλάσμα, σφυρίζει ανάμεσα στα δόντια του και μου δίνει δύο χαστούκια.
-Λύσε με παρακαλούσα. Άσε με να φύγω. Φοβάμαι! Είσαι τρελός!
-Σκασμός, παλιοβρώμε.

Ρουφάω τη στυφή μυρουδιά των ούρων του, που ανακατεύονται με τον ιδρώτα μου και ύστερα μου σηκώνει πάλι το κεφάλι και μου δίνει άλλα δύο χαστούκια.

-Για σένα έχω μόνο ένα όνομα: Αφέντης. Κατάλαβες; ΑΦΕΝΤΗΣ! ΕΙΜΑΙ Ο ΑΦΕΤΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ ΣΟΥ!!!

Στον τοίχο κρέμονταν κάτι σχοινιά που χρησίμευαν για μαστίγια.

-Είσαι ένας σκατιάρης αλβανός, μια πουτάνα που ψάχνει να γεμίσει τις τρύπες του με χύσια μπάτσου. Συμφωνείς;

Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή.

-Φςςς, σφυρίζουν τα μαστίγια στον αέρα.
-Ουουου... ουρλιάζω εγώ. Τα δόντια μου κτυπάνε ενώ σφίγγω τα μπούτια μου και προσπαθώ να προστατεύσω το αδύνατο σημείο.
-Είσαι μια πουτάνα που σου αρέσουν τα χύσια. Πες το. Και κατεβάζει πάλι το μαστίγιο έτσι που τώρα να αγγίζει η ουρά του στην κοιλιά του κατουρημένου αλβανού.
-Πες το, μου λέει μετά από κάθε κτύπημα.

Λυγίζω και σχεδόν λιπόθυμος ψελλίζω: Συμφωνώ ... Είμαι μια πουτάνα... που... της... αρέσουν... τα... χύσια.
-Έτσι μπράβο. Και τώρα θα πάρεις την αμοιβή σου.

Βάζει το δάκτυλο στο υγρό μου στόμα, ξεσφίγγει τα δόντια και χώνει ανάμεσα στα παχιά μου χείλη τον καυτό του πούτσο.

-Μην κλείσεις τα μάτια, παλιοβρόμα. Απλά καθάρισε τον πούτσο μου από τα κάτουρα. Έτσι μπράβο.

Κι ενώ του καθάριζα το πουλί, αμόλησε ότι κάτουρο του είχε απομείνει στο στόμα μου.

-Κατάπιε το. Μην τολμήσεις να το φτύσεις. Το κάτουρο του αφέντη είναι αγιασμός για έναν αλβανό, είπε γελώντας σαρκαστικά.

Το κελί του αλβανού έμοιαζε τώρα με ένα αηδιαστικό δημόσιο ουρητήριο. Ήταν πνιγμένο στα βρομόνερα. Ο μπάτσος με διέταξε να το σφουγγαρίσω.

-Το κελί σου βρωμάει μαλάκα. Σε δέκα λεπτά θα έλθω να επιθεωρήσω και τα θέλω όλα καθαρά. Ν’ αστράφτουν. Άκουσες;

Πήρα ένα πανί κι άρχισα να στραγγίζω τα κάτουρα στη λεκάνη. Έπειτα σφουγγάρισα πάλι με καθαρό νερό. Σε δέκα λεπτά πράγματι ήλθε θυμωμένος.

-Τι κανείς βρε μαλάκα; Έτσι υποδέχεσαι τον αφέντη σου; Φόρα γρήγορα τα βρωμοεσώρουχα σου και γονάτισε. Πιο βαθιά βρομιάρη. Ν’ ακουμπά το πρόσωπό σου στο πάτωμα. Μου έδεσε τα χέρια και μου είπε: Εμπρός πάμε για ανάκριση.

Κλωτσώντας με, με ανάγκασε να σέρνομαι στο πάτωμα ώσπου έφτασα στην κρεβατοκάμαρα όπου από τώρα και στο έξης θα έπαιζε το ρόλο του ανακριτικού γραφείου.

Ο μπάτσος σταμάτησε μπροστά στο αλυσοδεμένο ζώο: εμένα.

-Πως σε λένε σιχαμένο πλάσμα;
Δεν απάντησα.
-Όταν σε ρωτάω να απαντάς αμέσως, βρωμερή τρύπα, αγρίεψε ο μπάτσος. Ο αφέντης περιμένει κι έδωσε μια κλωτσιά στα πλευρά μου και έπεσα στο πλάι.
-Με λένε Αλία, Αφέντη, ψιθύρισα.
-Υπέροχα. Θα με υπακούς σε ότι σου λέω και θα περάσουμε όλοι μας μια χαρά. Το κατάλαβες; είπε κι άρπαξε μια χονδρή λουρίδα σχοινί. Τώρα Αλία, θα σε μαστιγώσω όπως αξίζει σ’ ένα σκουλήκι σαν και εσένα. Μ’ αρέσει να βλέπω τη σάρκα των αλβανών που πιάνω χαρακωμένη από τον βούρδουλα μου. Έχεις καμιά αντίρρηση;
-Όχι είπα εγώ. Κατάλαβα γρήγορα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να αλλάξω την κατάσταση. Βρέθηκα κρεμασμένος με τις μύτες των ποδιών μου, μόλις ν’ ακουμπάνε στο πάτωμα.

Ο μπάτσος δεν έχασε καθόλου χρόνο. Τράβηξε το βρακί μου και με μια απότομη κίνηση το κατέβασε χαμηλά στα πόδια μου. Το έβγαλε τελείως και το πέταξε μακριά

-Ήλθε η ώρα να σου μάθω τι σημαίνει σωστή συμπεριφορά.

Γούρλωσα τα μάτια μου από τον τρόμο. Ο μπάτσος με πλησίασε, σήκωσε το χέρι ψηλά και κατέβασε με δύναμη τον βούρδουλα στον κώλο μου. Το ουρλιαχτό μου αντήχησε στο δωμάτιο. Ο μπάτσος έβρεξε μια κάλτσα και μεν φίμωσε. Ο βούρδουλας ξανάπεσε στο τριχωτό άθλιο πισινό μου. Στριφογύριζε στα σχοινιά ενώ το μαστίγιο προσγειωνόταν μανιασμένα στη σάρκα μου που ζεμάταγε.

-Νιώθεις έτοιμος να υπακούσεις τώρα; ρώτησε ο μπάτσος έπειτα από σαράντα κτυπήματα.
- Μμμμ... μούγκρισα.

Ο μπάτσος με έλυσε και εγώ έτριβα το πονεμένο κορμί που πονούσε φρικτά.

-Γονάτισε σκουλήκι και τράβα να φέρεις ένα κουβά να σφουγγαρίσεις εδώ μέσα.

Δούλευα σαν σκλάβος ενώ εκείνος καθόταν σε μια πολυθρόνα και με διέταζε, κρατώντας όπως αρμόζει σε έναν επιστάτη, μια μακριά βίτσα, έτοιμος να με δείρει όταν εγώ τεμπέλιαζα. Μου φερόταν σκληρά, σχεδόν απάνθρωπα. Με πρόσταζε να πίνω από τα βρομόνερα του κουβά. Έφτυνε κάθε τόσο στο κορμί μου. Άλλοτε έφτυνε στο πάτωμα και μου ζητούσε να τα γλύψω.

-Το Χολ θέλω να το σφουγγαρίσεις με τη γλώσσα, είπε, κι εγώ υπάκουσα.

Έπειτα του έπλυνα κάτι ρούχα του, βρώμικα βρακιά και κάλτσες που είχε σε έναν κουβά.

-Φέρε μια λεκάνη νερό και έλα να μου πλύνεις τα πόδια βρομιάρη.

Υπάκουσα, έφερα μια λεκάνη με νερά έσκυψα σαν τον χειρότερο δούλο και του έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Έβαλα τα πόδια του στο νερό, όμως αυτός τινάχτηκε θυμωμένος.

-Τι κάνεις βρε μαλάκα; Με κρύο νερό θα πλύνεις τα πόδια του αφέντη σου, κωλοαλβανέ; Σκύψε, θα σε μαστιγώσω δέκα φορές για τιμωρία.

Αναγκάστηκα να πέσω και πάλι στα τέσσερα. Ο μπάτσος πήρε ένα λεπτό μαστίγιο και το δίπλωσε στη μέση θαυμάζοντας την ελαστικότητα μου.

-Επειδή δεν παίρνεις από λόγια, πρέπει να μιλήσει το μαστίγιο στο τομάρι σου.

Κατέβασε το μαστίγιο πάνω στα κωλομέρια μου. Το δερμάτινο καμουτσίκι μου χάραξε έπειτα τα πλευρά και τις σάρκες μου.

Ήδη σε πολλά σημεία που είχε πέσει από το πρωί το μαστίγιο άρχισε να τρέχει αίμα. Από κάποια στιγμή και έπειτα δεχόμουν μοιρολατρικά το μαστίγωμα αφού και να ήθελα δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ο μπάτσος γελώντας άρχισε να μου γαργαλάει τα αρχίδια με την άκρη του μαστιγίου.

-Φέρε τώρα ζεστό νερό για να μου πλύνεις τα πόδια.

Άρχισα να του πλένω τις πατούσες, όμως ο μπάτσος με διέκοψε.

-Πάρε πρώτα τον ιδρώτα και τη πρώτη βρώμα με τη γλώσσα σου. Άρχισα να του γλύφω τα σχεδόν άτριχα πόδια, και ρουφούσα ένα ένα τα δάκτυλα, όπως με διέταζε.
-Και τις πατούσες! Μου έλεγε γελώντας. Και τα παπούτσια, και γρήγορα μην σε σπάσω στο ξύλο.

Αφού του έγλυψα τα πόδια με έσυρε προς το κρεβάτι και με πρόσταξε πάλι να γονατίσω. Στάθηκε εμπρός στον φοβισμένο μου εαυτό.

-Άνοιξε το παντελόνι μου.
Τρέμοντας άπλωσα το χέρι μου και κατέβασα το φερμουάρ.
-Βγάλε τον πούτσο μου έξω. Ακούμπησε με την πλάτη του πίσω στον τοίχο και άναψε τσιγάρο απολαμβάνοντας το θέαμα. Έψαξα μέσα στο βρακί του μπάτσου και βρήκα το καυλί του. Το έβγαλα έξω και ο φόβος μεγάλωσε περισσότερο. Μπροστά στα τρομαγμένα μάτια μου παρουσιάστηκε ένα πελώριο χονδρό και σκληρό καυλί.
-Γλύφτον μου, διέταξε ο μπάτσος.
-Αχ... Όχι, πήγα να ψιθυρίσω, αλλά ο μπάτσος έσπρωξε προς τα εμπρός τον πούτσο του και μου το ακούμπησε στα χείλη.
-Ρούφηξε τον στο στόμα σου, είπε.
-Όχι,όχι, κλαψούρισα.
Ο Μπάτσος αγριεμένος με βούτηξε από τα μαλλιά.
-Τι είπαμε ότι θα κάνεις όταν σου λέω κάτι; με απείλησε.

Με τράβηξε γερά από τα μαλλιά και με ανάγκασε να ανοίξω τα χείλη για να χώσει το χονδρό καυλί του βαθιά μέσα στο στόμα μου.

-Τώρα τσουλάκι, όταν εγώ θα σου λέω γλείφτον, εσύ τι θα απαντάς;
- Μά..λι..στα.. κύριεε, ψέλλισα μπουκωμένος.
-Μπράβο! Και τώρα πάρε μου μια πίπα στα γρήγορα γιατί έχω δουλειά. Και πρόσεξε να κάνεις καλή δουλειά γιατί την έβαψες. Θα τα ρουφήξεις όλα με το υπέροχο στοματάκι σου. Μην τυχόν σου ξεφύγει καμία σταγόνα ψωλόχυμα όταν θα σε χύσω γιατί την έβαψες. Έτσι πουτανάκι γλύψε το καυλί μου! Πρόσεχε τα γαμημένα δόντια σου βρομιάρη γιατί έτσι και με πονέσεις θα σε σχίσω! Θα σε μαστιγώσω μέχρι να σε κόψω φέτες, φώναξε ο μπάτσος από την ηδονή. Άνοιξε περισσότερο τα πόδια του για να στηρίζεται καλύτερα και έχωνε το παλούκι του στο αβοήθητο στόμα μου.

-ΝΑΙ ΕΤΣΙ. ΑΧ! ΕΤΣΙ ΜΠΡΑΒΟ. ΘΑ ΣΕ ΧΎΣΩ ΚΩΛΟΑΛΒΑΝΕ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΝΑ ΤΑ ΡΟΥΦΗΞΕΙΣ ΟΛΑ!!

Ο πούτσος του πρήσθηκε κι άλλο και καρφώθηκε βαθιά στο λαιμό μου. Το κεφάλι του Σπρώχτηκε προς τα πίσω καθώς το θεόρατο παλούκι του χωνόταν στο λαρύγγι μου, αλλά τα χέρια του μπάτσου δυνάμωσαν το τράβηγμα στα μαλλιά μου για να με κρατήσουν στη θέση μου.

-ΕΛΑ! ΕΤΣΙ;! ΑΑΑΧ. ΝΑΙ!!!, ούρλιαξε ο άντρας καθώς τα πόδια του τινάχτηκαν και η ψωλάρα του άρχισε να χύνει στο στόμα μου. Γέμισε το στόμα μου. Τα χύσια κύλησαν στα χείλη μου.
-ΡΟΥΦΑ ΤΑ ΟΛΑ ΠΟΥΣΤΗ, γαμώ το... ΧΎΝΩΩΩ. ΠΑΡΤΑ ΣΤΗ ΣΤΟΜΑΤΆΡΑ ΣΟΥ ΣΚΛΑΒΕ!
Μερικές σταγόνες έπεσαν στο βρώμικο τσιμεντένιο πάτωμα.
-Παλιοσκατό! Δεν σου είπα να τα καταπιείς όλα;

Το παλούκι βγήκε από το στόμα μου και άδειασε τις τελευταίες σταγόνες στο στήθος και τα μάγουλα αλλά αρκετό έπεσε στο πάτωμα.

-Βλέπεις αυτά τα χύσια στα βυζιά σου; Πάρτα όλα και γλυφά. Τώρα αμέσως πριν κρυώσουν. Και μετά από λίγο: Για να δούμε πόσο καλά έμαθες να υπακούς! Υπάρχουν χρυσία και στο πάτωμα βρώμε. Γονάτισε και γλύψε και αυτά.

Τα χύσια αυτά είχαν ανακατευτεί με τη σκόνη και τη βρωμιά του πατώματος. Ο μπάτσος αδιαφορούσε. Απλώς ήθελε την πλήρη υποταγή του συλληφθέντα. Στάθηκε μπροστά μου και μεν απείλησε με το μαστίγιο. Την ίδια στιγμή ακούμπησε το παπούτσι του στο σβέρκο μου. Κι ενώ έγλυφα, έβγαλε τη ζώνη του και με μαστίγωνε στα κατακόκκινα κωλομάγουλα.

Ύστερα άρχισε να μου βγάζει κάτι φωτογραφίες. Μου φόρεσε το βρακί στο κεφάλι για να κρύψω το πρόσωπό μου και μετά με διέταζε να στέκομαι σε διάφορες άσεμνες στάσεις: Πεσμένο στα τέσσερα και να ανοίγω τα κωλομέρια μου και να δείχνω την τριχωτή κωλοτρυπίδα μου. Ξαπλωμένο με τα πόδια όρθια και να χώνω την λαβή ενός σφυριού στον κώλο μου. Να με κατουράει στα μούτρα και εγώ να απολαμβάνω τα ούρα του. Με μαστίγωσε αλύπητα και μετά με έδεσε και φωτογράφισε από κοντά τις πληγές. Με έβαλε τέλος να τραβήξω μαλακία στέκοντας στο ένα πόδι.

-Έτσι μπράβο... Μαθαίνεις σιγά σιγά. Σήκω πάνω, μάζεψε το βρακί σου και άντε για ύπνο. Αύριο θα δοκιμάσω με κάτι φίλους μου να σου σχίσουμε τον κώλο και χρειάζεσαι ξεκούραση.


Υ.Γ.: Για να μην φανεί ότι έχω ρατσιστική διάθεση, διευκρινίζω ότι ο αφέντης μου είναι Αλβανός, κι ότι εκείνο το βράδυ έπαιζε το ρόλο του μπάτσου.



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Skllavi


Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

7. Ένα Βραδάκι Όπως Τα Υπόλοιπα


Όλα ήταν έτοιμα από ώρα και έτσι δεν τρόμαξα όταν άκουσα τον ήχο του θυροτηλεφώνου να χτυπάει ρυθμικά τρεις φορές. Αυτό ήταν το συνθηματικό του Αφέντη πως ανέβαινε ώστε να προλάβω να πάρω την αρμόζουσα, για την υποδοχή του, θέση.

Έκατσα στα γόνατα δίπλα από την πόρτα με το πρόσωπό μου να κοιτάζει το πάτωμα. Άκουσα τον ήχο του ασανσέρ που σταμάτησε, την πόρτα να ανοίγει, και τον από χρόνια γνώριμο βηματισμό του. Άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα και ευθείς φανερώθηκε εμπρός μου. Την έκλεισε και πέταξε αδιάφορα την αρμαθιά επάνω στο μικρό τραπεζάκι που βρισκότανε πίσω από την πόρτα. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και μου χάιδεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά. Λατρεύω όταν μου το κάνει αυτό.

«Γεια σου μικρέ», μου είπε εύθυμα, «Γύρισε ο Αφέντης...»

Από την φωνή του κατάλαβα πως είχε ευχάριστη διάθεση και αποτόλμησα να σηκώσω το κεφάλι λίγο παραπάνω από το επιτρεπτό. Μου το άρπαξε αμέσως από το πιγούνι και το τέντωσε ψηλά ώστε να με κοιτάζει κατευθείαν μέσα στα μάτια.

«Ήσουν καλό αγοράκι σήμερα;» με ρώτησε.
«Μάλιστα Αφέντη», του απάντησα.
«Έκανες όλες τις δουλειές που σου ανέθεσα;»
«Μάλιστα Αφέντη».
«Είσαι απόλυτα σίγουρος;»
«Μάλιστα Αφέντη», απάντησα όλος σιγουριά.
«Για να δούμε...»

Έσκυψε και χάιδεψε απαλά το κορμί μου. Το στήθος και μετά μου τσίμπησε ελαφρά την ρόγα. Εννοείται πως ήμουν γυμνός, φορώντας μοναχά το μαύρο δερμάτινο μποξεράκι μου και το κολάρο της υποταγής γύρω από τον λαιμό μου.

Περπάτησε ως το σαλόνι όπου έβγαλε το μπουφάν του και το πέταξε στον καναπέ. Αμέσως έτρεξα από πίσω του, το μάζεψα και το κρέμασα στην κρεμάστρα. Έφτασε στον καναπέ και έκατσε αφήνοντας σχεδόν το σώμα του σε ελεύθερη πτώση.

Πήγα στο μπάνιο και πήρα την λεκάνη με το ζεστό νερό που είχα έτοιμη μαζί με τα υπόλοιπα σύνεργα και επέστρεψα στο σαλόνι. Έκατσα στα γόνατα μπροστά του και του έλυσα τα κορδόνια των παπουτσιών για να του τα βγάλω. Του έβγαλα τις κάλτσες και, αφού του φίλησα ευλαβικά το κάθε πόδι, τα άφησα να βυθιστούν απαλά στο ζεστό νερό. Ένας στεναγμός ανακούφισης βρήκε από το φαρδύ, δασύτριχο στήθος του Αφέντη. Δεν χρειαζόταν να απλώσω το χέρι μου για να σιγουρευτώ, αλλά ήξερα πως από την καύλα ο πούτσος του Αφέντη θα πρέπει να σκιρτούσε. Σηκώθηκα και έβγαλα τα παπούτσια του έξω στο μπαλκόνι για να αεριστούνε λιγάκι, και πέταξα τις κάλτσες στο καλάθι των άπλυτων, αφού πρώτα τις κόλλησα στην μύτη μου και πήρα μία βαθιά εισπνοή. Η μεθυστική μυρουδιά από τα αρρενωπότατα πόδια του Αφέντη προκάλεσε ένα έντονο σκίρτημα κάτω και από το δικό μου εσώρουχο.

Επέστρεψα στο δωμάτιο και έκατσα οκλαδόν στο πάτωμα, με την πλάτη μου να ακουμπάει στον καναπέ και αγκάλιασα με δεξί μου χέρι το πόδι του Αφέντη και ακούμπησα το κεφάλι μου στο γόνατό του. Άπλωσε πάλι το χέρι του και μου ανακάτεψε τα ατημέλητα μαλλιά.

«Πιστό μου αγόρι», είπε με χαρά. «Τι θα έκανε κι ο Αφέντης σου αν δεν είχε και εσένα;»
«Θα έβρισκε άλλον σκλάβο Αφέντη», απάντησα με ειλικρίνεια. «Ο Αφέντης θα έβρισκε αμέσως δεκάδες δούλους που πρόθημα θα υπηρετούσαν την εξοχότητά του, πολύ καλύτερους ίσως από τον ταπεινό του δούλο».
«Ναι... Αυτό είναι αλήθεια», απάντησε. «Αλλά προς το παρόν είμαι ευχαριστημένος μαζί σου μικρέ... Για αυτό μην τολμήσεις να αμφισβητήσεις ξανά τις επιλογές του Αφέντη σου. Αλλιώς θα σε τσακίσω στο ξύλο μικρέ. Ξηγηθήκαμε;»
«Μάλιστα Αφέντη», απάντησα αμέσως και του φίλησα το γόνατο.

Η διάθεσή του ήταν καλή και έτσι μπορούσα να μιλάω πιο ελεύθερα. «Είναι το νερό στην σωστή θερμοκρασία Αφέντη;» τον ρώτησα και ένευσε καταφατικά. «Θα ήθελε κάτι άλλο ο Αφέντης όσο μουλιάζουν τα πόδια του στο νερό;»
«Χμ... Να σου πω... Κάνε έναν φραπέ γιατί έχω λίγο γλαρώσει και δεν θέλω να με πάρει ο ύπνος από τώρα».

Πετάχτηκα αμέσως όρθιος και έτρεξα στην κουζίνα να του τον ετοιμάσω. Σε λίγο επέτρεψα κρατώντας τον δίσκο με τα δυο ποτήρια. Ένα με τον καφέ και ένα με δροσερό νερό, όπως του άρεσε.

«Κάτσε στα τέσσερα εδώ δίπλα μου μικρέ», με διέταξε. Κατάλαβα αμέσως τις προθέσεις του. Πήρα την κατάλληλη θέση: στα τέσσερα με την μέση τεντωμένη και ευθυγραμμισμένη. Ένοιωσα ένα ρίγος να διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου καθώς τοποθετούσε το ποτήρι με τον παγωμένο καφέ και τα παγάκια επάνω στην πλάτη μου. Έβγαλα έναν σύντομο αναστεναγμό και ετοιμάστηκα για το δεύτερο ποτήρι που σύντομα προστέθηκε και αυτό στην πλάτη μου.

Η υπηρεσία αυτή, του ζωντανού επίπλου, ήταν από τις σπάνιες που χρησιμοποιούσε ο Αφέντης. Προσωπικά μου άρεσε γιατί με έφτανε στα όριά μου. Όσοι δεν έχουν δοκιμάσει να κάτσουν στα τέσσερα για πολύ ώρα ακίνητοι, δεν μπορούν να καταλάβουν την σωματική, άλλα και ψυχική κόπωση αυτής της δοκιμασίας.

Ο Αφέντης είχε ανοίξει την τηλεόραση και έκανε ζάπινγκ με το τηλεκοντρόλ. Σύντομα, ακούγοντας την εναλλαγή των προγραμμάτων, και ιδίως το δελτίο καιρού, κατάλαβα πως θα είχε περάσει πάνω από μισή ώρα κατά την οποίαν βρισκόμουν σε αυτή την στάση. Τα χέρια μου είχαν σχεδόν νεκρωθεί και τα μπράτσα μου με έκαιγαν. Τα γόνατά μου ούρλιαζαν από τον πόνο, ενώ οι κοιλιακοί μύες, αλλά κυρίως οι μύες της πλάτης μου, ένιωθαν ένα μούδιασμα από το γαλακτικό οξύ που είχαν απελευθερώσει για να αντιμετωπίσουν τις κράμπες και τους πόνους. Γνώριζα πως την επόμενη μέρα θα με πονούσαν πολύ.

Ξαφνικά πήρε τα ποτήρια από πάνω μου, τα τοποθέτησε στον δίσκο και μου έδωσε εντολή να σηκωθώ. Στην πρώτη μου προσπάθεια παραπάτησα και έπεσα μπρούμυτα μπροστά. Οι καρποί των χεριών μου με πόνεσαν καθώς το βάρος έφυγε απότομα από πάνω τους.

«Όπα μικρέ», είπε ο Αφέντης με ενδιαφέρον. «Πρόσεχε μην χτυπήσεις».
«Μάλιστα Αφέντη», απάντησα. «Συγνώμη Αφέντη».
Έκανα άλλη μία προσπάθεια και κατάφερα να σηκωθώ στα γόνατα.
«Έτσι μπράβο», μου είπε. «Έλα τώρα να μου στεγνώσεις τα πόδια γιατί το νερό σχεδόν πάγωσε».

Πλησίασα, και αφού έτριψα καλά τις πατούσες και τα δάχτυλά του κάνοντας παράλληλα ένα απαλό μασάζ, έβγαλα τα πόδια του ένα-ένα και τα στέγνωσα καλά με την πετσέτα που είχα φέρει μαζί μου από πριν. Μετά, σηκώθηκα και πήγα την λεκάνη μαζί με την πετσέτα στο μπάνιο όπου τα ταχτοποίησα στην θέση τους.

Επέστρεψα στο σαλόνι αφού πρώτα έκανα μία στάση στο υπνοδωμάτιο για να πάρω καθαρές και ζεστές κάλτσες και τις παντόφλες του Αφέντη. Τον πλησίασα. Έκατσα στα γόνατα και του φόρεσα τις κάλτσες και τις παντόφλες. Ακούμπησε τα πόδια του απαλά στο πάτωμα. Γύρισα και είδα το ποτήρια στον δίσκο άδεια.

«Θα ήθελε ο Αφέντης άλλον καφέ, νερό ή κάτι άλλο;»
«Όχι μικρέ», απάντησε γλυκά. «Πείνασα. Βάλε να φάω».

Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα. Έστρωσα το τραπέζι με το φαγητό. Του είχα κάνει αυτό που από το πρωί μου είχε ζητήσει: Μακαρονάκι κοφτό με κοτόπουλο και σαλάτα ρόκα, συνοδευόμενο από φέτα με ελαιόλαδο και ρίγανη. Ψωμί δεν έτρωγε με ζυμαρικά ποτέ. Έβαλα και το ποτήρι με το κρασάκι του, και όταν όλα ήταν έτοιμα, μπήκα πάλι στο σαλόνι όπου με μία βαθιά υπόκλιση του ανήγγειλα πως όλα ήταν έτοιμα.

Σηκώθηκε από τον καναπέ και ήρθε στην κουζίνα. Το ακολούθησα από κοντά και τον βοήθησα να κάτσει στην καρέκλα του. Αμέσως έκατσα στα γόνατα δίπλα του, έτοιμος να εκτελέσω την παραμικρή του εντολή. Έφαγε με όρεξη και με παίνεψε αρκετές φορές για το φαγητό, το οποίο όπως είπε, το πέτυχα πολύ καλά. Η καρδιά μου φτερούγισε από χαρά, βλέποντας τον Αφέντη τόσο ευχαριστημένο από τις υπηρεσίες μου. Κατά την διάρκεια του γεύματος με ρώτησε για την μέρα μου.

Του ανέφερα για την εργασία μου στην τράπεζα. Για την δύστροπη πελάτισσα που κράτησε το γκισέ μου απασχολημένο για πάνω από μία ώρα με ένα πρόβλημα που είχε με τις επιταγές της, και την αναίτια, όπως πίστευα, κατσάδα που έφαγα από τον κύριο Διευθυντή. Μετά του είπα που ήρθα σπίτι και μαγείρεψα το φαγητό. Μετά που πήγα στο γυμναστήριο για να γυμναστώ. Και τέλος για τις εργασίες οικοκυρικής που με είχε διατάξει. Λόγο του εύθυμου κλίματος τόλμησα να του αντιστρέψω την ερώτηση:

«Εσείς Αφέντη; Είχατε μία ευχάριστη ημέρα;»
«Εξαιρετική. Πολύ κουραστική βέβαια, αλλά η δουλειά έγινε κανονικά. Με παίδεψαν τα γνωστά ζώα βέβαια, αλλά δόξα τω Θεώ, όλα καλά πήγανε».

Ο Αφέντης εργαζότανε ως προϊστάμενος σε μία μεγάλη εταιρία με catering. Συνήθως περνούσε πολλές ώρες στο πόδι καταπονώντας την μέση και τα πόδια του. Για αυτό και το ποδόλουτρο ήταν καθημερινό και αδιάλειπτο τελετουργικό μετά την επιστροφή του στο σπίτι.

Όταν είδα πως είχε αδειάσει τα πιάτα, τον ρώτησα αν θα ήθελε και άλλη μερίδα ή κάτι άλλο. Απάντησε αρνητικά και σηκώθηκε για να πάει να κάτσει πάλι στο σαλόνι, αφήνοντάς με να συμμαζέψω το τραπέζι και να πλύνω τα πιάτα, αφού πρώτα έτρωγα και εγώ την μερίδα μου.

Ως σωστός δούλος όφειλα να περιμένω πάντα τον Αφέντη να φάει πρώτος. Ακόμη και όταν ερχότανε αργά στο σπίτι, μερικές φορές μετά τα μεσάνυχτα λόγο της εργασίας του, εγώ όφειλα να τον περιμένω νηστικός.

Αφού τελείωσα με τις εργασίες στην κουζίνα, επέστρεψα και πάλι στο σαλόνι. Είδα πως ο Αφέντης είχε γδυθεί και μείνει μόνο με τα εσώρουχα. Μάζεψα τα ρούχα του και τα πήρα στο μπάνιο στο καλάθι μαζί με τα υπόλοιπα άπλυτα. Πήγα πάλι στο υπνοδωμάτιο και γύρισα με το μπουρνούζι του που το πήρε πρόθυμα από τα χέρια μου και το φόρεσε. Ξάπλωσε πάλι στον καναπέ με το κεφάλι του να ξεκουράζεται στην παλάμη του και με το άλλο να κρατάει το τηλεκοντρόλ και να κάνει ζάπινγκ.

«Ο Αφέντης... ας μου επιτρέψει να του θυμίσω πως σήμερα έχει μία ταινία που του αρέσει στο...»
«Α, ναι!» ξαναφώναξε ενθουσιασμένος. «Σε μία ώρα», είπε κοιτάζοντας με πλάγιο βλέμμα το ρολόι στον τοίχο. «Καλά που μου το θύμησες».
«Παρακαλώ Αφέντη. Χαρά μου».

Με κοίταξε στα μάτια με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη. Αμέσως έσκυψα το κεφάλι μου ως όφειλα.

«Ήσουν πράγματι καλό παιδί σήμερα;»
«Έκανα ό,τι με προστάξατε Αφέντη».
«Δεν έκανες κανένα λάθος, καμία παρατυπία;»
«Νομίζω πως όχι, Αφέντη».
«Κρίμα», είπε. «Νομίζω πως ένα χέρι ξύλο θα σου άναβε λίγο τα αίματα».
«Η επιθυμία του Αφέντη είναι διαταγή», είπα καθώς υποκλίθηκα ελαφρώς.
«Γύρνα!» μου είπε με σοβαρό τόνο στην φωνή του.

Δεν χρειάστηκα δεύτερη κουβέντα. Αμέσως γύρισα και τούρλωσα τον κώλο μου ψηλά, να τον έχει ακριβώς μπροστά του. Τέντωσε το χέρι του και χάιδεψε τα κωλομέρια μου πάνω από το δερμάτινο εσώρουχο.

«Αχ... Αυτό το κωλαράκι σου με τρελαίνει...»
«Σας ανήκει Αφέντη», απάντησα υποταγμένα. «Παρακαλώ χρησιμοποιήστε όπως σας αρέσει».
«Και φυσικά αυτό θα κάνω μικρέ», είπε γεμάτος σιγουριά.

Γράπωσε με τα δυο του χέρια το εσώρουχο και το κατέβασε με ένα απότομο τίναγμα στα γόνατα. Χάιδεψε τα γυμνωμένα κωλομάγουλα, σφίγγοντας τα δυνατά με τα μεγάλα χέρια του, σε σημείο που να τρίζω τα δόντια μου για να καταπνίξω τα βογκητά του πόνου.



Σήκωσε το χέρι του ψηλά και μου άστραψε το πρώτο σκαμπίλι. Μετά ακολούθησε και άλλο, και άλλο, και άλλο. Στην αρχή απαλά, αλλά όσο περνούσε η ώρα βαρούσε όλο και πιο δυνατά. Σύντομα ο πόνος έγινε οξύς και έσφιγγά με δύναμη το σαγόνι μου, που παρόλη την προσπάθεια, δεν κατάφερναν να κρατήσουν τους λαρυγκισμούς μου, ενώ από τα μάτια μου μερικά δάκρυα είχαν δραπετεύσει και έτρεχαν από τα μάγουλα.

Μετά από περίπου δέκα λεπτά ο Αφέντης σταμάτησε. Χάιδεψε απαλά τα κατακόκκινα κωλομάγουλα.

«Πω, πω...» είπε με ικανοποίηση. «Καίνε βλέπω». Και συνέχισε να τα χαϊδεύει. «Ξέρεις τι θέλω να το κάνω τώρα αυτό το κωλαράκι;» με ρώτησε μέσα από τα δόντια.
«Όχι Αφέντη», απάντησα ψέματα. Γνώριζα καλά τι ήθελε. «Ο κώλος μου σας ανήκει. Παρακαλώ χρησιμοποιήστε τον όπως θέλετε».
«Αχ!! Καυλάκι μου!» φώναξε με την βαθιά μπάσα φωνή που τον χαρακτήριζε, ιδίως όταν ήταν ερεθισμένος. «Να ξερες πόσο σε καμαρώνω! Είσαι τέλεια εκπαιδευμένος, όπως ακριβώς πρέπει».
«Σας ευχαριστώ Αφέντη», απάντησα μην μπορώντας να κρύψω την χαρά μου για αυτήν την φιλοφρόνηση. «Ό,τι είμαι το χρωστάω σε σας Αφέντη. Εσείς είστε ο άνθρωπος που με επιμονή και κόπο ανέχθηκε την απειρία μου και ασχολήθηκε μαζί μου τόσο εντατικά. Σας είμαι αιώνια υπόχρεος Αφέντη».
«Ναι... Αλλά ήξερα πως δεν θα μ’ απογοήτευες μικρέ... Σε έκοψα από την πρώτη μέρα πως θα είσαι σκληρό καρύδι. Όχι σαν κάτι άλλα αγοράκια».
Δεν απάντησα αλλά καύλωνα από περηφάνια για τα λόγια του Αφέντη.
«Ξέρεις καλά τι θέλω μικρέ! Έτσι δεν είναι;»
«Μαντεύω Αφέντη, αλλά δεν τολμώ να εκφράσω την γνώμη σας. Είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο».
Τράβηξε απότομα τα μαλλιά μου, αναγκάζοντας με να τεντώσω τον λαιμό μου και μου ψιθύρισε κοντά στο αυτί: «Θα το δούμε μικρέ...»

Ελευθέρωσε το κεφάλι μου και με έσπρωξε μπροστά. Κατέβηκε από τον καναπέ, και αφού τράβηξε και έβγαλε με σύντομες κινήσεις το εσώρουχο μου, μου άνοιξε τα πόδια και ήρθε κολλητά από πίσω μου. Ένιωθα τον φουσκωμένο καβάλο από το άσπρο μποξεράκι του να τρίβεται στην σχισμή του πισινού μου.

«Θα σου τον καρφώσω όλο μέσα μικρέ», γρύλισε σχεδόν μέσα από τα σφιγμένα του δόντια. «Θα σου τον καρφώσω όλο μέσα, και μάλιστα χωρίς λιπαντικό. Αλλά επειδή ήσουν καλό παιδί θα σου βάλω λίγο σάλιο να ανοίξεις πρώτα».

Χωρίς δεύτερη κουβέντα άρχισε να φτύνει πάνω στον πρωκτό μου και να μου βάζει δάχτυλο. Σύντομα τα δάχτυλα έγιναν δύο, και όταν έφτασε στο τρίτο, βγήκανε από μέσα μου αφήνοντάς με ορθάνοιχτο να περιμένω.

Τον άκουσα να κατεβάζει το εσώρουχό του. Με την φαντασία μου, είδα το τεράστιο πέος του να στέκεται περήφανο ψηλά, έτοιμο να βρει θαλπωρή στην ζεστή τρυπούλα μου.

Βάρεσε μερικά πουτσοσκαμπίλα στα κωλομάγουλα παρατείνοντας βασανιστικά την προσμονή μου.

«Έτοιμος;» ρώτησε καθώς ακουμπούσε τον πρησμένο πουτσοκέφαλο στον σφικτήρα μου.
«Για σας, πάντα έτοιμος Αφέντη».
«Ε, τότε... Πάρτον!!!» φώναξε, και πίεσε το πέος του μέσα μου με όλο του το βάρος.

Για μια στιγμή τα χέρια μου λύγισαν από το βάρος του κορμιού του και τα χείλη μου «φίλησαν» το πάτωμα. Άνοιξα διάπλατα το στόμα μου και έβγαλα έναν κλαψιάρικο αναστεναγμό, καθώς προσπαθούσα να καταπνίξω ένα ουρλιαχτό. Ο πόνος ήταν δυνατός. Το μεγάλο και χοντρό πέος του Αφέντη, σε συνδυασμό με το τσούξιμο λόγω της απουσίας εφαρμογής κάποιου λιπαντικού, μου προκάλεσαν δυνατό αίσθημα δυσφορίας, προκαλώντας ταυτόχρονα την βίαιη και ακανόνιστη συστολή του σφικτήρα μου. Ακριβώς αυτός ήταν και ο σκοπός του Αφέντη, μιας και αυτές οι συσπάσεις είναι που τον διεγείρανε τόσο πολύ.

«Έτσι!» αναφώναξε. «Να σ’ ακούω να σκούζεις μικρέ! Για να ξέρεις ποιος είναι ο γαμιάς σου!»

Σύντομα, χάρις στις ρυθμικές κινήσεις του Αφέντη, ο πόνος υποχώρησε κάπως, ενώ το τσούξιμο παρέμενε σε ανεκτά επίπεδα. Πού και που ο Αφέντης τέντωνε το σώμα και με το χέρι του βαρούσε δυνατά σκαμπίλια στα κωλομέρια.

Σύντομα ένοιωσα τον ρυθμό του να επιταχύνεται και κατάλαβα πως η ώρα για να τελειώσει ήταν κοντά. Πράγματι, λίγα λεπτά αργότερα ένοιωσα τα στιβαρά του χέρια να σφίγγουν με δύναμη τους άνω γοφούς μου, κολλώντας το σώμα μου πάνω στο δικό του, και με ρυθμικές παλινδρομήσεις συνοδευόμενες από δυνατά αγκομαχητά, έχυσε το υπερπολύτιμο σπέρμα του μέσα μου.

Μετά τον τελευταίο σπασμό της λεκάνης του, παρέμεινε για λίγο μέσα μου στην στάση μου είχαμε, ώσπου το πέος του μαλακώσει και χάσει εντελώς την στύση του. Τελικά, τραβήχτηκε και βγήκε από μέσα μου. Αφέθηκα και κατέρρευσα στο πάτωμα προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου. Γλιστρούσα στα κρύα πλακάκια καθώς το σώμα μου είχε μουσκέψει από τον ίδρωτα.

Άκουσα τον Αφέντη πίσω μου να αρπάζει μερικά χαρτομάντιλα από την κούτα που βρισκότανε στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ και να σκουπίζει το πέος του. Όταν τέλειωσε, τα πέταξε κάτω, σήκωσε το εσώρουχό του, ταχτοποίησε το φανελάκι του μέσα από το λάστιχο και άραξε αναπαυτικά στον καναπέ.

Μάλλον θα πρέπει να κοίταξε την ώρα γιατί μου είπε: «Ωραία περάσαμε. Και πάνω στην ώρα. Σε κάνα δεκάλεπτο αρχίζει το έργο. Καθάρισε δω πέρα, και τον εαυτό σου, και έλα ν’ αράξουμε».

Βρήκα το κουράγιο να σηκωθώ όρθιος, νιώθοντας ταυτόχρονα τον πρωκτό μου να στέλνει σουβλιές πόνου στον εγκέφαλό μου. Αυτός ο πόνος με ερέθιζε με αποτέλεσμα το πέος μου να εξακολουθεί να είναι σκληρό.

Όταν ο Αφέντης το παρατήρησε αυτό είπε: «Χμ... Δεν ξεκαύλωσες ε; Πόσες μέρες έχεις να χύσεις μικρέ;»
«Εννέα μέρες Αφέντη», απάντησα.

Μετρούσα την κάθε ημέρα. Εγώ ήξερα το πόσο υπέφερα. Αλλά ως γνωστόν, το πέος, μαζί με το υπόλοιπο σώμα, ανήκει στον Αφέντη και όχι σε εμένα. Αυτός μόνο αποφασίζει το πότε μπορώ να αυνανιστώ και να εκσπερματώσω.

«Τόσο πολύ ε; Χμ... Καλά. Σου επιτρέπω να αυνανιστής, εδώ, μπροστά μου. Θέλω να σε δω να χύνεις το φορτίο σου. Και θέλω να προσπαθήσεις να πετύχεις το πρόσωπό σου, και κυρίως το στόμα σου».

Χαρούμενος που ο Αφέντης επιτέλους μου έδινε άδεια να αυνανιστώ, ξάπλωσα στο πάτωμα ανάσκελα με τα σκέλια μου προς το μέρος του, γράπωσα το πέος μου και άρχισα να αυνανίζομαι.

Ο οργασμός μου ήρθε με την υπερταχεία. Σε λιγότερο από ένα λεπτό ανασήκωνα με σπασμωδικές κινήσεις την λεκάνη μου, εκτοξεύοντας έναν πίδακα λευκής κρέμας επάνω μου. Το περισσότερο έπεσε κοντά στο πιγούνι και στο στέρνο μου, αλλά λίγο κατάφερε να φτάσει μέχρι το στόμα. Η γωνία που κράταγα το πέος μου καθώς έχυνα δεν ήτανε η σωστή.

«Βλέπω πολύ πράγμα πήγε χαμένο... Με στεναχώρησες μικρέ», είπε ο αφέντης. Η καρδιά μου σφίχτηκε από στεναχώρια. Κρίμα, σκέφτηκα, και ήτανε μια τόσο υπέροχη ημέρα. Κρίμα που απογοήτευσα τον Αφέντη στο τέλος. «Δεν πειράζει όμως... Θα σε συγχωρήσω για σήμερα γιατί ήσουν καλό παιδί και ευχαρίστησες τον Αφέντη σου. Σκούπισε τα χύσια με τα χέρια σου και φάτα όλα. Μετά συμμάζεψε και έλα να κάτσουμε να δούμε την ταινία. Άιντε! Τώρα!»

«Με λαιμαργία σκούπισα και κατάπια κάθε σταγόνα του σπέρματός μου. Όταν σιγουρεύτηκα πως ήμουν καθαρός, σηκώθηκα και καθάρισα τα πεταμένα χαρτομάντιλα. Πήγα πήρα την βιλέντα και καθάρισα το μέρος από τον ιδρώτα, και αφού ξαναφόρεσα το εσώρουχό μου, πλησίασα και έκατσα στα γόνατα στο πάτωμα.

«Γύρνα», με πρόσταξε.

Γύρισα και τον κοίταξα στο πρόσωπο. Με κοιτούσε τρυφερά. Μετά είδα το χέρι του που χτυπούσε απαλά με την παλάμη του τον καναπέ. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ και να κάτσω δίπλα του. Το έκανα νιώθοντας την καρδιά μου να φτερουγίζει από χαρά.

Μόλις έκατσα άπλωσε το χέρι του, και καθώς ξάπλωνε ανάσκελα με ανάγκαζε να ξαπλώσω ανάσκελα πάνω του. Ταχτοποίησε το κεφάλι του στο μπράτσο του καναπέ καθώς εγώ βόλευα το κεφάλι μου πάνω στο στέρνο του. Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Πόσο το λάτρευα αυτό!

Πήρα μία βαθιά αναπνοή που την αφίσα να βγει αργά, μακρόσυρτα.

«Και τώρα ας απολαύσουμε το έργο», είπε, καθώς τέντωνε το χέρι του ανεβάζοντας τον ήχο με το τηλεκοντρόλ. Η ταινία άρχιζε και ήδη έπαιζαν οι τίτλοι...



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

6. Συνέντευξη με έναν slave...


Ο αγαπητός και εκπληκτικός blogger Pisoglendis, μου πήρε συνέντευξη και την δημοσίευσε στο blog του με τον τίτλο: «Συνέντευξή με έναν slave».



Τον ευχαριστώ για την τιμή και εύχομαι μέσα από τις λίγες αυτές κουβέντες που ανταλλάξαμε να ξεκαθαρίστηκαν κάποια πράγματα σχετικά με το BDSM. Μην διστάσετε να αφήσετε εκεί τα σχόλια ή τις ερωτήσεις σας.



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

5. Εκπαιδεύοντας... [μέρος 2o]


[Δημοσιεύω την συνέχεια της ιστορίας που μου έστειλε ο "dimitris27", ένας αναγνώστης του blog μου, η οποία περιγράφει την αρχή της εκπαίδευσης ενός slave. Μου άρεσε πολύ κι εύχομαι να σας αρέσει και σε σας. Αφήστε τα σχόλιά σας και πείτε στον φίλο "dimitris27" την γνώμη σας]


Φίλε Αλέξανδρε,
Αυτή είναι η συνέχεια της ιστορίας για το πώς ξεκίνησε μια σχέση μεταξύ ενός Μaster και ενός slave. Είναι το δεύτερο μέρος. Θα έχει και συνέχεια. Εύχομαι να σου αρέσει.


Είχαν πέρασαν δύο βδομάδες και ακόμη δεν είχα ακούσει νέα από τον σκλάβο μου. Έχει χιονίσει και ο καιρός περνάει δύσκολα στο μέρος που είμαι. Μόλις τελείωσα την δουλεία μου και γύρισα σπίτι κουρασμένος. Είπα να φάω κάτι και μετά, αφού ελέγξω τα email μου, να την πέσω λιγάκι. Και εκεί που έλεγχα τα εισερχόμενα, είδα το γνωστό όνομα του δούλου μου. Μου έλεγε τι είχε γίνει και δεν είχε επικοινωνήσει μαζί μου τόσο καρό. Μου ζητούσε συγνώμη, και ότι ήθελε να συναντηθούμε για να αναθερμάνουμε αυτό που ξεκινήσαμε. Έτσι του έστειλα μήνυμα πως για να τον συγχωρέσω θα έπρεπε να το αξίζει. Κανονίσαμε να έρθει στην πόλη και να βρεθούμε το ίδιο βράδυ σε μια καφετέρια. Θα πήγαινε πρώτος για να με περιμένει και δεν θα έφευγε όσο και αν αργούσα. Αν έφευγε δεν θα με ξανάβλεπε.

Έτσι, έκανα μπάνιο, ξυρίστηκα και περίμενα να έρθει h ώρα. Κατά τις οκτώμισι ξεκίνησα για την καφετέρια, και ενώ πέρασε μια ώρα από την κανονική ώρα που είχαμε κανονίσει, τον βρήκα να περιμένει στο τραπέζι χωρίς να πίνει κάτι. Τα είπαμε, και μετά από μια ώρα περίπου, ξεκινήσαμε για το σπίτι μου. Πρώτος πήγαινα εγώ και ακολουθούσε από πίσω, πιστός σαν σκυλάκι, χωρίς να βγάλει κιχ. Άνοιξα την πόρτα και του είπα να περιμένει στην πόρτα χωρίς να κουνηθεί, αλλιώς θα υπήρχε τιμωρία. Μόλις τελείωσα με αυτό που είχα να κάνω, τον φώναξα μέσα στο μπάνιο για επιθεώρηση, να δω πόσο έτοιμος και καθαρός είναι. Έτσι, ενώ έκανα έλεγχο, εντόπισα, σε ελάχιστο βαθμό, ότι δεν ήταν έτοιμος και τον άρπαξα από τα μαλλιά και τον έβαλα μέσα στην μπανιέρα, άνοιξα το ζεστό νερό να τρέχει και του έβαλα το λάστιχο μέσα του, με πίεση, και του έκανα ένα καλό κλύσμα. Του είπα πως αν δεν καθαρίσει εντελώς, θα τον διώξω με τις κλωτσιές από το σπίτι.

Μόλις καθάρισε εντελώς, του είπα να σκουπιστεί και να έρθει μέσα στο δωμάτιο στα τέσσερα. Εν τω μεταξύ, εγώ πήγα στο δωμάτιο και περίμενα να έρθει ο άχρηστος σκλάβος μου για να με περιποιηθεί. Εντός δύο λεπτών, εμφανίστηκε στην πόρτα του δωματίου μου σαν καλό σκυλάκι, με το λουράκι του στο στόμα έτοιμο για την υποταγή του. Του ζήτησα να έρθει κοντά μου και να μου γλύψει τα πόδια μου και να περιποιηθεί τα δαχτυλάκια των ποδιών μου ένα-ένα. Έτσι και έκανε. Ήρθε κοντά μου και άρχισε να γλύφει το πόδι και τα δάχτυλα ένα-ένα. Μόλις πήγε να αρχίσει να γλύφει το άλλο πόδι, ένιωσε ένα χέρι να του τραβάει τα μαλλιά δυνατά.

«Σου Είπα να σταματήσεις από το πρώτο πόδι και πήγες στο άλλο άχρηστε σκλάβε;» Συνέχισε να γλύφει το πρώτο πόδι και μόλις είδα ότι ήταν εντάξει του είπα να αρχίσει και το άλλο.

Μόλις τελείωσε, του είπα να κάτσει σαν σκυλάκι στα πίσω πόδια του και να ανοίξει το στόμα του. Έτσι και έκανε. Μόλις το άνοιξε, του έβαλα το εσώρουχο μου και μετά του έβαλα και ταινία γύρω-γύρω, φιμώνοντάς τον. Στην συνέχεια, του έδεσα τα χέρια πίσω από τις πλάτες και τον οδήγησα στο κρεβάτι, όπου και τον έδεσα γονατιστό στο πάτωμα και τα χέρια από την απέναντι πλευρά του κρεβατιού. Του έδεσα τα αρχίδια με το ειδικό cock ring και από εκεί του κρέμασα δύο βαρίδια. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά πάνω του. Ναι, όντως, το κωλαράκι του είχε το φυσικό του χρώμα και κάτι έπρεπε να γίνει γι αυτό. Έτσι έλαβε δράση το χέρι μου και, χτύπημα με το χτύπημα, του έκανα το κωλαράκι κατακόκκινο, και έτσι έπαιρνε το χρώμα που ήθελα να έχει.

Καθώς ήταν γονατιστός, πήρα τον δονητή και του έβαλα λίγο λιπαντικό. Τον ρώτησα αν είναι έτοιμος να νιώσει κάτι δυνατό και του έχωσα τον δονητή μέσα του, τέρμα, όσο πάει. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή, όσο μπορούσε να βγάλει δηλαδή με το βρακί μου στο στόμα του. Του τον έχωσα δυνατά και τον έπαιζα γρήγορα και δυνατά μέσα του. Μόλις ένιωσα ότι ήταν έτοιμος για τον πιο μεγάλο δονητή, έβγαλα αυτόν που είχε μέσα, και αμέσως του έβαλα έναν πιο μεγάλο. Τον έβλεπα να λιώνει από πόνο και από καύλα, και τον έχωνα πιο δυνατά μέσα του. Μόλις τέλειωσα με τους δονητές, τον άφησα εκεί δεμένο και του είπα πως κάνω ένα διάλειμμα για κάνα εικοσάλεπτο και ότι θα επιστρέψω.

Μόλις επέστρεψα, του είπα ότι θα του δώσω ένα δωράκι, επειδή μέχρι τώρα ήταν πολύ καλό και υπάκουο σκλαβάκι. Του έβγαλα την ταινία και το σώβρακο και του είπα να κλείσει τα μάτια του και να ανοίξει το στόμα του. Του έβαλα τον πούτσο μου μέσα στο στόμα του και του είπα να με γλείψει όσο πιο καλά μπορεί, και αλίμονο αν νιώσω ένα δόντι του πάνω του. Εκεί που με έγλυφε, του είχα μια έκπληξη. Άρχισα να τον κατουράω, κατευθείαν μέσα στο λαρύγγι του. Μόλις το ένιωσε αυτό, πήγε να τον βγάλει έξω. Του είπα, με ύφος, να μην τολμήσει και τον βγάλει έξω από το στόμα του, ούτε να πετάξει έξω από αυτό το πολύτιμο κάτουρό μου, αλλιώς, αλίμονό του! Έτσι και έκανε. Τα ήπιε όλα μέχρι την τελευταία σταγόνα. Με έγλειψε για περίπου τριάντα λεπτά, μέχρι που έχυσα το πολύτιμο σπέρμα μου στο στόμα του και τα κατάπιε όλα. Του είπα ότι το βράδυ θα το περάσει μαζί μου και ότι θα κοιμηθεί στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι μου, σαν καλό σκυλάκι που ήταν...

(συνεχίζεται)



dimitris27


Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

4. Εκπαιδεύοντας... [μέρος 1o]


[Με μεγάλη μου χαρά, δημοσιεύω την πρώτη ιστορία που μου έστειλε ένας αναγνώστης του blog μου, η οποία περιγράφει την αρχή της εκπαίδευσης ενός slave. Μου άρεσε πολύ κι εύχομαι να σας αρέσει και σε σας. Αφήστε τα σχόλιά σας και πείτε στον φίλο "dimitris27" την γνώμη σας.]


Φίλε Αλέξανδρε,
Αυτή είναι μια ιστορία για το πώς ξεκίνησε μια σχέση μεταξύ ενός Μaster και ενός slave. Είναι το πρώτο μέρος, και θα έχει και συνέχεια. Εύχομαι να σου αρέσει.


Ονομάζομαι Δημήτρης και είμαι είκοσι επτά ετών. Επειδή τα απογεύματα δεν έχω και πολλά πράγματα να ασχοληθώ, κάθομαι και ασχολούμαι με τον υπολογιστή μου και σερφάρω σε κανάλια πονηρού περιεχομένου. Μπαίνω σε chat-rooms και ψάχνομαι. Έχω βρεθεί με άτομα από τα rooms αυτά, είτε για καφέ, είτε για γνωριμίες και κάτι σεξουαλικό. Βασικά, για να πω την αμαρτία μου, έχω και μια άλλη πλευρά στην σεξουαλική μου ζωή. Αυτή η πλευρά λέγεται bizarre ή kinky.

Στην kinky πλευρά, με ενδιαφέρει το bondage, S/M και το Master-slave relationship. Έτσι, μετά από πολύ ψάξιμο, γνώρισα ένα άτομο από άλλη πόλη της Ελλάδος. Να διευκρινίσω κάτι, σε αυτό το παιχνίδι είμαι πάντα ο Master. Έτσι, μετά από λίγο καιρό που μιλούσαμε, αποφασίσαμε να βρεθούμε. Κανονίσαμε να βρεθούμε στο σπίτι μου. Στο σπίτι μου έχω διαμορφώσει ένα δωμάτιο σε ειδικό χώρο για τέτοιου είδους παιχνίδια. Πριν την συνάντηση, του έδωσα μερικές οδηγίες για το πώς και πότε να έρθει. Του είπα να βάλει μπλουτζίν, μπλούζα, όχι εσώρουχο, άσπρες κάλτσες και σπορτέξ παπούτσια.

Την επόμενη μέρα, και καθώς ετοίμαζα το δωμάτιο για το session, χτύπησε το κουδούνι. Πήγα στην πόρτα και εκείνος με περίμενε στο σκαλάκι στα γόνατα όπως του είχα πει. Του άνοιξα την πόρτα και του είπα να απλώσει τα χέρια του. Το έκανε και του έβαλα χειροπέδες στα χέρια και του έδωσα να κρατάει ένα κολάρο στα χέρια του. Μετά του είπα να έρθει μέσα, στα γόνατα, μέχρι το δωμάτιό μου. Εκείνος υπάκουσε και άρχισε να με ακολουθεί στα γόνατα του μέχρι το δωμάτιό. Εγώ ξάπλωσα στο κρεβάτι και περίμενα.

Εκείνος περίμενε να του φορέσω το κολάρο, εγώ του είπα ότι θα του κάνω πρώτα μια επιθεώρηση να δω αν φοράει ό,τι του είχα υποδείξει. Του είπα να ξεκουμπώσει το παντελόνι και εκείνος το έκανε. Δεν φορούσε εσώρουχο. Μετά του ζήτησα να μου δείξει τις κάλτσες του, αλλά αντίκρισα κάτι που με δυσαρέστησε. Δεν φορούσε άσπρες κάλτσες. Του ζήτησα εξηγήσεις. Μου είπε ότι δεν βρήκε.

«Και είναι αυτή δικαιολογία άχρηστε δούλε;» τον ρώτησα νευριασμένος. «Μόλις κέρδισες είκοσι χτυπήματα με το μαστίγιο ανάξιε δούλε,» του είπα.

Στην συνέχεια του ζήτησα να σηκωθεί και να πάει στην άλλη άκρη του δωματίου. Εγώ κάθισα στο κρεβάτι και του ζήτησα να μου κάνει στριπ-τιζ. Χωρίς μουσική. Αν εμένα ευχαριστημένος, δεν θα τον τιμωρούσα. Εκείνος ξεκίνησε και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του ένα-ένα χορεύοντας. Όταν τα έβγαλε όλα, του είπα να έρθει σε μένα, γονατιστός, μπροστά μου, και να μου ξεκουμπώσει το φερμουάρ του παντελονιού μου με τα δόντια του μέσα σε τρία λεπτά. Αν δεν το έκανε, θα κέρδιζε τρία λεπτά τιμωρία ορθοστασίας, με γυρισμένη την πλάτη στον τοίχο, με το ένα πόδι στον αέρα και τα χέρια πίσω από το κεφάλι.

Έτσι άρχισε με τα δόντια του να προσπαθεί να ξεκουμπώσει το φερμουάρ μου. πέρασαν 3 λεπτά και δεν κατάφερε να το πιάσει καν με τα δόντια. Μόλις του είπα την λήξη του χρόνου, εκείνος πήγε στον τοίχο και πήρε την στάση που του υπέδειξα.

Μετά τα τρία λεπτά τον διέταξα να έρθει προς το μέρος μου. Τον είπα να κάτσει όρθιος και με τα πόδια του ανοιχτά. Πήρα ένα σχοινάκι και έδεσα τα αρχίδια του με αυτό και το αφίσα να κρέμεται. Μετά, πήρα ένα βαρίδιο γυμναστικής του ενός κιλού και το έδεσα στην άκρη του σχοινιού που κρεμότανε κάτω. Του είπα να κάτσει ακίνητος έτσι για λίγο. Αφού είδα ότι άντεχε, και έπαιρνε και άλλο, του πρόσθεσα ακόμη ένα του ενός κιλού. Μετά πήγα από πίσω του και πήρα το cane και του είπα να σκύψει λίγο προς τα μπρος χωρίς να κουνηθεί. Του είπα ότι θα ξεκινήσουμε σιγά-σιγά, με λίγα χτυπήματα, και ότι έπρεπε να μετράει δυνατά και καθαρά. Έτσι ξεκίνησε.

«Ένα. Δύο, τρία, τέσσερα, πέντε,» κτλ. Και ενώ μετρούσε, ξαφνικά διέκοψε την αρίθμηση και έβγαλε ένα ουρλιαχτό πόνου, επειδή τον πόνεσαν τα βαρίδια. Και όπως είναι κατανοητό, έπρεπε να αρχίσει το μέτρημα πάλι από την αρχή. Έτσι, μετά από τρεις προσπάθειες, κατάφερε να μετρήσει έως το δέκα. Μόλις τελείωσε, του είπα ότι τα πρωτάκια μετράνε πιο καλά και πιο γρήγορα από αυτόν.

Του ζήτησα να γυρίσει προς το μέρος μου και να γονατίσει μπροστά στον πούτσο μου. Του ζήτησα να με γλύψει, αλλά χωρίς να ακουμπήσει τα δόντια του επάνω στον πούτσο μου. Μόλις ένιωθα ότι ακουμπάνε επάνω μου τα δόντια του, έτρωγε μια δυνατή σφαλιάρα στο πρόσωπο. Αν το ξανάκανε, του χτυπούσα τα αρχίδια με την γροθιά μου.

Στην συνέχεια, τον ξάπλωσα στο κρεβάτι που είχα στο δωμάτιο και τον έδεσα μπρούμυτα με τα ποδιά και τα χέρια ανοιχτά, σαν «Χ». Του έδεσα το στόμα και τα μάτια, και στην συνεχεία πήρα τα dildos. Του έβαλα αρκετό λιπαντικό και μετά, σιγά-σιγά, άρχισα να του βάζω τον πιο μικρό, για λίγο, μέχρι να αρχίσει να χαλαρώνει. Μετά από είκοσι λεπτά, πήρε και τον μεγαλύτερο από όλους.

Πήρα μια πιο βαριά και μεγάλη βέργα από ξύλο, και του είπα ότι αρχίζει το heavy play με αυτό. Θα έφευγε με πολλά σημάδια στον κώλο του και αρκετές μελανιές. Έτσι άρχισα να χτυπάω αργά και σιγά, και όσο περνούσε η ώρα ανέβαινε ο ρυθμός. Μέτρησε περίπου ογδόντα χτυπήματα, μετά, χάσαμε τον λογαριασμό. Εγώ όμως μέτρησα περίπου είκοσι σημάδια που φαινόντουσαν έντονα, και τα οποία θα γινότανε μελανιές μετά από λίγες ώρες.

Μετά έδεσα τα ποδιά του ώστε να είναι ψηλά στον αέρα, με τις πατούσες του στο πρόσωπο μου, να τις βλέπω και να καυλώνω, έτοιμες για την τιμωρία. Του άρεσε, λέει, αυτό με τα ποδιά και ότι άντεχε πολύ από αυτό. Μπορώ να πω έφαγε περισσότερο ξύλο στα ποδιά παρά στον κώλο. Δεν μπορούσε να περπατήσει για τέσσερις μέρες μετά από αυτό, μου είπε αργότερα. Αυτό ήταν το πρώτο δυνατό session με ξύλο στον κώλο και στα ποδιά.

Σε αλλά sessions κάναμε πασάλειμμα με κερί σε όλο το σώμα, ειδικά στις ρώγες. Μανταλάκια, ξύλο με ξυλάκια από bamboo και βαράκια στις ρώγες. Αυτό που με άρεσε πολύ, ήταν όταν τον τύλιξα ολόκληρο με ειδική, διαφανή μεμβράνη περιτυλίγματος, και άφησα μόνο τον πούτσο του ελεύθερο στα χέρια μου και στις ορέξεις μου. Του έβαλα sounds στην ουρήθρα, μέχρι να πάει όλο μέσα. Του έριξα κερί στο κεφαλάκι του πούτσο και στον κορμό. Τον έκανα να χύσει δύο φορές και τον κράτησα καυλωμένο για πολλή ώρα ακόμα.

Μετά δοκιμάσαμε το breath play. Αν και το φοβάμαι αυτό, ήθελε πολύ να το δοκιμάσει. Έτσι το κάναμε και αυτό αλλά όχι για πολύ ώρα. Του έκλεινα το στόμα και την μύτη με τα χέρια μου για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβω ότι δεν αντέχει άλλο. Μπορώ να πω ότι το βρήκα αρκετά ερεθιστικό όταν τον είδα εντελώς ανήμπορο να αντισταθεί.

Στο τέλος του είπα πως θέλω να με κάνει να χύσω μέσα σε δέκα λεπτά. Αν δεν τα κατάφερνε, δεν θα του έβαζα το κολάρο. Το κολάρο σήμαινε πολλά για μένα και έπρεπε να περάσει όλες τις δοκιμασίες για να δικαιούται να το φορέσει ως επίσημος δούλος μου, αλλιώς, την επόμενη φορά... Και θα περνούσε τα ίδια από την αρχή. Μέχρι να τα καταφέρει. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε, και δεν έγινε η τελετή. Ανυπομονώ όμως να του επαναλάβω τις τιμωρίες και πάλι.

(συνεχίζεται)



dimitris27


Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

3. Ο Καλός Σκλάβος


Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξα. Γύρισα το βλέμμα μου προς τα κάτω και τον είδα να κάθεται στο πάτωμα, στα γόνατα, όπως έπρεπε να είναι. Κρατάει στα δυο του χέρια το δερμάτινο κολάρο με την αλυσίδα. Το κρατούσε όπως κρατάνε το σπαθί οι βασιλιάδες που το εμπιστεύονται σε κάποιον άξιο διάδοχο ή στρατηγό. Έκλεισα την πόρτα για να μην μας πάρει κάνα μάτι και άναψα τα κυρίως φώτα. Μόλις τον πλησίασα, σήκωσε τα δυο του χέρια ψιλότερα για να με διευκολύνει να πάρω το κολάρο. Το πήρα στα χέρια μου. Αμέσως σήκωσε το πρόσωπό του ψηλά με τα μάτια κλειστά για να μην αντικρίσει το, ιερό για αυτόν, πρόσωπό μου, και τέντωσε τον λαιμό του. Του το φόρεσα και το κούμπωσα. Όταν τέλειωσε η σύντομη αυτή τελετή υποταγής, έκατσε στα τέσσερα και περίμενε τις εντολές μου.

Τράβηξα ελαφρά την αλυσίδα και κατευθύνθηκα προς το συνηθισμένο μου μέρος στον καναπέ. Μόλις έκατσα, πλησίασε και μου έγλυψε με την γλώσσα τα δάχτυλα του χεριού μου, σήμα πως ήθελε να πάρει τον λόγο. Του το επέτρεψα.

«Επιτρέψτε στον σκλάβο σας, Αφέντη, να εκφράσει την χαρά του που του κάνατε και σήμερα την τιμή να τον επισκεφθείτε για να σας υπηρετήσει. Θέλετε να αρχίσω με τα τυπικά, Αφέντη;»

Του έδωσα την άδεια κι αμέσως άρχισε την γνωστή ρουτίνα. Μου έλυσε κι έβγαλε τα παπούτσια, έβγαλε τις κάλτσες, το σακάκι και το πουκάμισό μου και τα άφησε με προσοχή στην άκρη. Κατόπιν έπιασε της πατούσες μου και μία-μία άρχισε να τις μαλάζει. Δεν κρατιόμουνα. Βόγκηξα από την ηδονή. Ταυτόχρονα, ένοιωσα τον πούτσο μου να αναθαρρεύει κάτω από το παντελόνι μου. Τα πόδια μου, φαίνεται, πως είναι συνδεδεμένα με το πέος μου, και η χαρά του ενός μέλους ανακλάτε στο άλλο.

«Ο κύριος απολαμβάνει το μασάζ των ποδιών του;» ρώτησε το βλαμμένο κάνοντας το μεγάλο λάθος.

Με ταχύτητα γαζέλας ανασήκωσα τον κορμό μου, χάρη στους γυμνασμένους μου κοιλιακούς, που τόσο λάτρευε το δουλικό, και του άστραψα ένα γερό χαστούκι που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο πλάι, παρότι καθότανε οκλαδόν.

«Αν τολμήσεις να ξαναμιλήσεις χωρίς πρώτα να πάρεις την άδειά μου, μα τον Θεό, θα σε σαπίσω στο ξύλο, σκουπίδι!» του γάβγισα με δύναμη. Έμεινε κάτω, πεσμένος, χωρίς να τολμήσει να στρέψει το βλέμμα του επάνω μου. «Λοιπόν; Τι περιμένεις; Να σου χαϊδέψει η μαμά το μάγουλο και να σου δώσει φέτα με Μερέντα για να περάσει ο πόνος;» συνέχισα με άγρια φωνή. «Συνέχισε με τα πόδια! Με πεθαίνουν σήμερα!»

Αμέσως τινάχτηκε και επέστρεψε στο έργο του. Μετά από σχεδόν ένα τέταρτο, αποτράβηξα τα πόδια μου δίνοντας το σήμα πως δεν ήθελα άλλο τρίψιμο.

Ήταν δύσκολη μέρα στην δουλειά. Η απογραφή στο κατάστημα Σουπερ-Μάρκετ όπου εργαζόμουνα ως προϊστάμενος ήταν εξουθενωτική. Σχεδόν δύο εκατομμύρια διαφορετικοί κωδικοί προϊόντων και δύο μέρες εργασίας με εκατόν δέκα υπάλληλους να καταμετρούνε τα πάντα στα ράφια, την αποθήκη και τα φορτηγά.

Όταν τελειώσαμε και σούταρα και τον τελευταίο υπάλληλο για να κάνει πρωτοχρονιά, το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν το πότε θα πάω στο σπίτι του σκλάβου μου να με περιποιηθεί όπως μόνο αυτός ξέρει. Του έστειλα μήνυμα να είναι σπίτι και να έχει τα πάντα έτοιμα. Όσο σκεφτόμουνα και την εξέλιξη της βραδιάς με την γυναίκα μου και τα πεθερικά, τόσο πριζονόμουνα περισσότερο. Έτσι, ήθελα όλα να είναι τέλεια, να με περιποιηθεί τέλεια ο σκλάβος μου ώστε να έχω δυνάμεις για το βράδυ.

«Πάμε μέσα στο κρεβάτι σου να ξαπλώσω. Θέλω να μου κάνεις μασάζ», του είπα καθώς σηκωνόμουνα.

Με την άνεση που είχα ως αφέντης του δουλικού, πήγα στην κρεβατοκάμαρά του, πέταξα κάτω τα άστρωτα σεντόνια και σωριάστηκα μπρούμυτα στο κρεβάτι του. Του έδωσα εντολή να μαλάξει την πλάτη μου.

Δεν μπορώ να πω. Από τότε που βρήκα πριν από δύο χρόνια αυτόν τον σκλάβο, τον Κώστα όπως είναι το όνομά του, κατάλαβα τι θα πει μασάζ. Είχε χάρισμα αυτό το παιδί. Ακόμη και αν δεν θα μου άρεζε να γαμάω αντρικά κωλαράκια, πάλι θα τον κράταγα για σκλάβο μου, μόνο και μόνο για τα θαυματουργά του χέρια. Βογκούσα πιο πολύ απ’ ό,τι αυτός όταν του γάμαγα την πίσω τρύπα. Με κάθε του μάλαξη, ένιωθα την κούραση και τα νεύρα να ρέουν από τους μύες μου σαν νερό. Πώς να μην το λατρεύω αυτό το αγόρι; Βέβαια, αυτό ποτέ δεν του το έδειχνα. Ξέρω πως θα ξενέρωνε στην στιγμή.

Μου το ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή, από τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε στο διαδίκτιο: «Θέλω έναν άντρα εκατό τις εκατό,» μου είχε πει. «Να είναι αφέντης, κύριος, απόλυτος άρχοντας. Να μην με βλέπει σαν φίλο, αλλά σαν σκλάβο. Να μου φέρεται όπως θέλει. Θέλει γαμήσι; Να με βάζει κάτω να με σκίζει χωρίς να βάλει καν λιπαντικό. Θέλει να βαρέσει χαστούκια; Να το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη. Να με βάλει να γαμηθώ με αγνώστους; Να το κάνει αμέσως. Θέλω να μην με βλέπει ως άνθρωπο, αλλά ως αντικείμενο που το χρησιμοποιεί για πάρτι του».

Είχα καιρό να συναντήσω αληθινό σκλάβο. Από τα φοιτητικά μου χρόνια στο Λονδίνο, όταν σπούδαζα και ήρθα σε επαφή με τον κόσμο των υποτακτικών σκλάβων και των αυταρχικών αφεντικών. Δεν άργησα να καταλάβω τον αυταρχισμό μου και το γεγονός πως η «χρίση» άλλων, λειτουργούσε ως σούπερ διεγερτικό για μένα.

Συνάντησα αρκετούς «σκλάβους» στην ζωή μου που μόνο σκλάβοι δεν ήτανε. Μικρά (ή και μεγαλύτερα) αγόρια, που νομίζουν πως θα φάνε κάνα σκαμπιλάκι και αυτό το λένε «σκλάβος». Ανόητα πλάσματα!

Στον Κώστα βρήκα αυτό που έψαχνα, και μάλιστα στην Ελλάδα, και στην πόλη μου, την Αθήνα. Από την αρχή κατάλαβα πως αυτός ήταν πραγματικός σκλάβος, γεννημένος για υποταγή. Μάλιστα, στις πρώτες συναντήσεις μας, σχεδόν αυτός οδηγούσε τα πράγματα, βοηθώντας με να ελευθερώσω τον καταπιεσμένο αφέντη που έκρυβα μέσα μου. Τον βαρούσα χαστούκια και γέλαγε. «Αυτό μόνο μπορείς να κάνεις;» μου έλεγε. «Η αδερφή μου βαράει πιο δυνατά», και του έριχνα πιο δυνατά χαστούκια.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, και τώρα ζω πολύ πιο ήρεμα. Πραγματικά πιστεύω πως ο Κώστας συμβάλει στην καλή λειτουργία του γάμου μου. Αν δεν τον είχα να εκτονώνομαι, ίσως να γινόμουν και εγώ ένας από αυτούς τους βίαιους άντρες που δείχνουν στην τηλεόραση, από αυτούς που στέλνουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους στο νοσοκομείο με κατάγματα και μώλωπες.

Κάτι τέτοιες στιγμές τσατίζομαι και ξυπνάει μέσα μου ο φαλλοκράτης. Γαμημένη χειραφέτηση και μαλακίες. Σε άλλες εποχές, θα είχα τον Κώστα σκλάβο μου στον στάβλο του σπιτιού μου, και όποτε ήθελα τις υπηρεσίες του θα πεταγόμουνα δυο βήματα ως το κρεβάτι του, ενώ η γυναίκα μου θα παρέμενε αμίλητη και κλειδωμένη στον γυναικωνίτη. Τώρα, πρέπει να της λέω ψέματα πως μετά την δουλειά έχω χαρτούρα στα φορτηγά, για να έχω κάλυψη να περνάω από τον σκλάβο μου και να με «ξαλαφρώνει». Αν ήξερε πόσο τυχερή είναι, θα έπρεπε αυτή, πρώτη από όλες, να πέσει στα πόδια του Κώστα και να τον ευχαριστεί για τις υπηρεσίες που μου προσφέρει. Τέλος πάντων. Και έτσι όπως είναι τα πράγματα, πάλι καλά να λέω. Παράπονο δεν έχω.

Τα μαγικά χέρια του Κώστα είχαν κάνει το θαύμα τους. Τα πόδια μου είχαν πάψει από ώρα να με πονάνε και ένιωθα την πλάτη μου σαν μια μάζα από απαλή κι εύπλαστη ζύμη. Όλη μου η ενέργεια είχε μεταμορφωθεί σε καύλα. Ένιωθα τον πούτσο μου, με τα είκοσι δύο ευλογημένα εκατοστά που του χάρισε ο Θεός, να είναι πέτρα και να πονάει από την πίεση που ασκούσε το βάρος του σώματός μου επάνω του. Ήρθε η ώρα να τυραννήσω λιγάκι το δουλικό.

Με ένα νεύμα μου σταμάτησε το μασάζ κι έκατσε στα γόνατα με τα χέρια στο πάτωμα και το κεφάλι να κοιτάζει κάτω. Γύρισα ανάσκελα και αμέσως ένιωσα αγαλλίαση στον καβάλο μου. Το πέος μου τώρα φαινότανε να πιέζει έντονα το ύφασμα του παντελονιού που εξείχε υψωμένο σχηματίζοντας ένα μικρό αντίσκηνο. Έβαλα το χέρι μου επάνω και τον μάλαξα. Ήτανε τέλεια! Ένιωθα χαλαρός και ξεκούραστος, και το μόνο που χρειαζότανε για να ολοκληρωθεί η κάθαρση ήταν να χύσω το ψωλόχυμα που έβραζε όλη μέρα στους όρχεις μου.

«Γουστάρεις ξεφτίλα να πιεις τα χύσια του αφέντη σου;» τον ρώτησα. Έμεινε σιωπηλός να κοιτάζει το πάτωμα. Μου άρεζε να τον τεστάρω συνέχεια. Ο σκλάβος δεν έχει δικαίωμα να μιλήσει εκτός κι αν ο αφέντης του δώσει το δικαίωμα με ξεκάθαρη εντολή. «Απάντησε!» τον διέταξα.
«Θα ήταν υπερβολικά μεγάλη μου τιμή Αφέντη,» απάντησε το δουλικό.
«Ωραία, αλλά όχι ακόμη,» του είπα. Πριν φύγω για τις γιορτές, θέλω να σου αφήσω ένα ενθύμιο. Πάνε φέρε το μαστίγιο».

Χάθηκε περπατώντας στα τέσσερα και επέστρεψε μετά από λίγο με ένα μαστίγιο φτιαγμένο από αληθινό καραβόσκοινο. Ήταν βαρύ και η επιφάνιά του άγρια και βαμμένη από προηγούμενες χρήσεις, ποτισμένο από το αίμα του σκλάβου μου.

«Πάμε στο σαλόνι να είμαστε πιο άνετα,» του είπα.

Στο σαλόνι, στον αριστερό τοίχο της πολυκατοικίας που δεν συνόρευέ με άλλο κτήριο, ο σκλάβος είχε από χρόνια τοποθετήσει γέρα στον τοίχο με μεγάλες βίδες, κρίκους στους οποίους μπορούσε να δένεται, κι έτσι να ακινητοποιείται χωρίς να ακούγονται «περίεργοι» ήχοι σε άλλα διαμερίσματα. Τον σήκωσα και τον έδεσα με την κοιλιά στον τοίχο. Σήκωσα τα χέρια του ψηλά και τα έδεσα στους κρίκους με τα σχοινιά που κρέμονταν πάντα έτοιμα για χρήση. Όταν τέλειωσα το δέσιμο και τον είχα έτοιμο, τον ρώτησα αν ήταν έτοιμος να φάει το ξύλο του. Δεν απάντησε καθόλου. Σωστή κίνηση. Ο αφέντης χέστηκε αν ο σλάβος είναι έτοιμος ή όχι να φάει ξύλο. Ο αφέντης δέρνει όποτε κι όπως γουστάρει, γιατί απλά, έτσι γουστάρει!

Σήκωσα ψηλά το βαρύ σχοινί, ζύγισα το εκπαιδευμένο πια χέρι μου και το κατέβασα με δύναμη. Τον πέτυχα στην αριστερή ωμοπλάτη. Ο σκλάβος έβγαλε μια ψιλή, πνιγμένη κραυγή πόνου και απόλαυσα το θέαμα των μυών της πλάτης του να συσπώνται και τα χέρια του να πετάνε φλέβες στα μπράτσα και τους καρπούς από το σφίξιμο. Χωρίς να περιμένω επανέλαβα την κίνηση. Πάλι η ίδια αντίδραση. Μετά από καμιά εικοσαριά χτυπήματα που είχαν κοκκινίσει την πλάτη του με κόκκινες, παχιές γραμμές, είδα πως τα πόδια του τρέμανε ελαφρώς. Ο πόνος και το σφίξιμο είχαν κουράσει τους τσιτωμένους τένοντες. Ο πούτσος μου, πιο σκληρός από ποτέ, πίεζε διεγερτικά το ύφασμα του εσωρούχου και του υφασμάτινου παντελονιού μου. Συνεχίζω ξαναμμένος και πιο άγριος.

Του ρίχνω δυο ντουζίνες απανωτές, δυναμώνοντας το κάθε χτύπημα, κλιμακωτά. Το ίδιο κλιμακωτά ανεβαίνουν και οι «ψιλές» κραυγές πόνου που προσπαθεί να καταπνίξει. Με διεγείρει ο ήχος της κραυγής του, και θα ήθελα όσο τίποτα στον κόσμο να μπορούσαμε να ήμασταν σε κάποιο απόμερο μέρος όπου δεν θα χρειαζότανε να καταπιέζει τον πόνο του.

Νιώθω μία ενόχληση στο δεξί μου μπράτσο. Μάλλον το παράκανα. Σταματάω το μαστίγωμα και το μαλάζω με το αριστερό. Ο πόνος υποχωρεί κάπως. Ηρεμώ. Στρέφω το βλέμμα μου στον σκλάβο μου που τώρα έχει καταρρεύσει. Τα πόδια του, ανίκανα να τον κρατήσουν έχουν παραλύσει και κρέμονται νεκρά. Τα χέρια του, τεντωμένα από το βάρος το σώματος που κρέμεται αποκλειστικά και μόνο από αυτά. Όλο του το σώμα συσπάται άρρυθμα. Στην ησυχία που έρχεται μετά το σταμάτημα των χτυπημάτων ακούω τους πνιγμένους λυγμούς που βαίνουν από το λαρύγγι του σκλάβου μου. Καύλα!

Ήρθε η ώρα. Θα του γαμήσω το λαρύγγι! Θα του ξεσκίσω το στόμα! Θα του τον καρφώσω τόσο άγρια που θα βγει από το πίσω μέρος του λαιμού του. Πετάω κάτω το σχοινί και του λύνω με άτσαλες κινήσεις τα δεσμά. Με το που λύνω τον τελευταίο κόμπο, το σώμα του γλιστράει στο πάτωμα, σαν να είναι ένα κομμάτι ύφασμα που πέφτει.

Τον αρπάζω από τα κατάμαυρά του μαλλιά και σηκώνω το κεφάλι του ψηλά. Βγάζει μια κραυγή πόνου, πιο μπάσα αυτή την φορά. Βοηθάει με τους μύες της πλάτης και ανασηκώνεται κάπως. Πιέζω το πρόσωπό του πάνω στον καβάλο μου.

«Αυτό δεν ήθελες; Παλιόπουστρα; Λέγε! Αυτό δεν ήθελες; Ε;» Ψιθυρίζει ένα αδύναμο «μάλιστα». Τα παίρνω! «Δεν άκουσα; Δεν άκουσα λέω! Δεν βλέπω και πολύ ενθουσιασμό! Τι έγινε; Μήπως δεν σου κάνω; Κουράστηκες; Θέλεις να φωνάξω την μανούλα να σου κάνει μάκια-μάκια να περάσει;!» Σε κάθε πρόταση η φωνή μου ανεβαίνει κλίμακες. Πραγματικά τα έχω πάρει. Έχω φτιαχτεί γαμώ το μου! Το μασάζ, το ξύλο, η καύλα! Θέλω να χύσω τώρα! Τώρα που να πάρει! Αλλιώς, μα τον Θεό, θα τον σκοτώσω στ’ αλήθεια!

«Λέγε μωρή παλιόπουστρα», του φωνάζω, «Δεν θέλεις πούτσο; Αρνείσαι να δεχτείς την αμοιβή που προσφέρει ο αφέντης σου; Μίλα!»
«Όχι αφέντη,» αποκρίνεται με επιτηδευμένα πιο δυνατή φωνή. «Δεν θα αρνιόμουνα ποτέ την ευλογία του σπέρματός σας κύριε! Είμαι δούλος σας κύριε και ζω για να σας υπηρετώ».
«Τότε μάζεψε τον γαμημένο εαυτό σου και έλα να μου τον γλύψεις καριόλη!»

Με μερικά βήματα φτάνω στον καναπέ και θρονιάζομαι επάνω του, με την λεκάνη μου να είναι σχεδόν στον αέρα, και ανοίγω τα σκέλια μου όσο μπορώ. Το δαρμένο, και ελαφρός ματωμένο, σκλαβάκι μου, έρχεται σερνάμενο στα τέσσερα με την αλυσίδα του κολάρου του να βγάζει έναν γλυκό μεταλλικό ήχο. Φτάνει. Παίρνει θέση ανάμεσα στα σκέλια μου. Δεν τολμάει να στρέψει το βλέμμα του αρκετά ψηλά για να αντικρίσει τα μάτια μου, αλλά σιωπηλά εκλιπαρεί για την εντολή μου. Τρέμει. Μερικοί μύες του συσπώνται ακόμη. Γαληνεύω. Γίνομαι πιο τρυφερός. Απλώνω το χέρι μου και του χαϊδεύω τα μαλλιά. Έχει όμορφα, απαλά μαλλιά. «Όλος δικός σου,» του λέω σχεδόν ψιθυριστά.

Απλώνει τα τρεμάμενα χέρια του. Χαϊδεύει το αντίσκηνο που υπάρχει κάτω από την μέση μου. Το πιέζει απαλά, πιο δυνατά, πιο δυνατά. Το μαλάζει και το χαϊδεύει.

Ο γλυκέ Θεέ! Αν οι χαρές του πούτσου είναι αμαρτία, δέχομαι την μεταθανάτια τιμωρία. Είμαι σχεδόν έτοιμος να αλλάξω θέσεις με το δουλικό μου. Είμαι έτοιμος, εγώ, να τον παρακαλέσω να τελειώνει. Δεν κρατιέμαι!

Σχεδόν δύο χρόνια σχέσης όμως, λειτουργούν καταλυτικά και για τους δυο μας. Από την μία κρατιέμαι και δεν βγάζω άχνα, κι από την άλλη, αυτός, ξεκουμπώνει με επιδέξιες κινήσεις τα κουμπιά και λύνει την και την ζώνη. Ο πούτσος μου, βρίσκοντας τώρα ως μόνο εμπόδιο το ύφασμα από το λευκό μου μποξεράκι, ανασηκώνεται αρκετά εκατοστά. Τώρα δεν έχω πια αντίσκηνο, αλλά ολόκληρη σκηνή από μεγάλο τσίρκο. Τεράστιο και πανύψηλο.

Σκύβει και ακουμπάει τα χείλη του πάνω στο ύφασμα. Δίνει ένα ζεστό φιλί. Συνεχίζει προς τα κάτω με τα χείλη να νοτίζουν το ύφασμα. Ξανανεβαίνει. Ξανά φιλί. Πιέζει το πρόσωπό του πάνω την ζεστή σάρκα που κρύβεται κάτω από ένα λεπτό κομμάτι υφάσματος. Η πλάτη του τρέμει. Αλλά είναι ένα τρέμουλο διαφορετικό. Έχει ρίγος. Ρίγος που προκαλείται από την καύλα. Τον έχω ξαναδεί να αντιδράει έτσι. Ξέρω πως και ο ίδιος κρατιέται. Προσπαθεί να επιτείνει την καύλα μου, την καύλα του αφέντη του. Ακόμη και αυτή την στιγμή που έχει το ελεύθερο, ενεργεί ως σωστός, αληθινός σκλάβος. Βάζει πάνω απ’ όλα την ηδονή, την καύλα του αφέντη του. Η καρδιά μου έχει μαλακώσει πέρα από το επιτρεπτό. Τελευταία στιγμή σταματάω το χέρι μου που πάει για άλλη μια φορά να του χαϊδέψει τα απαλά, κατάμαυρα μαλλιά.

Πλέον δεν φιλάει, αλλά εκτελεί μία επιδέξια χορογραφία πάνω στο σώμα που καυλωμένου πούτσου μου. Επιδέξια φιλάκια εδώ κι εκεί, γλειψίματα, τριψίματα, πιέσεις σε διάφορα σημεία. Νιώθω ένα δάκρυ να φεύγει από το ένα μου μάτι. Δεν είναι αδυναμία, είναι έκσταση πριν από την έκσταση. Με γνωρίζει πια υπερβολικά καλά το μπάσταρδο, σκέφτομαι.

Τελικά, απλώνει το λυτρωτικό του χέρι και, με μία απαλή κίνηση, γραπώνει το φαρδύ λάστιχο της μέσης και τραβάει το εσώρουχο προς τα κάτω. Το λάστιχο περνάει κάτω από τον πούτσο ο οποίος γραπώνει το ύφασμα. Δεν πτοείται. Δεν κάνει καμία κίνηση να διευκολύνει την απογύμνωση του ανδρισμού μου. Ξέρει πόσο μου αρέσει αυτή η λεπτομέρεια στην χορογραφία του. Βάζει παραπάνω δύναμη η οποία συσσωρεύεται στο παχύ και σκληρό κομμάτι κρέατος που έχω από παιδί ανάμεσα στα σκέλια μου, ώσπου, με ένα απότομο τίναγμα, αυτό κατεβαίνει κάτω, δημιουργεί την κατάλληλη γωνία και το λάστιχο απελευθερώνεται από το σάρκινο γάντζο. Το ύφασμα κατεβαίνει απότομα, και ο πούτσος μου πετάγεται σαν έλασμα ψηλά στον αέρα. Το μάτι του σκλάβου μου γυαλίζει απόκοσμα.

Το μεγάλο, ευλογημένο από τον δημιουργό, πέος μου, στέκει πανύψηλο με τους περήφανους είκοσι δύο πόντους του, και το αφύσικο φάρδος στην βάση του. Ο πουτσοκέφαλός μου, εντελώς απογυμνωμένος από την βάλανο, γυαλίζει από τα φυσικά λιπαντικά που βγάζουν οι αμέτρητοι, αφανείς στο γυμνό μάτι, πόρους του δέρματος του, σαν κόσμημα. Οπάλιο.

Απλώνει το χέρι του και κλείνει τα δάχτυλά του γύρω από τον κορμό του πούτσου και του κουνάει πάνω κάτω. Συσπώμαι και κλείνω σφιχτά τα μάτια. Δεν πρέπει. Δεν πρέπει να χύσω πριν τον βάλει στο στόμα του. Δεν πρέπει! Προσπαθώ να κρατηθώ ανακαλώντας στην μνήμη μου άσχετες εικόνες. Πετυχαίνει κάπως. Νιώθω τον πουτσοκέφαλο να υγραίνεται απότομα και να ζεσταίνεται ταυτοχρόνως. Στο μυαλό μου συντελείται ένα μικροκοσμικό Μπίγκ-μπάνγ. Μια έκρηξη εξαφανίζει τα πάντα και χάνομαι στο σκοτάδι.

Μέσα-έξω. Γλυκιά θερμότητα, απότομο ξεπάγιασμα. Ξανά: Μέσα-έξω, θερμό-κρύο. Ξανά, ξανά, ξανά, ξανά... Ανοίγω τα μάτια και βλέπω την μπάλα από το μαύρο του μαλλί να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά με συνοδεία υγρών ήχων που δραπετεύουν από το στόμα του. Δίνει ρέστα! Είναι, χωρίς αμφιβολία, για μένα, ο καλύτερος πουτσογλείφτης στην μέχρι τώρα ζωή μου. Ζει για να γλύφει καυλιά. Όχι ό,τι να ’ναι, αλλά το δικό μου καυλί!

Δεν είναι μονότονος και βαρετός. Κάνει κόλπα: Το βγάζει τελείως έξω από το στόμα του, και μουσκεμένο όπως είναι το φυσάει απαλά. Παγώνει! Και απότομα ανοίγει διάπλατα το στόμα του και το κατεβάζει με δύναμη και ταχύτητα εξαφανίζοντας τουλάχιστον το μισό μέσα του, χτυπώντας πάτο στο λαρύγγι του. Κατεβάζει το σώμα του, σχηματίζει ευθεία με τον λαιμό, ανοίγει δίοδο στον φάρυγγα και πιέζει. Ακόμη λίγα εκατοστά από τον πούτσο μου καταφέρνουν να εξαφανιστούν μέσα στο ορθάνοιχτο στόμα του. Πνίγεται. Συσπάται ολόκληρος. Κλείνει τα μάτια από τα οποία μερικά δάκρυα δραπετεύουν κι επιμένει. Πιέζει πιο δυνατά. Ξαφνικά γλιστράει προς τα μπρος. Η δίοδος άνοιξε και όλο το πέος μου χάνεται μέσα του. Καύλα!

Κοντεύω να τρελαθώ. Βογκάω και αρχίζω να κάνω μικρές, αλλά απότομες συσπάσεις. Σηκώνω τα μπράτσα μου και με τα χέρια μου γραπώνω άγρια και δυνατά τα μαλλιά μου και τα τραβάω. Σφίγγω τα δόντια μου και τεντώνω τον λαιμό μου. Χτυπιέμαι από ηδονή. Το καταλαβαίνει.

Τραβιέται και το βγάζει πάλι όλο έξω. Σκύβει και βουτάει τα βαριά, γεμάτα ζεστό ψωλόχυμα, αρχίδια μου μέσα στο στόμα του και τα μαλάζει με την γλώσσα του. Επιτείνει την αγωνία μου.

Τινάζω το χέρι μου και του γραπώνω τα μαλλιά. Τραβάω το κεφάλι του προς τα πίσω και του σκάω δυο γρήγορα χαστούκια στο κάθε μάγουλο. Χωρίς να περιμένω αντίδραση του πιέζω πάλι το κεφάλι προς τα κάτω. Βλέπω, έστω από τα πλάγια, το χαμόγελό του. Είναι στο στοιχείο του, και είναι πανευτυχής.

Συνεχίζει το έργο του. Τα δευτερόλεπτα περνούν και γίνονται λεπτά. Δεν ξέρω πόσα: δύο, πέντε, δέκα; Ιδέα δεν έχω, και χέστηκα! Οι παλμοί της καρδιάς μου έχουν ανέβει. Βαριανασαίνω και βγάζω βαθύ λαρυγγισμούς. Έχει βάλει το μοτέρ στο φουλ και δίνει ρέστα! Αυτό ήταν. Το νιώθω. Έρχεται.

Η φωνή μου γίνεται αφύσικα ψιλή και κοφτή. Συσπώμαι και τρέμω ολόκληρος. Αυτόματα απλώνω το χέρι μου και καρφώνω το κεφάλι του πάνω στον πούτσο μου που με γαργαλάει ευχάριστα. Δεν χρειάζεται βέβαια γιατί αυτός από μόνος του πιέζει πιο δυνατά τον λαρύγγι του πάνω στον καυτό και πρησμένο πουτσοκέφαλο.

«Χύνωωωω...» καταφέρνω να ψελλίσω καθώς νιώθω τον πίδακα της λευκής λάβας να διασχίζει με ταχύτητα φωτός την μικρή τρυπούλα της ουρήθρας μου, για να χαθεί σε μία άλλη, μαύρη τρυπά, που αχόρταγα καταπίνει την υγρή λευκότητα. Σπέρματα, γαλαξίες ολόκληροι χάνονται για πάντα μέσα στην τρύπα που οδηγεί στα εσώψυχα του σκλάβου μου. Συσπώμαι ξανά. Δεύτερη ριπή. Ανασαίνω. Ξανά. Τρίτη ριπή. Τέταρτη! Βογκάω! Πέμπτη, έκτη! Ανασαίνω. Ακολουθούν μερικοί ακόμη, όχι τόσο έντονοι, σπασμοί. Το στήθος μου κατεβαίνει καθώς εκπνέω μια μεγάλη ποσότητα αέρα από τα πνευμόνια μου. Έχω τα μάτια μου κλειστά, και στην κυριολεξία, βλέπω αστεράκια. Εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως, αστεράκια να αναβοσβήνουνε. Επιτέλους. Καταφέρνω να ανοίξω τα μάτια μου που πλημμυρίζουν από φως.

Ακούω υγρούς ήχους. Στρέφω τα μάτια μου προς τα κάτω. Ο αχόρταγος σκλάβος μου ρουφάει με δύναμη το μεγάλο κομμάτι ζεστού κρέατος, που σιγά-σιγά χάνει την σκληράδα του. Προσπαθεί απεγνωσμένα να παρατείνει την ζωή της στύσης μου. Με την γλώσσα του να μαζεύει επιδέξια τις τελευταίες σταγόνες λευκής απόλαυσης που στάζουν από την λεπτή σχισμή της ουρήθρας μου, και με γλυκά, απαλά φιλιά που δίνει στον πουτσοκέφαλο, απολαμβάνει τα τελευταία δευτερόλεπτα της αμοιβής του.

Χαλαρώνω τους μύες και το σώμα μου βουλιάζει προς τα πίσω. Τα πόδια μου λύνονται και γλιστράω ελαφρός προς τα κάτω. Τα χέρια του σκλάβου μου σταματάνε την κάθοδο πιέζοντας μου τα γόνατα. Με απαλές κινήσεις και μαλάξεις της γλώσσας του, καθαρίζει το πέος μου από τυχών υπολείμματα σπέρματος. Χαλαρώνω... Χαλαρώνω... Χαλαρώνω... Μετά από λίγα λεπτά που φάνηκαν σαν αιώνες, ένοιωσα την ζωτική μου δύναμη να επιτρέψει στο σώμα μου. Σφίχτηκα και έσυρα τον εαυτό μου πίσω στον καναπέ, φέρνοντας το ταυτόχρονα σε καθιστική στάση. Ο σκλάβος μου καθόταν οκλαδόν ανάμεσα στα σκέλια μου, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στον, κοιμούμενο τώρα πια, γίγαντα που ο Θεός προίκισε ανάμεσα στα σκέλια μου. Άπλωσα το χέρι μου και του χάιδεψα απαλά τα μαλλιά. Δέχτηκε το χάδι με χαρά αυτή την φορά, νιώθοντας μέχρι τα βάθη της ψυχής του την ικανοποίηση της γνώσης πως πραγματικά άξιζε το χάδι και την επιβράβευση. Είδα το χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Έτσι μπράβο!» του είπα με βαριά φωνή. «Είσαι ένας πολύ καλός σκλάβος. Ένας πραγματικός σκλάβος που κάθε αφέντης θα ήταν περήφανος να έχει». Το χαμόγελό του μεγάλωσε.

Όταν ένοιωσα πως είχα συνέλθει πλήρως, ανήγγειλα την απόφαση για την αναχώρησή μου. Το δουλικό αμέσως άρχισε τις διεργασίες. Σήκωσε το εσώρουχο μου τοποθετώντας τον πούτσο μου, με φανερή αγάπη, στην σωστή του θέση. Κατόπιν με έντυσε φορώντας μου τα ρούχα ένα-ένα, και τέλος, αφού μου φόρεσε και το πουκάμισο, και σηκώθηκα όρθιος για να τον διευκολύνω, έδεσε την ζώνη μου και κούμπωσε το παντελόνι.

Σήκωσα το χέρι μου για να δω την ώρα στο ρολόι. Όλα πήγαιναν... ρολόι. Στην ώρα την σωστή που έπρεπε να τελειώσει.

«Λοιπόν,» απηύθυνα τον λόγο στον σκλάβο μου, «σήμερα ήσουν πολύ καλός. Πραγματικά δεν μπορούσα να ελπίζω σε τίποτα καλύτερο από αυτό που πρόσφερες σήμερα. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να φύγω. Να ξέρεις πως ο Αφέντης σου είναι περήφανος για σένα και θα σε σκέφτεται συχνά τις επόμενες μέρες. Θέλω να είσαι καλό παιδί και να είσαι φρόνιμο για όσο θα λείπω. Κατάλαβες σκλάβε; Μίλα».
«Μάλιστα αφέντη,» αποκρίθηκε με χαμηλωμένο βλέμμα.

Περπάτησα ως την πόρτα με τον σκλάβο να με ακολουθεί στα τέσσερα. Γύρισα και τον κοίταξα. Του είπα να τεντώσει το κεφάλι του. Με κλειστά μάτια έκανε όπως τον διέταξα κι έλυσα το κολάρο του. Ήτανε ελεύθερος πια.

Έμεινα για λίγο να κοιτάζω το πρόσωπό του με αδικαιολόγητη αγάπη. Αυτό το πλασματάκι μου προσέφερε πολύ χαρά στην ζωή. Ήθελα να του χαϊδέψω τα μαλλιά, να του πω πόσο καλός είναι, και πόσο τυχερός ήμουν που τον βρήκα και τον έκανα δικό μου. Αλλά... Αυτό θα ήταν καταστροφικό. Ο μικρός ήταν αυτό που ήτανε: ένα υποτακτικής ψυχολογίας αδέσποτο. Φτιαγμένο να υπακούει και να εκτελεί εντολές. Δεν ήταν ένα μικρό κουτάβι που ήθελε χάδια και παιχνίδια.

Άπλωσα το χέρι και του χάιδεψα απαλά τα μαλλιά. Είδα το χαμόγελό του να εξαφανίζεται στιγμιαία. Το περίμενα. Στιγμιαία κι εγώ γραπώνω μια μεγάλη τούφα από τα μαλλιά του, και με το άλλο χέρι του αστράφτω απότομα πολλά μαζεμένα χαστούκια σε κάθε μάγουλο. Κατόπιν, με ένα τίναγμα, τον πετάω προς τα πίσω για να σκάσει φαρδύς-πλατύς ανάσκελα στο πάτωμα.

Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω χωρίς να πω άλλη λέξη. Γυρνάω και ρίχνω μία τελευταία γρήγορη ματιά καθώς κλείνω την πόρτα. Προλαβαίνω και βλέπω τον σκλάβο να έχει γραπώσει το πέος του και να αυνανίζεται σε ξέτρελους ρυθμούς.

Μπαίνω στο ασανσέρ. Καθώς κατεβαίνω κάτω εξετάζομαι προσεχτικά στον καθρέφτη για τυχών «προδοτικά» σημάδια. Τίποτα. Καθαρός. Σκέφτομαι τον μικρό και σκάω ένα χαμόγελο στον εαυτό μου. Πρωτοχρονιά αύριο, σκέφτομαι. Βγάζω το κινητό και στέλνω μήνυμα στην γυναίκα μου να ζεστάνει το φαγητό γιατί σχόλασα και σε μισή ώρα θα είμαι εκεί.

Το βράδυ, κάνω έρωτα στην γυναίκα μου. Έτσι, για το καλό του χρόνου. Έχω όμως τα μάτια μου κλειστά. Μόνο που πίσω από τα κλειστά μου μάτια, βλέπω το σώμα του πιστού και καλού μου σκλάβου...



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

2. Ο Κουνιάδος


Ο κύριος καθόταν από πάνω μου και με κοιτούσε απαξιωτικά. Για άλλη μια φορά είχα κάνει το ίδιο λάθος, και απ’ ό,τι φαινόταν, αυτή την φορά δεν θα ήταν το ίδιο επιεικής μαζί μου.

«Άχρηστο καθίκι», φώναξε ξαφνικά, και σήκωσε την ζώνη του για να με χτυπήσει.

Η ζώνη έσκασε με ορμή πάνω στο σώμα μου, προκαλώντας μου δυνατό πόνο, τόσο οξύ που τσίριξα. Προτού προλάβω να συνέλθω, ακολούθησε δεύτερο χτύπημα που αυτή την φορά με πέτυχε σχεδόν στο πρόσωπο. Ενστικτωδώς σήκωσα τα χέρια μου για να το προστατεύσω ενώ ταυτόχρονα παρακάλεσα για έλεος.

«Συγγνώμη», κλαψούρισα. «Δε θα το ξανακάνω. Τ’ ορκίζομαι».
«Γαμώ το στανιό σου μαλακισμένο! Μόλις τό ’κανες ξανά!» είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Άλλο ένα χτύπημα με βρήκε στο σώμα. «Ρε! Ίσα κι όμοια είμαστε βρε ξεφτιλισμένε;! Πότε θα καταλάβεις την θέση σου σιχαμερό υποκείμενο;»
«Συγγνώμη, κύριε!» φώναξα προσπαθώντας να διορθώσω το λάθος μου. «Έλεος κύριε, έλεος!»
«Έτσι μπράβο! Πού θα πάει; Σαν τα ζώα κι εσύ, θα μάθεις...»

Σήκωσε το χέρι που κρατούσε την άκρη της ζώνης του ψηλά στο αέρα και το κατέβασε με όλη του την δύναμη. Ο πόνος ήταν πέραν του ορίου μου κι ένοιωσα τα μάτια μου να υγραίνονται από τα πρώτα δάκρυα.

«Λοιπόν. Για να σιγουρευτούμε πως έμαθες το μάθημά σου, θα φάς μια ντουζίνα στην πλάτη. Θα τις μετράς και κάθε φορά θα λές ευχαριστώ...»
«Κύριε!»
«Ακριβώς! "Ευχαριστώ, κύριε!" Να το θυμάσαι αυτό παλιομαλακισμένο!»

Γύρισα κι έκατσα στα τέσσερα με την γυμνή μου πλάτη εκτεθειμένη στην τιμωρία του κυρίου μου. Δευτερόλεπτα μετά έσκασε το πρώτο χτύπημα.

«Μία κύριε. Ευχαριστώ κύριε», είπα σφίγγοντας τα δόντια μου. Ακολούθησε το δεύτερο χτύπημα: «Δύο κύριε. Ευχαριστώ κύριε». Όταν είπα και το τελευταίο: «Δώδεκα κύριε. Ευχαριστώ κύριε», η πλάτη μου έκαιγε σαν να την είχαν βάλει φωτιά, ενώ μερικές κόκκινες σταγόνες που ένοιωσα να κυλάνε στο πλάι με διαβεβαίωσαν πως αύριο θα πονούσα τρομερά.

Ο κύριος έκανε δυό βήματα πίσω κι έσκασε στον καναπέ όπου καθότανε πριν τον νευριάσω κι αρχίσει να με τιμωρεί —όπως μου άξιζε να τιμωρηθώ. Πήρε μερικές αναπνοές πριν μιλήσει:

«Βλέπεις τί μ’ αναγκάζεις να κάνω; Ε; Πές μου: ήταν απαραίτητο όλ’ αυτό τώρα; Ε; Όλα αυτά για να μάθεις να λές μία γαμημένη λέξη; Μία τόσο απλή γαμημένη λέξη; Μίλα».
«Συγγνώμη κύριε», απάντησα. «Ό,τι και να πείτε έχετε δίκιο κύριε. Είμαι ένας ηλίθιος κύριε».
«Μήπως ξέχασες κάτι τελευταίο;»
«Συγγνώμη κύριε. Σας ευχαριστώ για την υπομονή που δείχνετε απέναντι σ’ ένα ανάξιο σκουπίδι σαν εμένα κύριε. Σας είμαι αιώνια ευγνώμον κύριε», συμπλήρωσα αμέσως.
«Έτσι μπράβο. Ίσως να υπάρχει ελπίδα για σένα τελικά. Έλα, ας συνεχίσουμε από εκεί όπου είχαμε μείνει».

Έτσι όπως ήμουνα στα τέσσερα, σύρθηκα μπροστά στα ανοιχτά σκέλια του κυρίου μου κι έσκυψα να του φιλήσω τα πόδια.

«Έτσι μπράβο, καλό σκλαβάκι», είπε με πιο ήρεμη φωνή, κι αφέθηκε στις υπηρεσίες της γλώσσας μου που ευλαβικά του έγλυφε τα πόδια.

Μετά από κάνα δεκάλεπτο, ο κύριος μου άρπαξε τα μαλλιά και με ανάγκασε να σηκώσω το κεφάλι μου. Προσπάθησα να κρατήσω το βλέμμα μου χαμηλά, ώστε να μην αντικρίσω το δικό του, αυτό θα ήτανε μεγάλο λάθος. Δεν είχα το δικαίωμα να κοιτάζω το κύριό μου στα μάτια. Όπως σωστά λέει κι ο ίδιος: "ίσα και όμοια είμαστε;" Φάνηκε να ικανοποιείτε από την προσπάθειά μου να μην εστιάσω στο βλέμμα του.

«Ίσως τελικά, κάτι να έμαθες, έ;» είπε.
«Προσπαθώ, κύριε».
«Έτσι μπράβο, κάνουμε προόδους. Για σήκω όρθιος να σε δούμε». Υπάκουσα και σηκώθηκα όρθιος. «Μπα-μπά; Τί έχουμ’ εδώ;» είπε ο κύριος με χλευαστικό τόνο στην φωνή του. «Φαίνεται πως σου αρέσει το ξυλίκι έ; Παλιοπουστράκι; Βλέπω το βρακί σου έχει γίνει τέντα».

Πράγματι, το πέος μου ήταν σκληρό σαν πέτρα και πιεζότανε από το ύφασμα του σλίπ που φορούσα.

«Δεν είναι λίγο παράλογο εγώ ν’ ασχολούμαι με την πούτσα σου, αντί εσύ ν’ ασχολείσαι με την δική μου; Απάντησε!»
«Μάλιστα κύριε. Έχετε δίκιο κύριε. Με την άδειά σας να σας υπηρετήσω όπως θέλετε κύριε», απάντησα υποτακτικά.
«Θα το ’θελες πολύ αυτό πουστράκι, έ; Αλλά όχι, δεν έχεις κερδίσει ακόμη αυτό το προνόμιο ώστε να μου την γλύψεις. Στο κάτω-κάτω, τέτοια πούτσα, δεν γίνεται να την χαραμίζω στο κάθε σκουπίδι που βρίσκω μπροστά μου. Έ; Έχω άδικο; Μίλα!»
«Ναι, κύριε. Θα το ήθελα πάρα πολύ κύριε. Αλλά αν δεν μου αξίζει, να μην μου επιτρέψετε να σας γλύψω κύριε».
«Καλώς. Βλέπω πως μαθαίνεις, αργά μεν, αλλά μαθαίνεις. Σήκω!»

Ο κύριος σηκώθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Ήξερα τι με περίμενε, κι έτσι δεν μου προκάλεσε έκπληξη η διαταγή του να κάτσω στο κέντρο του δωματίου, πάνω στα γυμνά πλακάκια.

«Εύχομαι, για το δικό σου το καλό να διψάς, γιατί αλλιώς ξέρεις τι σε περιμένει».

Με μία απότομη κίνηση κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του κι αμέσως μετά τράβηξε από το άνοιγμα του εσωρούχου το πέος του. Στην θέα του και μόνο ένοιωσα ρίγος. Εκεί, μπροστά μου είχα το αντικείμενο του πόθου μου. Τον μεγάλο και χοντρό πούτσο του κυρίου μου. Το πόσο πολύ ήθελα να το βάλω μέσα στο στόμα μου, μόνο εγώ μπορούσα να το γνωρίζω. Αλλά όχι, δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να λάβω το υπέροχο πέος του.

«Κανέ: αααα...» είπε ο κύριος καθώς με σημάδευε με το πέος του.

Δευτερόλεπτα μετά ένοιωσα το ζεστό του κάτουρο να με χτυπάει, στο στήθος στην αρχή και μετά να αναβαίνει. Στόχος ήταν το ορθάνοιχτο στόμα μου, κι ήλπιζα να το πετύχει σύντομα, γιατί ό,τι χυνότανε έξω και κατέληγε στο πάτωμα, θα έπρεπε μετά να σκύψω και να το γλύψω.

Ένοιωσα το ζεστό υγρό να πετυχαίνει το στόμα μου και την αλμυρή γεύση των ούρων του στην γλώσσα μου. Υπό την συνοδεία του γέλιου του κυρίου μου, κατάπινα όση περισσότερη ποσότητα ούρων κατέληγε στο στόμα μου, ενώ το υπόλοιπο το ένιωθα να κυλάει από πηγούνι μου, να πέφτει στο στήθος μου, και να τρέχει μέχρι κάτω μουσκεύοντας το σλίπ μου. Απότομα όπως άρχισε, έτσι και τελείωσε. Ο κύριος τίναξε το πέος του και το εξαφάνισε πάλι πίσω από το ύφασμα του παντελονιού του.

«Δεν τα πήγες κι άσχημα», είπε, «αλλά κοίτα χάλι. Το καλό που σου θέλω να το κάνεις λαμπίκο το πάτωμα. Εδώ δες! Παντού κάτουρα! Αν είναι δυνατόν... Ξεκίνα! Τί περιμένεις;»

Έπεσα στα τέσσερα κι άρχισα με την γλώσσα μου να γλύφω το πάτωμα. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, κατάφερα μετά από λίγα λεπτά να έχω καθαρίσει εντελώς. Ο κύριος φάνηκε ευχαριστημένος.

«Πολύ ωραία. Και τώρα βάλε κι ένα πλυντήριο τα ρούχα πού ’ναι στο καλάθι, κι έλα πάλι μέσα. Α! Και μην τολμήσεις να σκουπιστείς! Το καλό που σου θέλω».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα, και έκατσα να εκτελέσω τις εντολές του.

Όταν μπήκα ξανά στο σαλόνι, ο κύριος είχε γδυθεί και καθότανε στον καναπέ με τα πόδια ορθάνοιχτα και το μεγαλοπρεπές του όργανο να κρέμεται περήφανα ανάμεσα από τα σκέλια του. Μου έκανε νόημα με το δάχτυλο του να πλησιάσω. Μόλις έφτασα στα δυό μέτρα, έκατσα στα γόνατα όπως είθισται να κάθομαι μπροστά στον κύριό μου και περίμενα να με διατάξει.

«Έλα να μου τον γλύψεις», είπε ξερά. Πλησίασα σερνάμενος ανάμεσα στα σκέλια του κυρίου μου κι ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Επιτέλους βρισκόμουνα μπροστά στο μεγαλοπρεπές του πέος. Έσκυψα και μύρισα το μεθυστικό άρωμά του. Η στύση μου κόντευε να τρυπήσει το σλίπ. «Πάρτοοο...» είπε ναζιάρικα.

Άνοιξα το στόμα μου και χωρίς να το ακουμπήσω με τα χέρια το πήρα μέσα μου. Ήτανε ζεστό, ζεστό και απαλό στην γλώσσα, σαν μεταξένιο. Άρχισα να λικνίζομαι με τρόπο ώστε το πέος του, που σκλήραινε κάθε δευτερόλεπτο όλο και πιο πολύ, να μπαινοβγαίνει στο στόμα μου. Σύντομα έφτασε το πλήρες μέγεθός του που ήτανε είκοσι ολόκληρα εκατοστά, ενώ το πάχος του ήτανε σαν να έβαζα στο στόμα μου ένα μπουκάλι αναψυκτικού.

Οι φλέβες του πούτσου του, πρησμένες και διογκωμένες, έστελναν το ζεστό αίμα στο «τέρας» του που τώρα μου γαμούσε το λαρύγγι. Αν υπήρχε κάτι για το οποίο καμάρωνα, ήτανε η ικανότητά μου στο βαθύ λαρύγγι. Μπορούσα άνετα να χώνω πράγματα στον ουρανίσκο μου χωρίς ν’ αναγουλιάζω και να κάνω εμετό. Το μόνο που ήθελα είναι κάθε τόσο και λιγάκι να τραβιέται για να παίρνω μια ανάσα.

«Ω, ναι! Ναι! Έτσι παλιοκαριόλι! Έτσι! Πάρ’ τ’ όλο μέσα!» φώναζε ο κύριος κυριευμένος από καύλα. «Θα στο ξεσκίσω ’γω αυτό το στοματάκι! Θα σε πνίξω με τα χύσια μου!»

Δεν άργησε πολύ να εκπληρωθεί η προφητεία του, καθώς με ένα απότομο τίναγμα της λεκάνης, κάρφωσε τον πούτσο του στα βάθη του λάρυγγά μου, κι ενώ γράπωσε με το χέρι το κεφάλι μου ώστε να μην μπορέσω να κάνω πίσω, άρχισε να χύνει το ψωλόχυμά του μέσα μου.

Το ζεστό και πηχτό υγρό χτύπησε στα βάθη του οισοφάγου, προκαλώντας μου αίσθηση όπως αυτή που έχει κανείς όταν προσπαθεί να ξεφορτωθεί κάποιο φλέμα. Μαθημένος όμως όπως ήμουνα, σύντομα κατάφερα να στείλω τα ζουμιά του κυρίου μου μέσα στο στομάχι μου.

Κατάπια όλη την ποσότητα με την οποία με ευλόγησε και συνέχισα να πιπιλίζω τον πούτσο του προσπαθώντας να τον στραγγίσω από κάθε σταγόνα σπέρματος που μπορεί να είχε απομείνει, συνοδευόμενος από τα αγκομαχητά του κυρίου.

Τραβήχτηκε αργά από μέσα μου, αφήνοντάς με μ’ ένα τρομερό αίσθημα κενότητας. Με δυσκολία κατάφερα να συγκρατήσω την ορμή μου να πεταχτώ μπροστά και να το ξαναβάλω στο στόμα μου, η τιμωρία θα ήτανε αβάσταχτα σκληρή.

Χαστούκισε απαλά μερικές φορές το μάγουλό μου με το χέρι του και είπε: «Μπράβο. Καλό πουστράκι. Ξέρεις πώς να τσιμπουκόνεις έναν μεγάλο πούτσο. Μπορεί να μην είσαι τελείως στο να με υπηρετείς, αλλά θα σ’ εκπαιδεύσω, και μια μέρα θα γίνεις τέλειο σκλαβάκι. Ε; Τί λες; Μίλα».
«Όπως ορίζετε κύριε. Είναι τιμή μου να σας υπηρετώ».
«Μπράβο. Έτσι σε θέλω», είπε. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την ώρα στο ρολόι. «Πέρασε η ώρα. Άντε, καιρός να του δίνεις, Αλλιώς θ’ αργήσεις στο σπίτι κι η αδερφή μου θα τα πάρει στο κρανίο».

Σηκώθηκα και ντύθηκα με γοργές κινήσεις. Είχε δίκιο, η ώρα είχε περάσει γρήγορα. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα όπου στεκόταν ήδη και την ώρα που έπεσα στα τέσσερα να του φιλήσω μια τελευταία φορά τις πατούσες, μου είπε: «Σε κάνα δίωρο που θα έρθω για να φάμε το παστίτσιο της Μαιρούλας θα σε τσεκάρω. Το καλό που σου θέλω να μυρίζεις κάτουρο, αλλιώς... ξέρεις».

Στον δρόμο σταμάτησα το αμάξι κάπου απόμερα και βάρεσα μια μαλακία να εκτονωθώ. Έγλυψα τα χύσια από το χέρι μου για να ενωθούνε με τα δικά του μέσα μου. Παρηγορήθηκα κάπως. Μπορεί να μην τον παντρεύτηκα όπως θα ήθελα, κατάφερα όμως να τον κάνω κουνιάδο μου παίρνοντας την στραβοκάνα την αδερφή του. Ας είναι...



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet