Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

15. Τσιφλικάς για... κλάματα [μέρος 6ο]


Λίγη ώρα μετά, ο κύριος Θανάσης καθότανε χύμα πάνω στον καναπέ, βγάζοντας μουγκανητά και προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του, ενώ εγώ, καθισμένος στα γόνατα κάτω στο γυμνό πάτωμα, ένιωθα το παχύρρευστο σπέρμα του να στάζει από το καταπιτσιλισμένο μου πρόσωπο.

Μαθημένος πλέον από την μέχρι τώρα σύντομη εκπαίδευσή μου, δεν τόλμησα να πάρω κάποια πρωτοβουλία και να σκουπιστώ, ή έστω να απομακρυνθώ και να σηκωθώ όρθιος. Εξάλλου, θα ήτανε μεγάλο ψέμα εάν έλεγα πως με ενοχλούσε η αίσθηση του σπέρματος που κυλούσε στο πρόσωπό μου.

«Αχ, κουτάβι μου...» είπε ο κύριος Θανάσης. «Είσαι πρώτος στο τσιμπούκι αγόρι μου —πρώτος! Σ’ αυτό δεν θέλεις καθόλου εκπαίδευση. Αυτό είναι σίγουρο. Εσύ τον γουστάρεις τον πούτσο τσογλανάκι... Έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα.
«Σου άρεσε ο πούτσος τους κυρίου σου μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε. Το λατρεύω το πέος σας».
«Σκύψε να φας σκαμπίλι... Έσκυψα και το δέχτηκα πειθήνια. Συνέχισε: «Σου είπα: Θέλω να μου μιλάς αντρίκεια και καυλιάρικα. Δεν θέλω ν’ ακούω για πέη, θέλω ν’ ακούω για τον πούτσο, το καυλί, το εργαλείο μου. Κατάλαβες κουτάβι;»
«Μάλιστα, κύριε. Έχετε δίκιο, κύριε».
«Το ξέρω πως έχω δίκιο κουτάβι. Τώρα πες το πάλι σωστά. Σ’ άρεσε ο πούτσος μου;»
«Μάλιστα, κύριε. Λατρεύω τον μεγάλο πούτσο σας. Δεν χορταίνω να τον υπηρετώ, κύριε».

«Μμμ... Έτσι αγορίνα μου. Έτσι!! Τώρα μιλάς όμορφα. Και δε μου λες, κακό παιδί... Γουστάρεις να τον πάρεις μέσα στο κώλο σου; Έ; Γουστάρεις μετά την ψώλα του πακιστανού να στον απολυμάνω με τον πούτσο μου; Γουστάρεις πούτσα πατριωτική;»
«Γουστάρω μόνο τον δικό σας πούτσο, κύριε», απάντησα πλήρως συντονισμένος στο "παιχνίδι".
«Τέλεια! Έτσι μπράβο αγόρι μου. Αλλά θέλω να το κερδίσεις πρώτα. Δεν δίνω την πούτσα μου έτσι εύκολα στο κάθε αγοράκι που βρίσκεται μπροστά μου. Και που μου τον έγλυψες, σου έκανα μεγάλη τιμή. Το ξέρεις αυτό;»
«Μάλιστα, κύριε. Ήταν και είναι μεγάλη μου τιμή που μου επιτρέψατε να σας τον γλύψω».
«Να τον πιπόσω!»
«Μάλιστα, κύριε. Μεγάλη μου τιμή που με αφήσατε να σας πιπόσω τον πούτσο, κύριε».
«Έτσι μπράβο».

Ο κύριος Θανάσης είχε ηρεμίσει και το ξεφούσκωτο πέος του, που δεν έχανε σε μεγαλοπρέπεια και ανδρισμό ακόμη και όταν ήταν μαλακό, κρεμότανε ήσυχο και ευτυχισμένο ανάμεσα στα σκέλια του. Με είδε που το κοίταζα.

«Δεν το χόρτασες ακόμη πουστόπαιδο ε; Μη σε νοιάζει. Άμα είσαι καλός θα έχεις και άλλο».
«Τιμή μου, κύριε».
«Ξέρεις τι θέλω μικρέ;» Παρέμεινα σιωπηλός περιμένοντας. «Θέλω να φάω ένα γαμάτο βραδινό. Πείνασα».
Από συνήθεια πήγα να ανοίξω το στόμα μου, μα θυμήθηκα πως πρέπει να μου υποβάλει ερώτηση ή να μου δώσει εντολή για να μιλήσω. Να που τελικά έπιαναν τόπο τα... "μαθήματα".

«Τι έχεις να φάμε; Εκτός από αυγά και πατάτες βέβαια...»
«Μου επιτρέπετε να πάω να δω κύριε;»
«Σου επιτρέπω. Έχεις ένα λεπτό».
«Μάλιστα, κύριε».
«Α! Και πού σαι;» είπε ο κύριος Θανάσης καθώς σηκωνόμουν όρθιος. «Μην τολμήσεις να σκουπιστείς! Θέλω να σε βλέπω με τα χύσια μου στην μάπα σου. Σου πάει τ’ άσπρο...»
«Μάλιστα, κύριε», είπα, χωρίς να ξέρει ο κύριος Θανάσης πως με ικανοποιούσε αυτή του η εντολή.

Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα. Έκανα έναν έλεγχο και δεν μπορώ να πω πως βρήκα πολλά. Επέστρεψα πίσω και έκατσα πάλι στα γόνατα μπροστά του.

«Εάν ο κύριος επιθυμεί, έχω τις παρακάτω επιλογές: Χωριάτικη σαλάτα, Γιουβαρλάκια από εχτές, και τοστ με διάφορα αλλαντικά μέσα», είπα.
«Μαγειρευτό φρέσκο δεν έχεις;» ρώτησε με δυσαρέσκεια στην φωνή.
«Λυπάμαι, κύριε. Δεν έχω κάτι άλλο έτοιμο, κύριε».
«Γαμώτο! Σπάστηκα... Να σου πω; Μακαρόνια έχεις;»
«Έχω!» φώναξα χαρούμενος που είχα κάτι που ίσως να ευχαριστούσε τον κύριο Θανάση.
«Σκύψε...»

Δίστασα για ένα δευτερόλεπτο, μα μετά θυμήθηκα πως δεν είχα τελειώσει την φράση μου αποκαλώντας τον "κύριο" στο τέλος. Έσκυψα και έφαγα το σκαμπίλι μου. Δεν ξέρω αν μου φάνηκε, αλλά νομίζω πως δεν ήτανε τόσο δυνατό όσο τα συνηθισμένα. Ή εγώ είχα αρχίσει να συνηθίζω στα χαστούκια, ή ο κύριος Θανάσης απλώς με λυπήθηκε και έδειξε μεγαλοψυχία, αναγνωρίζοντας, ίσως, τις προσπάθειές μου.

«Θα έχεις και ντομάτες; Και πιπεριές; Φαντάζομαι; Του πούστη, αγρότης είσαι! Ε;»
«Μάλιστα, κύριε. Έχω όλα όσα αναφέρατε, κύριε».
«Τότε, άκου τι θέλω. Θα πας μέσα, θα βράσεις ένα πακέτο μακαρόνια, και θα φτιάξεις και μια γαμάτη σάλτσα να τα συνοδέψει. Μπορείς; Ξέρεις να μαγειρεύεις;»
«Μάλιστα, κύριε. Ξέρω να μαγειρεύω αρκετά καλά, κύριε».
«Επειδή είσαι εργένης να υποθέσω;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία. Σήκω αγόρι μου και πάμε στην κουζίνα να σ’ απολαύσω που θα μου μαγειρεύεις».
«Μάλιστα, κύριε», είπα, και σηκώθηκα όρθιος.

Ο κύριος Θανάσης ήρθε πίσω μου μέσα στην κουζίνα. Έκατσε σε μια καρέκλα στο τραπεζάκι και με παρατηρούσε όσο έκανα τις εργασίες προπαρασκευής.

Περίπου σαράντα λεπτά αργότερα, ο κύριος Θανάσης απολάμβανε την μακαρονάδα του, συνοδευόμενη από μια χωριάτικη και φρέσκο κρασί από το χωριό. Εγώ, ως ταπεινός υπηρέτης του, είχα διαταχθεί να καθίσω στο πάτωμα στα γόνατα, και σαν καλό "σκυλί" να είμαι έτοιμος να ικανοποιήσω την κάθε του επιθυμία. Μου εξήγησε πως οι κατώτεροι δεν έχουν θέση στο ίδιο τραπέζι με τους ανώτερούς τους. Επίσης, μου ξεκαθάρισε πως δεν θα έτρωγα απόψε. Από την μια γιατί ήθελε να μην βαρύνω και έχω προβλήματα στα “καθήκοντά” μου, και από την άλλη... Γιατί, απλούστατα, έτσι γούσταρε!

Τρελό ή όχι, δεν με πείραξε καθόλου. Το ανάποδο μάλλον. Γούσταρα που ήμουν υποχρεωμένος να υπακούσω στις εντολές του ανωτέρου μου, του κυρίου Θανάση. Γιατί ό,τι πει ο κύριος Θανάσης είναι νόμος! Και αλίμονο σε όποιον τολμήσει να τον παρακούσει.



Όταν τελείωσε το γεύμα του ο κύριος Θανάσης, με διέταξε να συμμαζέψω και να πλύνω τα πάντα. Ξεκίνησα να εκτελώ τις εντολές υπό το άγρυπνο βλέμμα του. Την ώρα που έπλενα τα πιάτα στον νεροχύτη, ήρθε από πίσω μου και κόλλησε τον καβάλο του στον κώλο μου.

«Μην σταματάς πουτανάκι», μου ψιθύρισε στο αυτί. «Συνέχισε την δουλειά σου σαν καλό παιδί».

Συνέχισα να προσπαθώ να πλύνω τα πιάτα, με μεγάλη δυσκολία όμως. Ο κύριος Θανάσης τριβότανε πίσω μου. Ένιωθα τον καβάλο του να πιέζει δυνατά. Ο κύριος Θανάσης είχε κεφάκια. Έφερε τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες μου και τις γαργάλισε ελαφρά.

«Την επόμενη φορά, τις θέλω ξυρισμένες», μου ψιθύρισε και συνέχισε τα παιχνίδια του.

Σύντομα έφτασε στις ρόγες μου που τις έπιασε δυνατά ανάμεσα στα δάχτυλά του και τις τράβηξε ελαφρά. Έβγαλα έναν αναστεναγμό ενώ το σαπουνισμένο πιάτο γλίστρησε από τα χέρια μου για να πέσει με πάταγο μέσα στον νεροχύτη.

«Ζημιάρη...» είπε ο κύριος Θανάσης που συνέχισε να πασπατεύει το σώμα μου.

Είχα ερεθιστεί εντελώς και το πέος μου πιεζότανε στο πορτάκι της ντουλάπας ασφυκτιώντας μέσα στο σλίπ. Ο κύριος Θανάσης με ερέθιζε με το κόλλημα που μου έκανε. Πασπάτευε διάφορα μέρη του σώματός μου: το στήθος, την κοιλιά, τα μπούτια, τα κωλομέρια μου, ενώ δεν σταματούσε να πιέζει τον καβάλο του πάνω μου.

Έδινε μεγάλη σημασία στις ρόγες μου. Τις πείραζε στοργικά στην αρχή, μα όσο περνούσε η ώρα τις κακοποιούσε όλο και πιο βάναυσα. Τις έπιανε και τις έσφιγγε με δύναμη ανάμεσα στα δάχτυλα προκαλώντας μου έντονο πόνο που με έκανε να σταματάω το πλύσιμο. Τις απελευθέρωνε για λίγο, ίσα-ίσα για να τις πιάσει ξανά με δύναμη και να τις στρίψει μέχρι να με ακούσει να κλαψουρίζω. Όταν ο πόνος γινότανε δυνατός, ενστικτωδώς πετούσα προς τα πίσω την λεκάνη μου για να ξεφύγω, Μα αυτός, με μία δυνατή κίνηση, με πίεζε με τον καβάλο του πίσω στην θέση μου. Η όλη στάση μου προκαλούσε ένα υποφερτό μαρτύριο, ανάμικτο όμως με απίστευτη καύλα. Ένιωθα εντελώς ανυπεράσπιστος και αφημένος στα χέρια και τις ορέξεις του κυρίου Θανάση.

«Συνέχισε να πλένεις μικρό πουτανάκι», μου ψιθύρισε στο αυτί. «Δεν θέλω να την βγάλουμε εδώ όλη νύχτα. Όσο καθυστερείς, τόσο θα σε πονάω τα βυζιά. Στο τέλος θα στις ματώσω τις ρόγες... Στο υπόσχομαι αυτό... Γι’ αυτό τελείωνε γιατί θέλει και το κάτω κεφαλάκι να φάει μεζέ...»
«Μάλιστα... Αχ... Ναι, κύριε... Α!...»
«Έχεις σκυλοκαυλώσει παλιοπουστράκι βλέπω... Ε;»
«Μα-μάλιστα, κύριε», βόγκηξα σχεδόν.
«Σ’ αρέσει μωρή να σε βάζουν κάτω και να σε ιππεύουν! Το βλέπω από τον τρόπο που κουνάς το κωλαράκι σου μικρέ μου... Ε;»
«Μάλιστα κύριε...»
«Τότε τε-λεί-ω-νε!!»
«Μάλιστα, κύριε».

Με χίλια ζόρια κατάφερα να τελειώσω το πλύσιμο των πιάτων. Αλλά το θέμα ήτανε πως ο κύριος Θανάσης με είχε φτάσει στα πρόθυρα του οργασμού. Η συνεχής πίεση από πίσω, ο τρόπος που ο πούτσος μου τριβότανε πάνω στον νιπτήρα και τα χέρια του να έχουν ματώσει τις ρόγες μου, με είχανε φέρει στα όριά μου. Ήθελα να με γαμήσει εδώ και τώρα. Δεν δίστασα να το του αναφέρω.

«Κύριε;»
«Ναι, κουτάβι;»
«Σας ικετεύω κύριε... Γαμήστε με!»
«Ώπα! Τι έχουμε εδώ; Τι είπες;»
«Σας παρακαλώ κύριε, γαμήστε με! Σας εκλιπαρώ».
«Αχ, πως μ’ αρέσεις που το παραδέχεσαι επιτέλους! Συνέχισε αγοράκι. Μ’ αρέσει να σ’ ακούω να με παρακαλάς».
«Σας παρακαλώ κύριε. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι δικός σας. Σας ανήκω. Το μόνο που θέλω είναι να με βάλετε κάτω και να με ξεσκίσετε με τον βαρβάτο πούτσο σας. Να γίνω το πουτανάκι σας. Να γίνω αποκλειστικά δικός σας κύριε. Θέλω να με γαμήσετε σαν πουστράκι που είμαι...»
«Ω, ναι!!! Έτσι μπράβο αγοράκι! Τώρα μιλάς σωστά!»

Ο κύριος Θανάσης τραβήχτηκε λίγο, με γράπωσε και με γύρισε απότομα μπροστά και με κοίταξε στα μάτια.

«Τι είπες πως θέλεις μικρέ;»
«Τον πούτσο σας κύριε. Τον θέλω μέσα στον κώλο μου να με ξεσκίζει. Τον θέλω πολύ, κύριε».
Με κοίταξε για λίγο με έναν τρόπο σαν να σκεφτότανε τι να κάνει μαζί μου. Ήταν λες και ήθελε να με δείρει ή να με ξεσκίσει. Τελικά, διάλεξε να κάνει και τα δύο.
«Πάμε στο κρεβάτι μικρέ... Πάμε είπα!»



Μπήκαμε στην κρεβατοκάμαρα με βιάση. Σχεδόν με έσπρωξε. Έπεσα με τα μούτρα πάνω στο κρεβάτι. Πριν προλάβω να ανασηκωθώ ήρθε και στάθηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Μου έριξε δυό γερά χαστούκια στα κωλομέρια.

«Έτσι! Ν’ ανάψουν τα αίματα κωλόπαιδο! Θα στον σκίσω τον κώλο σήμερα!»
«Μάλιστα, κύριε! Σας ευχαριστώ, κύριε».
«Έτσι...»

Με γράπωσε από τα μαλλιά και με τράβηξε με δύναμη. Τσίριξα. Με έσπρωξε πάνω στο κρεβάτι και αφού με γύρισε λίγο στην θέση που ήθελε, ήρθε και ξάπλωσε επάνω μου. Ένοιωσα όμορφα νιώθοντας το βάρος ενός άντρα πάνω μου. Και το κυριότερο, ενός αυταρχικού άντρα που ήλεγχε την κατάσταση.

Έχωσε τα χέρια του κάτω και γράπωσε πάλι τις ρόγες μου. Ερεθισμένες ήδη από το προηγούμενο μαρτύριό τους ο πόνος με έκανε αμέσως να βγάλω μερικές ψιλές τσιρίδες.

«Μ’ αρέσει που κάτι παλικάρια σαν και σένα μπορούν με την κατάλληλη δουλειά να βγάλουν τέτοιες κοριτσίστικες τσιρίδες μικρέ μου... Θα σε κάνω να κελαηδήσεις απόψε...»
«Μάλιστα... κύριε...»

Και, σαν για επιβεβαίωση, έσφιξε με όλη του την δύναμη τις ρόγες μου. Ούρλιαξα και τινάχτηκα προς τα πάνω, αλλά το βάρος του σώματος του κυρίου Θανάση με κράτησε κάτω. Δάκρυσα από τον πόνο.

«Κάτω μικρέ! Κάτω!...»
«Με πονέσατε κύριε...» κλαψούρισα.
«Και τι θέλεις; Ρεπό; Αυτό ήθελα... Αλλά το καλό που σου θέλω να σκάσεις και να μ’ αφήσεις να κάνω την δουλειά μου. Το ξέρεις κι εσύ κατά βάθος πως το γουστάρεις... Κι άμα αμφιβάλεις νιώσε αυτό που νιώθω κι εγώ».

Με ταχύτητα απελευθέρωσε τις ρόγες μου και έχωσε το χέρι του στο καβάλο μου. Ένοιωσα τα δάχτυλά του να σφίγγονται με δύναμη γύρω από τον σκληρό σαν πέτρα πούτσο μου. Πόσο δίκιο είχε! Η στύση μου δεν έλεγε ψέματα. Ήμουνα στα όριά μου.

«Κατάλαβες μικρέ;» ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Όπως πάντα έχετε δίκιο, κύριε».
«Το ξέρω πως έχω δίκιο κουτάβι... Να δω εσύ πότε θα το μάθεις και θα πάψεις να με αμφισβητείς... Τώρα σκάσε κι άσε με να κάνω αυτό που θέλω!»
«Μάλιστα, κύριε. Είμαι όλος δικός σας, κύριε».

Μου πάτησε το κεφάλι πιέζοντας το στο στρώμα. Πασπάτεψε την πλάτη, τα κωλομέρια και τους μηρούς μου με αντρικά σκληρά πιασίματα, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζε διάφορα πράγματα που μόνο καύλα μου προκαλούσανε. Μόνο εγώ ήξερα πόσο πολύ ήθελα να πάρω τον κύριο Θανάση μέσα μου. Λίγο-πολύ, είχε καταφέρει να με υποτάξει με τον τσαμπουκά του. Κι εγώ... το απολάμβανα!

«Σήκωσε την λεκάνη μικρέ...» με διέταξε. Έκανα όπως μου είπε και με ένα πολύ απότομο τράβηγμα μου κατέβασε το σλίπ στα γόνατα. Βάρεσε ξανά δυό χαστούκια στα γυμνά καπούλια μου. «Γαμώ την κωλότρυπά σου τσογλάνι!» φώναξε με καύλα. «Ακόμη ανοιχτή είναι από την ψώλα του πακιστανού... Αυτή η τρυπούλα με προκαλεί να την ξεσκίσω!»
«Μάλιστα, κύριε. Η τρύπα μου είναι στην διάθεσή σας κύριε. Σας ανήκει, κύριε».
«Μη μου λες συνέχεια τι μου ανήκει και τι όχι!... Ξέρω τι μου ανήκει... Σκάσε και υπηρέτησέ με!»
«Μάλιστα, κύριε».

Με γράπωσε πάλι, με γύρισε ανάσκελα και σκαρφάλωσε πάνω μου. Κάθισε πάνω στο στήθος μου τρίβοντας τον καβάλο του στα χείλη μου. Η μυρουδιά του δέρματος ανακατεμένη από πολύχρονη βαρβατίλα που το είχε ποτίσει, έκαναν το σώμα μου να σκιρτάει από καύλα. Πόσο ήθελα να τον γλύψω... Αλλά δεν είχα ξεχάσει αυτό που μου συνέβη την τελευταία φορά που τόλμησα να πάρω παρόμοια πρωτοβουλία.

«Κύριε...»
«Ναι, μικρέ;...»
«Κύριε, θέλω πολύ να σας γλύψω τ’ αρχίδια».
«Και εγώ το θέλω μικρέ... Μπράβο σου που κρατήθηκες και ρώτησες πρώτα όπως έπρεπε... Δεν περίμενα να το θυμηθείς».
«Κάνω ό,τι με έχετε μάθει, κύριε. Και σας είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, κύριε...»
«Καλά, γάμα την ευγνωμοσύνη και ρούφα μου τ’ αρχίδια αγοράκι», είπε ο κύριος Θανάσης, καθώς με ένα τίναγμα άνοιξε το φερμουάρ και τράβηξε το πέος και τους όρχεις του έξω. Το πέος είχε μισοσηκωθεί και παλλότανε ελαφρά.

Έπιασε με τα δυνατά του χέρια το κεφάλι μου και το κόλλησε πάνω στα αχαμνά του. Άνοιξα το στόμα μου κι άρχισα να του μουσκεύω τα αρχίδια με την γλώσσα μου. Τι μεγάλα αρχίδια που είχε ο κύριος Θανάσης!... Με το ζόρι τα έπαιρνα και τα δυο στο στόμα μου.

«Έτσι... Να μουλιάσουνε στο στοματάκι σου κωλόπαιδο... Να πλύνεις τα σπερματοζωάρια ένα-ένα!»

Μπουκωμένος από τα αρχίδια δεν μπορούσα να απαντήσω. Αν και φαινομενικά, οι κανόνες ομιλίας είχαν προσωρινά ανασταλθεί.

Αφού μούσκεψα για ώρα και έπλυνα στην κυριολεξία τους βαρβάτους και γεμάτους καυτό ψωλόχυμα όρχεις του κυρίου Θανάση, είχε έρθει η ώρα να περάσω ένα χέρι και το πέος του. Μου τράβηξε το κεφάλι γραπώνοντας μου τα μαλλιά, ήρθε λίγο πιο μπροστά και μου το τράβηξε πάλι κάτω παλουκώνοντας το στόμα μου με τον πούτσο του. Πειθήνια και με χαρά το πήρα όλο μέσα μου μέχρι να ακουμπήσει πίσω στον λάρυγγα. Με μπούκωσε, αλλά έβαλα τα δυνατά μου να πάρω όσο γινότανε περισσότερο πούτσο μέσα μου.

Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι μου και το πίεζε απαλά συγχρονίζοντάς την λεκάνη με το στόμα μου. Λίγο μέσα, λίγο έξω, ξανά και ξανά. Μου γαμούσε το στόμα. Θα πρέπει να έφτασε κοντά σε σημείο οργασμού όμως, γιατί μου τράβηξε απότομα ξανά το κεφάλι για να απομακρύνει το πεινασμένο στόμα μου από τον πούτσο του. Χωρίς λόγο, μου έριξε δυό χαστούκια στα μάγουλα. Αντί να στεναχωρηθώ έβγαλα ένα λαρυγγισμό ηδονής.

«Σ’ αρέσει μωρή ανώμαλη καριόλα! Γαμώ το στανιό σου γαμώ! Πουτάνα είσαι! Σκέτη πουτάνα, που να σε πάρει πούστη!» φώναξε ικανοποιημένος. «Ετοιμάσου να σκίσω το κωλί σου!»
«Μάλιστα, κύριε. Ευχαριστώ, κύριε», είπα και γύρισα τουρλώνοντας τον κώλο μου.
«Μμμ... Τι κώλο θα γαμήσω ’γω απόψε!» είπε.
Έριξε ένα γερό φτύσιμο στην σούφρα μου. Έβαλε δάχτυλο και σιγά σιγά άρχισε να λιπαίνει την τρύπα μου. Έφτυνε στα δάχτυλά του και τα βύθιζε μέσα μου. Όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο δυνατά. Εγώ απλά βογκούσα αδημονώντας να μου χώσει επιτέλους το τελευταίο και μακρύτερο απ όλα τα δάχτυλά του. Τον πούτσο του!

«Έχει ανοίξει αρκετά μπορώ να πω», είπε ο κύριος Θανάσης. «Δεν είμαι έτοιμος γι’ απόψε, αλλά κάποια στιγμή θα σε γαμήσω με την γροθιά μου. Ω, ναι! Σίγουρα θα σε γαμήσω! Θα σου μπουνίσω το κωλάντερο παλιοπουστράκι!»
«Μάλιστα, κύριε. Στις υπηρεσίες σας κύριε», είπα μεθυσμένος από ηδονή.

Ο κύριος Θανάσης σύρθηκε πιο κοντά μου και κόλλησε πίσω στον κώλο μου.

«Έχεις έτοιμες τις καπότες μικρέ;» μου είπε.
«Μάλιστα, κύριε. Έχω εδώ δίπλα στο συρτάρι κύριε».
«Τι περιμένεις; Φέρε μιά αμέσως!»

Του έδωσα μία και την φόρεσε με γρήγορες κινήσεις στον πρησμένο από την καύλα πούτσο του.

Με τράβηξε πάλι από τον λαιμό και τον έχωσε στο στόμα μου.
«Βρέξ’ τον καλά...» είπε.

Τον πήρα μερικές φορές στο στόμα μου, νιώθοντας την περίεργη γεύση που αφήνει το λιπαντικό της καπότας. Ο εγκέφαλός μου δεχότανε τρελά σήματα καύλας από τον πούτσο και τον κώλο μου. Ο κύριος Θανάσης με είχε τρελάνει. Έτσι και με παρατούσε σύξυλο όπως ήμουνα εκείνη την στιγμή, μπορεί και να έκανα καμιά τρέλα. Ευτυχώς, δεν το έκανε.

«Ωραία, φτάνει», διέταξε. «Στήσου μικρέ!»

Γύρισα πάλι και στήθηκα στα τέσσερα περιμένοντας τον επιβήτορα να με σκίσει με το εργαλείο του.

Τον ένοιωσα να πλησιάζει. Γράπωσε με τα δυό του χέρια τα κωλομάγουλά μου και τα άνοιξε. Ακούμπησε τον πουτσοκέφαλό του στην τρύπα μου και... έμεινε εκεί ακίνητος. Δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί. Τα δευτερόλεπτά περνούσανε, και πάνω που ήμουνα έτοιμος να ρωτήσω τι είχε συμβεί, με πρόλαβε.

«Έτοιμος ρε πούστη;»
«Ε;... Ναι, μάλιστα... κύριε».
«Τότε πάρ’ τον μωρή πουστάρα!» φώναξε, και με μια απότομη κίνηση τον κάρφωσε κυριολεκτικά όλο μέσα μου.

Με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο. Μπορεί να με είχε λιπάνει, μπορεί να με είχε ανοίξει κάπως με τα δάχτυλά του, μπορεί να με είχε γαμήσει ο Φαρούκ πριν λίγες ώρες... αλλά ο κώλος είναι κώλος, και δεν είναι λάστιχο! Πόνεσα τόσο πολύ που ούρλιαξα και προσπάθησα να τραβηχτώ. Τα μάτια μου γέμισαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου με δάκρια πόνου.

Ο κύριος Θανάσης ήταν προετοιμασμένος. Είχε γραπώσει δυνατά τους ώμους μου, αποτρέποντάς με να ξεφύγω, ενώ ταυτόχρονα με έσπρωξε κάτω και με πλάκωσε με το βάρος του. Στην κυριολεξία κάρφωσε τον πούτσο του στο κώλο μου και έμεινε εκεί ακίνητος καταπνίγοντας με την δύναμη του τις σπασμωδικές κινήσεις μου.

«Μη κουνιέσαι πουστράκι γιατί έτσι και βγει ο πούτσος μου από μέσα σου θα φτύσεις το κωλόγαλο της μάνας σου που να σε πάρει!»
«Πονάω!» ούρλιαξα κλαίγοντας.
«Στ’ αρχίδια μου ρε μαλάκα! Σου είπα πως θα σε γαμήσω και θα σε γαμήσω! Με τον δικό μου τρόπο! Γι’ αυτό σκάσε μωρή λούγκρα και κοίτα να το συνηθίσεις γιατί έτσι γαμάει ο Θανάσης!»

Με μικρές παλινδρομήσεις, ο κύριος Θανάσης παίδευε την τρύπα μου, που σιγά σιγά άρχισε να ξεπερνάει το σόκ. Όσο περνούσαν τα λεπτά, τόσο χαλάρωνε ο σφικτήρας και ο πόνος γινότανε πιο υποφερτός. Αργά άλλα σταθερά, οι κραυγές πόνου που έβγαζα έπεφταν σε ένταση, η αναπνοή μου λιγότερο κοφτή, οι μύες και το σώμα μου γενικότερα χαλάρωνε. Δεν άργησε η ώρα που ακούστηκε το πρώτο μουγκανητό καύλας.

«Ηρέμησε το πουστράκι μου;» ρώτησε ο κύριος Θανάσης καθώς χαλάρωνε σιγά σιγά την άρπαγά του και επιτάχυνε τις παλινδρομήσεις του πούτσου του μέσα στην πληγωμένη κωλοτρυπίδα μου.
«Αχ... Ωχ... Μμμμ... Μάλιστα, κύριε».
«Έτσι μωρή πούστρα! Στο ’πα πως θα χαλάρωνες και θα τ’ απολάμβανες. Αλλιώς, τι σόι πουστράκι είσαι;»
«Μάλιστα... ΑΧ!... κύριε!»

Πέσανε μερικές γρήγορες "καρφωτικές" στο κωλί μου που με κάνανε να ουρλιάξω με ανάμικτα αισθήματα καύλας και πόνου. Ήταν ένα παράξενο είδος πόνου. Αρκετά έντονου ώστε να μην αφήνει την προσοχή μου να αποσπαστεί από αυτόν, αλλά όχι τόσο δυνατού που να με κάνει να θέλω να σταματήσει το μαρτύριο, για χάρη της καύλας που ένοιωθα ψυχή τε και σώματι από την κατακτητική ορμή του κυρίου Θανάση.

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε το ξεκώλιασμα της ζωής μου. Νομίζω πως για κάποιο χρονικό διάστημα είχα εκτοξευθεί σε κάποια άλλη διάσταση, ίσως λόγω τον ενδορφινών που είχαν κατακλείσει για άλλη μια φορά το σώμα μου. Ο κύριος Θανάσης είχε επιταχύνει κατά πολύ τον ρυθμό του ενώ έβγαζε κοφτές κραυγές καύλας κοντά στο αυτί μου.

«Αχ! Παλιόπουστρα!! Μ’ έχεις τρελάνει γαμώ το στανιό σου! Κοντεύω μωρή πούστρα! Αχ!... Κοντεύω...»
Ναι, κύριε! Χύστε! Χύστε όσο θέλετε στο κωλί μου! Δικό σας είναι κύριε! Αποκλειστικά και μόνο δικό σας!»
«Αχ... Κοντεύω! Γαμώ το! Θα χύσω!»

Ο ρυθμός έγινε απότομα βίαιος. Με γράπωσε από την μέση και με τραβούσε με δύναμη κατά πάνω του. Ανασηκώθηκε κάπως και επιτάχυνε τον ρυθμό του στο μέγιστο. Στο δωμάτιο ακούγονταν δυνατά οι ανάσες και οι κραυγές μας, μα πάνω απ’ όλα το συνεχές πατ-πατ-πατ, κάθε φορά που κάρφωνε τον πούτσο του μέσα μου και τα αρχίδια του σκάγανε πάνω στο περίνεό μου.

«Χυ... Χυ... Χύνω!» ούρλιαξε ο κύριος Θανάσης, που κάρφωσε ολόκληρο τον πούτσο του μέσα στην τρύπα που. Πίεσε με όλο του το βάρος ανασηκώνοντας την λεκάνη μου εντελώς στον αέρα.

Αναστεναγμός! Τίναγμα και ξανά αναστεναγμός... Μερικά ακόμα απότομα τινάγματα ανάμικτα με πιο ξέπνοους αναστεναγμούς. Τέλος, ένα τελειωτικό τίναγμα και ο κύριος Θανάσης αφέθηκε να με πλακώσει με το βαρβατίσιο σώμα του. Αναστέναξε δίπλα στο αυτί μου και έμεινε έτσι ξαπλωμένος, ακίνητος, να βαριανασαίνει δίπλα στο αυτί μου.

Εγώ, από κάτω, με τον πούτσο του κύριου Θανάση ακόμη μέσα μου, να τον νιώθω σιγά σιγά να χάνει την μεγαλοπρέπειά του. Απολάμβανα τον πόνο που εξακολουθούσε να τυραννάει καυλοτικά τον σφικτήρα μου, καθώς και το πλάκωμα που ένιωθα υπό το βάρος του γαμιά μου. Περάσανε έτσι ήσυχα μερικά λεπτά μέχρις ότου να συνέλθουμε και οι δυο.

«Μμμ... Γαμώ το κωλί σου πούστη», είπε τελικά ο κύριος Θανάσης.
«Το γαμήσατε ήδη κύριε», απάντησα.
«Το ξέρω μικρέ... Στο ξέσκισα σαν καλή πουστάρα που είσαι».
«Ο κύριος έχει δίκιο. Μου το ξέσκισε. Σας είμαι υπόχρεος κύριε».
«Ευγνώμων μικρέ, ευγνώμων να είσαι... τώρα όμως φτάνει... σήκω απ’ το κρεβάτι κι έλα μαζί μου στο μπάνιο».
«Μάλιστα, κύριε», είπα και σηκώθηκα μαζί με τον κύριο Θανάση.

Μόλις μπήκαμε στο μπάνιο γύρισε και με διέταξε: «Βγάλε μου με προσοχή την καπότα». Έκανα όπως με πρόσταξε. «Ωραία, και τώρα έλα πλύνε μου λίγο τον πούτσο. Πάρε το σφουγγάρι, νότισέ το με χλιαρό νερό και πλύν’ το να».

Έκανα όπως με πρόσταξε και καθάρισα το πέος που τώρα είχε μαλακώσει και τον ένοιωθα στα χέρια μου ζεστό και απαλό και ζυμάρι.

«Ωραία», είπε όταν τέλειωσα το καθάρισμα. «Πάνε στο δωμάτιο και περίμενέ με σκυλί».
«Μάλιστα, κύριε».

Εμφανίσθηκε σχεδόν αμέσως κρατώντας μία ακόμη αλυσίδα. Με μια κίνηση του χεριού του κατάλαβα πως ήθελε να ανασηκώσω το κεφάλι μου. Με ένα μικρό λουκέτο την κλείδωσε γύρω στον χαλκά του κολάρου που φορούσα. Την τράβηξε ελαφρά για να την δοκιμάσει.

«Πολύ ωραία», είπε με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη. «Τώρα μικρό μου σκυλί θα την πέσουμε για ύπνο. Εγώ φυσικά, σαν άνθρωπος που είμαι, θα κοιμηθώ στο κρεβάτι. Εσύ από την άλλη, σαν υπάνθρωπο ζώο που είσαι, θα κοιμηθείς στο πάτωμα σαν όλα τα καλά εκπαιδευμένα σκυλιά... Έτσι δεν είναι;...»

Δεν απάντησα αμέσως. Η αλήθεια είναι πως η σκέψη να βγάλω την νύχτα στο πάτωμα καθόλου δεν μου άρεζε. Σύντομα όμως η εκπαίδευση της ημέρας φάνηκε επάνω μου, μιας και συγκατένευσα σιωπηλά με μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού μου. Μια ανεπαίσθητη κίνηση που ο κύριος Θανάσης και την αντιλήφθηκε, αλλά και την περίμενε.

«Τό ’ξερα πως είσαι καλό σκυλί...» είπε με ικανοποίηση στην φωνή. «Τώρα ξάπλα κάτω στο πάτωμα με το κεφάλι δίπλα στο πόδι του κρεβατιού, στην άκρη που ξαπλώνω τα πόδια μου ». Έκανα όπως με διέταξε. «Έτσι μπράβο... μην κουνιέσαι σκυλί».

Έκατσε οκλαδόν και έκανε μια γύρα την αλυσίδα από το πόδι του κρεβατιού. Μέτρησε λίγο το μήκος που δεν ήτανε παραπάνω από ένα μέτρο και την κλείδωσε στο μήκος αυτό με άλλο ένα λουκετάκι.

«Για κάνε πως σηκώνεσαι κόπρε», διέταξε. Έκανα να σηκωθώ μα ήτανε αδύνατον. Έμεινα με τα πόδια τεντωμένα και την μέση λυγισμένη, προσπαθώντας ταλαντευόμενος να διατηρήσω την ισορροπία μου.

«Εξαιρετικά», είπε ο κύριος Θανάσης. «Εντάξει σκυλί, μπορείς να ξαπλώσεις. Λοιπόν, εγώ την πέφτω για ύπνο. Είμαι ψόφιος... Με κούρασε λίγο σήμερα η εκπαίδευσή σου. Εσύ, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις... Μονάχα μην διανοηθείς να με ξυπνήσεις για οποιονδήποτε λόγο! Κατάλαβες! Γιατί τότε θα σε χτυπήσω τόσο πολύ που το αίμα σου θα φτάσει για να βάψεις το δωμάτιο κόκκινο, κατάλαβες σκυλί;»
«Μά... Μάλιστα, κύριε. Κατάλαβα...»
«Άμα σε πιάσει τσιρλί ή κόψιμο, να κανονίσεις να τα κρατήσεις μέσα σου, γιατί έτσι και τα κάνεις στο πάτωμα σαν σκυλί που είσαι, θα σε βάλω να τα γλύψεις με την γλώσσα σου, κι έτσι και κάνεις καμιά κουράδα, θα σου χώσω την μούρη μέσ’ τα σκατά... Γιατί έτσι κάνω εγώ με τα σκυλιά! Και πίστεψέ με... Είμαι καλός εκπαιδευτής».

Έμεινε ακίνητος για λίγο κοιτάζοντας με στα μάτια, ερευνώντας με. Τελικά φάνηκε να ικανοποιείται από την στωικότητα μου και γύρισε την πλάτη του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και αφού έβγαλε μερικούς αναστεναγμούς ανακούφισης, γύρισε πλευρό.

Όσο για μένα... Έμεινα ξαπλωμένος στο πάτωμα, προσπαθώντας να βρω μια θέση που να με βολέψει κάπως, ευελπιστώντας πως τα κρύα πόδια μου δεν θα με ανάγκαζαν σύντομα να πιεστώ να ελέγξω την κύστη μου. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, μα κάποια στιγμή άκουσα ένα ελαφρύ ροχαλητό.

Τελικά ο κύριος Θανάσης ήτανε πολύ καλός εκπαιδευτής. Να που βρισκόμουνα στο πάτωμα, δεμένος με αλυσίδα σαν σκυλί, άγρυπνος, να αφουγκράζομαι με προσοχή την ανάσα του κυρίου μου... Κι όλα αυτά σε μία μόλις ημέρα... Με φόβο, άλλα και με έναν υποβόσκοντα ενθουσιασμό, διερωτόμουνα για το τι άραγε με περίμενε την επόμενή ημέρα...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται;...)



...σας προσκυνώ, ο ταπεινός κι ανάξιος δούλος σας, Faunlet

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

14. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 5ο]


ΕΙΔΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Αφεντάδες μου καλοί. Ζητάω ταπεινά συγγνώμη για την μεγάλη καθυστέρηση της δημοσίευσης της συνέχειας. Δυστυχώς ο υπολογιστής μου χάλασε το καλοκαίρι και χάθηκαν όλα μου τα αρχεία, και επίσης, δεν είχα και σύνδεση στο Internet.

Ξέρω πως καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για έναν σκλάβο (πραγματικά ντρέπομαι), αλλά ένιωθα πως όφειλα να απολογηθώ. Δυστυχώς τα οικονομικά μου δεν μου επιτρέπουν ακόμη την αγορά ενός νέου υπολογιστή, και αναγκαστικά θα κάνω ό,τι μπορώ μέσω των υπολογιστών που υπάρχουν στην σχολή μου (πάντα με διακριτικότητα από τους συσπουδαστές μου λόγω ευνόητων λόγων).

Οφείλω να ομολογήσω πως απογοητευτικά από την συμπεριφορά μερικών αναγνωστών, οι οποίοι έφτασαν σε σημείο να απειλήσουν την ζωή μου μέσω μηνυμάτων. Απόδειξη πως δυστυχώς στην Ελλάδα οι αληθινοί και ώριμοι αφέντες είναι λίγοι...

Αλλά έστω... Αφήνω πίσω τα παλιά και με ταπεινή ευχαρίστηση σας παρουσιάζω την συνέχεια της ιστορίας. Εύχομαι να την απολαύσετε.



Είχε περάσει αρκετή ώρα και ο κύριος Θανάσης συνέχιζε να παρακολουθεί τηλεόραση με το πάσο σου. Εγώ από την άλλη πονούσα σχεδόν σε όλο το σώμα. Αυτό είχε μία περίεργη επίδραση στην ψυχολογία μου. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι περισσότερο τον κύριο Θανάση παρά τον εαυτό μου. Το βλέμμα μου, με τρόπο πλάγιο, ήταν σχεδόν συνεχώς στραμμένο πάνω του, ενώ η τηλεόραση με άφηνε εντελώς αδιάφορο. Ίσως να είχε δίκιο τελικά. Ο πόνος που ένιωθα λειτουργούσε σαν υπενθύμιση για το ποιος είμαι και ποια η δουλειά μου. Ο κύριος Θανάση το παρατηρούσε μάλλον και ξαφνικά γύρισε να μου μιλήσει.

«Ήσυχος είσαι μικρέ, και βλέπω πως με κοιτάζεις συνέχεια...»
«Συγνώμη κύριε», είπα, «δεν ήξερα πως σας ενοχλεί, κύριε».
«Ώ, όχι, δεν μ’ ενοχλεί. Το αντίθετο. Έτσι πρέπει να είναι τα καλά κουτάβια», είπε με αυταρέσκεια. «Βλέπω πως σιγά-σιγά στρώνεις. Έτσι είναι. Με το ξύλο όλοι στρώνουνε στο τέλος. Θα γίνεις ένα πολύ καλό κουτάβι, ακόμη κι αν σε κάνω μπλε στο ξύλο και μοιάζεις με στρουμφάκι».
«Μάλιστα, κύριε».

Φάνηκε να ικανοποιείται και έστρεψε πάλι το ενδιαφέρον του στην τηλεόραση. Εγώ από την άλλη, είχα την προσοχή μου στραμμένη όλη πάνω του. Μετά από λίγη ώρα τέλειωσε το έργο και έβαλε διαφημίσεις. Ο κύριος Θανάσης πάτησε το αθόρυβο και το δωμάτιο ησύχασε.

«Θέλω μια μπύρα», είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Μάλιστα κύριε», είπα. «Μου επιτρέπετε να πάω να σας την φέρω, κύριε;»
«Σου επιτρέπω...»
«Μάλιστα, κύριε».

Σηκώθηκα και με γρήγορες κινήσεις εκτέλεσα την επιθυμία του. Επέστρεψα κρατώντας το μπουκάλι και ένα ποτήρι στα χέρια μου. Του τα πρόσφερα.

«Την επόμενη φορά που θα έρθω θέλω να έχει μερικά ποτήρια στην κατάψυξη κουτάβι», είπε. «Ο κύριός σου θέλει την μπύρα του πολύ παγωμένη. Τώρα, για πρώτη φορά, σε συγχωρώ».
«Ευχαριστώ κύριε. Είστε πολύ καλός κύριε».
«Αχού, το καλό μου», είπε με χαρά. «Καλέ κοίτα να δεις τι καλά που έμαθε να μιλάει το κουταβάκι μου. Μπράβο. Αρχίζεις και στρώνεις πολύ καλά».

Θα ακουστεί χαζό και ίσως λιγάκι παράλογο αυτό που θα πω, αλλά αυτά του τα λόγια με έκαναν να νιώσω περηφάνια. Για κλάσματα δευτερολέπτου ένιωσα σαν να βρισκόμουν και πάλι στα γόνατα του παππού μου, που μετά από ένα γερό χέρι ξύλο με κανάκευε και με συνέχαιρε για την βελτιωμένη συμπεριφορά μου.

Αυτός ο άνθρωπος είχε κατά κάποιον τρόπο έρθει απρόσκλητος στο σπίτι μου, με είχε προσβάλει, με είχε δέσει, με είχε δείρει, με είχε υποβιβάσει σε υπάνθρωπο, και εγώ, αντί να κάνω κάτι, χαιρόμουνα που μου είπε ένα μπράβο. Μήπως τελικά είχε δίκιο ο κύριος Θανάσης; Μήπως πραγματικά είχα ανάγκη από έναν αυταρχικό κύριο να με ορίζει; Παραλίγο να αφαιρεθώ ξανά στις σκέψεις μου όταν η φωνή του κύριου Θανάση με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Σου μιλάω σκυλί, δεν ακούς;»
«Ε;... Σας ακούω κύριε. Στις υπηρεσίες σας κύριε!»
«Πού ταξίδευες πάλι; Θες ξανά επανάληψη το μάθημα;»
«Όχι κύριε. Παρακαλώ συγχωρέστε με. Ένα λεπτό ήταν μόνο. Δεν θα επαναληφθεί».
«Σκύψε να φας το χαστούκι σου, έτσι για το καλό».
Έσκυψα και έφαγα το χαστούκι μου. Ένοιωσα το πέος μου να σκληραίνει.
Είμαι πολύ ανώμαλος τελικά, σκεφτικά από μέσα μου. Πρέπει να είμαι πραγματικά μαζόχας.
«Λοιπόν...» είπε ο κύριος Θανάσης. «Λέω να γαμήσουμε λίγο αυτό το κωλαράκι που τ’ αφήσαμε παραπονεμένο. Τι λες; Θέλεις;»
«Ό,τι θέλει ο κύριος, κύριε».
«Α! Εσύ τα πας πολύ καλά! Καλό κουτάβι. Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε. Θα σε πάρω και θα σου δέσω τα χέρια στα πόδια του μεγάλου καναπέ. Θα είσαι το πάτωμα. Θα σου τουρλώσω το κωλαράκι και μετά θα στο ξεσκίσω. Αλλά για αρχή θα σου δέσω τα μάτια για να μην βλέπεις. Κατάλαβες μικρέ;»
«Μάλιστα κύριε. Στις διαταγές σας κύριε».
«Εύγε. Σκύψε όπως είπαμε και πάρε θέση».

Ξάπλωσα στο πάτωμα και τέντωσα τα χέρια μου. Ο κύριος Θανάσης μου τα έδεσε με αλυσίδες όπως είχε πει, και μετά από λίγο μου έσφιξε ένα πανί γύρω από τα μάτια για να μην βλέπω. Με πρόσταξε να ανασηκώσω την λεκάνη μου και το έπραξα.

«Μην κουνηθείς σκυλί, επιστρέφω αμέσως» είπε. Τον άκουσα να απομακρύνεται και να ξεκλειδώνει την πόρτα, να την ανοίγει και να βγαίνει έξω.



Υπολόγισα πως θα είχαν περάσει περίπου δέκα λεπτά μέχρι να επιστρέψει ο κύριος Θανάσης, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως μου φάνηκαν αιώνες.

«Να σου το καλό μου το σκυλάκι. Με περίμενες μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Λοιπόν; Πως νιώθεις; Έχει χαλαρώσει καθόλου οι τρυπούλα σου;»
Δίστασα λίγο.
«Στον κύριό σου θα λες πάντα την αλήθεια κουτάβι, ακόμη κι αν δεν είναι αυτό που θέλω ν’ ακούσω».
«Μάλιστα κύριε».
«Λοιπόν;»
«Δεν νομίζω κύριε. Με αγχώσατε που ξεκλειδώσατε την πόρτα και βγήκατε έξω. Νομίζω πως αντί να χαλαρώσω έχω σφιχτεί παραπάνω».
«Χμμ... Αυτό δεν είναι και τόσο κακό. Το αντίθετο. Νομίζω πως θα είναι πιο απολαυστικό. Λοιπόν... Ας μην χρονοτριβούμε...»

Τον ένιωσα να κάθεται στα γόνατα από πίσω μου και να απλώνει τα χέρια του πάνω στα καπούλια μου. Η αλήθεια είναι πως μετά από τόση προσμονή, ένοιωθα πως η επικείμενη διείσδυση θα ήταν ένα πραγματικά ευχάριστο διάλειμμα μετά από τόσο ξύλο που είχα φάει. Έβγαλα ένα μουγκανητό καύλας. Με πασπάτευε σε όλη την πίσω περιοχή. Έσφιγγε, χάιδευε, έδινε μικρές μπατσιές.

Ξαφνικά γράπωσε με τα δυο του χέρια το λάστιχο του σλίπ και μου το κατέβασε στα γόνατα. Ένιωθα τα κωλομάγουλά μου ανοιχτά και τον πρωκτό μου πλήρως εκτεθειμένο. Ήθελα όσο τίποτα να νιώσω τον κύριο να μπαίνει με ορμή μέσα μου.

«Έτοιμος μικρέ να φας τον πούτσο που σου αξίζει;»
«Μάλιστα κύριε», απάντησα.
«Πες στον κύριό σου πόσο πολύ τον θέλεις...»
«Σας θέλω πολύ κύριε. Θέλω να πάρετε τον πούτσο σας και να τον χώσετε μέσα μου. Θέλω να με γαμήσετε κύριε».
«Ακριβώς!» φώναξε με ικανοποίηση. «Και γιατί θα σε γαμήσω μικρέ;»
«Γιατί είμαι ένα σκουπίδι κύριε. Ένα ανδρείκελο είμαι. Δεν αξίζω να έχω τ’ αρχίδια και τον πούτσο που έχω στα σκέλια μου κύριε. Είμαι ένα τίποτα».
«Ακριβώς κουτάβι! Είσαι ένα τίποτα! Και είναι μεγάλη σου τιμή που ένας αληθινός άνδρας σαν και του λόγου μου κάθεται κι ασχολείται μαζί σου. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα κύριε. Πραγματικά είναι τιμή μου και σας είμαι ευγνώμων κύριε. Σας εκλιπαρώ να με γαμήσετε χωρίς έλεος. Χρησιμοποιήστε με όπως θέλετε».
«Αυτό ακριβώς περίμενα ν’ ακούσω! Και αυτό ακριβώς θα κάνω!» ούρλιαξε.

Ένοιωσα τα δυο του χέρια να γραπώνουν και να ανοίγουν τα κωλομάγουλά μου για να εκτεθεί η τρύπα μου όσο γινότανε περισσότερο. Μου έφτυσε τον πρωκτό και μου έβαλε δάχτυλο. Ήμουν σφιχτός και έβγαλα ένα βογκητό πόνου. Συνέχισε να φτύνει και να σαλιώνει με τα δάχτυλά του τον πρωκτό μου ώσπου σιγά-σιγά άνοιξα αρκετά ώστε να μου βάλει και τρίτο δάχτυλο. Ένοιωσε πως ήμουν έτοιμος.

Σύρθηκε κοντά μου και κόλλησε πίσω μου. Ένοιωσα τον ζεστό παλλόμενο πουτσοκέφαλό του να ακουμπάει στον υγραμένο με σάλιο πρωκτό μου. Από την υφή κατάλαβα πως φορούσε προφυλακτικό. Αυτό με καθησύχασε, μιας και μου έδωσε να καταλάβω πως πάνω από όλα έβαζε την δική του και την δική μου ασφάλεια. Ο κύριος ήτανε πολύ καλός.

Πίεσε την λεκάνη του μπροστά και τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου. Ήταν μεγάλος! Με πονούσε. Βόγκηξα και ακούσια σφίχτηκα. Δεν πτοήθηκε και συνέχισε να σπρώχνει. Έμπαινε με βία μέσα μου και πονούσα. Κλαψούρισα και έβγαλα πονεμένους λαρυγγισμούς. Αλύπητος. Συνέχισε να σπρώχνει. Επιτέλους πέρασε το δύσκολο σημείο και τώρα γλιστρούσε βαθιά μέσα μου. Πονούσα, αλλά σιγά-σιγά ο πόνος γινότανε υποφερτός. Άρχισε τις παλινδρομήσεις. Αργά στην αρχή, επιταχύνοντας όμως σταθερά. Σύντομα είχε βρει τον ρυθμό του και ξέσκιζε με ορμή τον πάτο μου.

Ήμουνα στα ουράνια. Ο κύριος ήτανε εκπληκτικός γαμιάς. Άλλαζε ρυθμό, γράπωνε τον κώλο μου και τον ζουλούσε, βάραγε δυνατά χαστούκια, με άρπαζε δυνατά από την μέση και με τραβούσε πάνω στο προικισμένο πέος του. Αυτό είναι αληθινό αρσενικό, σκέφτηκα από μέσα μου. Όλα ήτανε τέλεια, ώσπου ένιωσα μια ανάσα δίπλα στο αυτί μου. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε η φωνή του κυρίου ακουστικέ.
«Το απολαμβάνουμε μικρέ;»

Πάγωσα. Η στάση του σώματος που βρισκότανε πίσω μου δεν συμφωνούσε με την φωνή που άκουσα δίπλα στο αυτή μου. Τα πόδια του, τα χέρια του γύρω από την μέση μου, το βάρος όπως το ένιωθα πάνω μου... Το κεφάλι του κυρίου δεν θα μπορούσε να είναι τόσο κοντά στο αυτί μου.

«Τι έγινε; Γιατί κοκάλωσες κουτάβι;»
«Κύριε;»
«Ναι κουτάβι;»
«Είστε... δίπλα μου;»

Ένιωσα ένα δυνατό σκαμπίλι. Τώρα ήμουνα βέβαιος. Απ’ όσο θυμόμουν, ο κύριος δεν είχε τρία χέρια. Ένιωθα σταθερά δυο χέρια γραπωμένα στα πλάγια της λεκάνης μου και το πέος του άντρα στον οποίον άνηκαν να συνεχίζει ακάθεκτα τις συνεχείς παλινδρομήσεις μέσα στον πρωκτό μου. Το τρίτο που με χαστούκισε ανήκε σε κάποιον άλλο.

Όχι! Όχι! Το θολωμένο μου μυαλό τα μπέρδεψε. Αυτό που με χαστούκισε ήταν το χέρι του κύριου Θανάση. Τα χέρια τυλιγμένα γύρω μου και το πέος που με γαμούσε ανήκανε σε άλλον άνθρωπο!! Μα... Ποιος μου γαμούσε τον κώλο;!

«Σε απασχολεί τίποτα, κουτάβι;» ρώτησε η φωνή του κύριου Θανάση δίπλα στο αυτί μου.
Άρχισα να κλαψουρίζω από φόβο και αγωνία.
«Σας παρακαλώ κύριε. Ποιος είναι μαζί σας; Τι συμβαίνει; Πόσοι είστε στο δωμάτιο και τι μου κάνετε;»
«Καλά... Χαζό είσαι παιδάκι μου;» απάντησε ο κύριος Θανάσης με ειρωνικό τόνο στην φωνή του. «Σου ξεσκίσουμε τον κώλο. Αυτό κάνουμε».
«Σας παρακαλώ κύριε. Ξέρετε τι εννοώ... Ποιος είναι πίσω μου; Τι συμβαίνει;»

Ο άντρα πίσω μου συνέχιζε ακάθεκτος το έργο του. Παρόλο το άγχος μου, ο πρωκτός μου είχε χαλαρώσει τελείως και δεχότανε ακάθεκτα τα συνεχή σφυροκοπήματα του πέους του άγνωστου πίσω μου.

«Α... Αυτός είναι ένας φίλος μου. Είναι πολύ ταλαιπωρημένος ο καημένος και είχε πολύ καιρό να γαμήσει. Του πρότεινα λοιπόν να έρθει το βράδυ από δω να ξεχαρμανιάσει και να χαρεί κι αυτός λιγάκι. Καλά δεν έκανα;»
«Για όνομα του Θεού!» φώναξα. «Υποτίθεται πως ό,τι κάνουμε είναι μυστικό και το κάνουμε αναμεταξύ μας! Δεν είμαι καμιά πουτάνα!» ξέσπασα.

Δέχτηκα απανωτά δυο δυνατά χαστούκια σε κάθε μάγουλο. Ζαλίστηκα ελαφρά και έπεσα με τα μούτρα στο πάτωμα. Αδιάφορος ο από πίσω μου δεν σταμάτησε να διακορεύει τον πάτο μου.

«Είσαι εδώ για να κάνεις ό,τι σου πω εγώ!!» Ούρλιαξε δυνατά ο κύριος Θανάσης. Είσαι εδώ για να εκτελείς τις επιθυμίες μου, όποιες κι αν είναι αυτές! Και απαιτώ να μου έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη, σκουλήκι! Άμα γουστάρω φέρνω όλο τον λόχο να σε γαμήσει παλιόπουστρα! Γιατί αυτή είναι η επιθυμία μου και θα κάνεις ό,τι σου πω εγώ! Το κατάλαβες μωρή ξεφυλλισμένη πούστρα;!»

Κλαψούρισα. Είχα φοβηθεί. Όλη η εμπιστοσύνη που είχα στο άτομό του είχε εξανεμισθεί στην στιγμή. Επιτέλους! Ποιος είναι αυτός ο άλλος πίσω μου;

«Σας παρακαλώ κύριε... Μη μου το κάνετε αυτό... Φοβάμαι...»
«Φοβάσαι;»
«Φοβάμαι... πολύ!»
«Αχ... χαζό κουτάβι. Δεν είπαμε πως δεν πρέπει να με φοβάσαι. Πως εγώ είμαι εδώ για να διευρύνω τα όριά σου και να σε κάνω ευτυχισμένο με τον τρόπο μου; Εγώ για σένα δουλεύω βρε. Και θα στο αποδείξω τώρα αμέσως», είπε.

Ένιωσα τα χέρια του πίσω στο κεφάλι μου μα λύνουν τον κόμπο του μαντιλιού που σκέπαζε τα μάτια μου και με μια κίνηση μου το έβγαλε.
«Ορίστε, δες και μόνος σου ποιος σε γαμάει», είπε.

Γύρισα το κεφάλι μου όσο μπορούσα, για να μάθω την ταυτότητα του ανθρώπου που τόση ώρα γαμούσε ασταμάτητα τον κώλο μου. Χρειάστηκα λίγα δευτερόλεπτα για να συνηθίσω το φως και να καταφέρω να εστιάσω σωστά. Αυτό που είδα μου πάγωσε το αίμα. Ο άντρα που γαμούσε των κώλο μου ήτανε ο Φαρούκ!



Το όλο αίσθημα παγομάρας που ένιωσα εκείνη την στιγμή δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις. Ένα κύμα μεγάλης ντροπής με σκέπασε, μόνο και μόνο για να ακολουθήσει κι ένα μεγάλο κύμα θυμού. Από την μία είχα έναν σαραντάχρονο νταβραντισμένο αλλοδαπό εργάτη, δικό μου εργάτη, να με γαμάει με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό του, και από την άλλη είχα δίπλα μου τον κύριο Θανάση να με κοιτάζει με παρόμοιο βλέμμα, τον κύριο Θανάση που ένιωσα πως με πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο.

Ο Φαρούκ συνέχιζε ακάθεκτος, αστράφτοντάς μου πού και πού μερικά γερά σκαμπίλια στον κώλο.

«Τι έχεις;» με ρώτησε ο κύριος Θανάσης. «Δεν απολαμβάνεις το γαμησάκι σου;»
«Νιώθω πως θα κάνω εμετό...»
Μου άστραψε το καθιερωμένο χαστούκι. «Ξέχασες να πεις την μαγική λέξη μικρέ».
«Για όνομα του Θεού! Δεν είναι ώρα για τέτοια!» φώναξα δείχνοντας επίτηδες ανυπακοή.

Ακολούθησε ένας καταιγισμός από χαστούκια όχι μόνο στα μάγουλα άλλα και σε όλο το κεφάλι. Ο κύριος Θανάσης με χτυπούσε παντού και με έβριζε με τα πιο χυδαία λόγια. Όταν ηρέμησε λίγο πήρε πάλι τον λόγο.

«Αν τολμήσεις ποτέ να μου ξαναμιλήσεις με αυτόν τον τρόπο, σου ορκίζομαι πως σε κάνω να το μετανιώσεις τόσο πικρά που θα παρακαλάς να μην είχες βγει ποτέ από το γαμημένο μουνί της μάνας σου! Κατάλαβες μικρέ;!»
«Μάλιστα, κύριε», κλαψούρισα με τα μούτρα μου κολλημένα στο πάτωμα.
«Έχουμε μια συμφωνία. Θα μ’ εμπιστεύεσαι ό,τι κι αν είναι. Εγώ αποφασίζω τώρα για σένα. Εγώ θα σου λέω με ποιον και πώς θα γαμιέσαι. Το κορμί σου μου ανήκει! Έτσι συμφωνήσαμε. Και αν εγώ γουστάρω να το προσφέρω στον φίλο μας από δω, δικός μου λογαριασμός και όχι δικός σου! Κατάλαβες;»

Ο Φαρούκ είχε μάλλον πιαστεί απροετοίμαστος για τον έντονο ξυλοδαρμό μου και είχε σταματήσει να με γαμάει. Τον ένιωθα ακίνητο, βιδωμένο μέσα μου. Με ένα νεύμα ο κύριος Θανάσης τον προέτρεψε να συνεχίσει σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ο Φαρούκ πήρε πάλι μπρος, διστακτικά στην αρχή, αλλά βρίσκοντας γρήγορα πάλι τον ρυθμό του. Δεν το συνειδητοποίησα τότε, αλλά ο Φαρούκ είχε μεγάλες αντοχές και μπορούσε, όπως διαπίστωσα αργότερα, να κάνει έρωτα για πάρα πολύ ώρα, σε σημείο που καταντούσε κουραστικό.

«Νιώθεις πως μπορείς να ζητήσεις μια συγνώμη;» με ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
«Συγνώμη για ποιο πράγμα;» τον ρώτησα.
Άλλο ένα δυνατό χαστούκι με βρήκε στο πρόσωπο.
«Για το γεγονός πως αυθαδιάζεις και πως αμφισβητείς τις αποφάσεις μου».
«Μα... κύριε... Παραβιάσατε την συμφωνία μας, κύριε. Είχατε πει πως δεν θα το λέγατε σε—»
«Υποσχέθηκα πως δεν θα σου καταστρέψω την ζωή κάνοντάς σε βούκινο. Δεν είπα πως δεν μπορώ να σε μοιράζομαι. Μην τολμήσεις να με ξαναποκαλέσεις ψεύτη, γιατί πραγματικά θα σε κάνω να ματώσεις».
«Μάλιστα, κύριε», είπα και υπέκυψα. Στην κατάστασή μου δεν είχα περιθώρια. Ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Στο κάτω-κάτω, ο Φαρούκ πάντα δεν μου άρεζε; Καιρό τώρα δεν είχα φαντασιώσεις μαζί του; Γιατί λοιπόν να νιώθω τόσο άσχημα; Κατά κάποιον τρόπο ο κύριος Θανάσης πραγματοποιούσε μια καλά κρυμμένη επιθυμία μου.
«Περιμένω...»
«Τι;... Κύριε;... Α!... Συγνώμη, κύριε».
«Έτσι μπράβο», καλό σκυλί. «Ο κύριός σου νοιάζεται μόνο για το καλό σου. Θ’ αργήσεις ίσως λίγο να το καταλάβεις, αλλά με τον καιρό...»

Ο Φαρούκ πίσω μου άρχισε να βογκάει όλο και πιο δυνατά ενώ ταυτόχρονα οι διεισδύσεις του γινόντουσαν πιο βίαιες. Ήταν ξεκάθαρο πως ετοιμαζότανε να εκσπερματώσει. Πράγματι. Με γράπωσε δυνατά και μπήκε όλος μέσα μου. Με κράτησε βιδωμένο πάνω στο πέος του. Με μερικούς σπασμούς έβγαλε το πολύτιμο υγρό του, εκστομίζοντας ταυτόχρονα μερικές ακαταλαβίστικες λέξεις στην μητρική του γλώσσα.

«Έχυσε ο μασκαράς», είπε ο κύριος Θανάσης. «Αν κρίνω από το χαμόγελό του θα πρέπει να ευχαριστήθηκε πάρα πολύ ο άτιμος. Θα πρεπε να ντρέπεσαι που από την μια τον γούσταρες κι από την άλλη του το στερούσες όλον αυτόν τον καιρό...»
«Δεν καταλαβαίνω κύριε...»
«Με τον φίλο μας είχαμε μια κουβεντούλα στην καρότσα του φορτηγού, αν θυμάσαι. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να μου πει ο τύπος, πως αυτός και οι φίλοι του, είχαν καταλάβει από καιρό τα γούστα σου από τον τρόπο που τους χαλβάδιαζες. Έτσι του είπα στα ίσα πως αν το βράδυ ερχότανε από δω, θα τα κανόνιζα να σου ρίξει ένα γαμήσι. Φαντάσου την χαρά του, μετά από και γω δεν ξέρω πόσους μήνες αποχής... Κοίτα το χαμόγελό του...»

Έστεψα πάλι το βλέμμα μου και είδα τον ιδρωμένο πρόσωπο του Φαρούκ που είχε στολιστεί από ένα χαμόγελο. Τα λευκά του δόντια έκαναν ισχυρή αντίθεση στο σκουρόχρωμο δέρμα του. Πριν αρχίσει να με ενοχλεί ο λαιμός μου πρόλαβα και θαύμασα για άλλη μια φορά το μυώδες και γεροδεμένο του σώμα.

«Πες μου τώρα την αλήθεια. Σου άρεσε το γαμήσι που σου ριξε; Θέλω την αλήθεια όμως», ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
Πάλεψα για λίγο με τον εγωισμό μου. Άνοιξα το στόμα μου για να απαντήσω αλλά με πρόλαβε.
«Την αλήθεια, σε παρακαλώ...»
«Νομίζω πως εάν έλεγα πως δεν το ευχαριστήθηκα θα ήμουν ψεύτης, κύριε. Αλλά...»
«Αλλά σ’ ενοχλεί που είναι Πακιστανός; Που είναι ξένος; Μετανάστης;»
«Μάλιστα κύριε. Νομίζω πως ναι...»
«Το ξέρω. Γι’ αυτό και έκανα ό,τι έκανα. Έπρεπε να σπάσω τον τσαμπουκά σου. Όλα μέσα στο μυαλό είναι. Σύντομα θα διαπιστώσεις και μόνος σου πως είσαι απλώς μια τρύπα για να γαμάνε οι άντρες. Άντρες αληθινοί, με πούτσα και αρχίδια που ξέρουν να τα χρησιμοποιούν. Όχι πουστράκια σαν και σενα...»

Τα λόγια του με πονούσαν. Με χτυπούσαν στην ευαίσθητη χορδή του εγωισμού μου. Αλλά είχε τόσο άδικο; Δεν γούσταρα τους άντρες; Δεν γούσταρα τον Φαρούκ; Δεν καύλωσα όταν ο κύριος Θανάσης με είχε δεμένο και με τσάκιζε στο ξύλο; Ήμουν μπερδεμένος, αλλά δεν ένιωθα και πως ήθελα να πεθάνω από την ντροπή μου.

Ο Φαρούκ, που το πέος του είχε μαλακώσει πλέον, βγήκε από μέσα μου αφήνοντας μου ένα αίσθημα κενού. Σηκώθηκε όρθιος. Ο κύριος Θανάσης του είπε χρησιμοποιώντας κατανοήσιμα αγγλικά να κάτσει στον καναπέ μπροστά μου.

«Πες ένα ευχαριστώ του ανθρώπου βρε ζώο», είπε έντονα ο κύριος Θανάσης.
«Θανκ γιου σερ», ευχαρίστησα τον Φαρούκ στα αγγλικά. Έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο.
«Είδες βρε πόσο καλό είναι να προσφέρεις λίγη χαρά στον κόσμο; Αφού έχεις τέτοιο καλό κωλαράκι, γιατί του το στερούσες τόσον καιρό; Γιατί να πηγαίνει χαμένη μια ζεστή τρύπα σαν την δικιά σου και να μην προσφέρει τις υπηρεσίες της στ’ αρσενικά; Λόγο περηφάνιας;... Τι σκατά περηφάνια να έχει ένα σκυλί σαν και σένα; Έχω άδικο;»
«Όχι, κύριε», απάντησα.
«Πολύ ωραία. Χαίρομαι που συμφωνείς», είπε ο κύριος Θανάσης που σηκώθηκε όρθιος.

Κάτι ψιθύρισε στον Φαρούκ που δεν μπόρεσα να το ακούσω. Ξαφνικά ένιωσα τον προφυλακτικό που φορούσε ως τότε στο πέος του να σκάει στα μούτρα μου. Έμεινε εκεί να κρέμεται στο πρόσωπό μου γαντζωμένο στα μαλλιά μου.

«Τώρα θα σε λύσω κουτάβι», πήρε πάλι τον λόγο ο κύριος Θανάσης. Θα πάς στο μπάνιο να σκουπίσεις την τρύπα σου και θα έρθεις πάλι εδώ μπροστά μας. Θα ξαπλώσεις στο πάτωμα μπροστά στον καναπέ για να χουμε κάπου ν’ ακουμπάμε τα πόδια μας. Το καλό που σου θέλω να κάνεις γρήγορα».
«Μάλιστα, κύριε».
Σηκώθηκα και έτρεξα στο μπάνιο να εκτελέσω της διαταγές του κύριου Θανάση.



Όταν επέστρεψα μετά από δυο λεπτά, βρήκα τους άνδρες να κάθονται δίπλα-δίπλα στον καναπέ και να συζητάνε μεταξύ τους σε χαμηλούς τόνους. Φαινόντουσαν σαν δύο φίλοι που απλώς κάθονταν και τα λέγανε. Ο κύριος Θανάσης μου έριξε ένα πλάγιο βλέμμα που μου θύμισε τις εντολές που μου είχε δώσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη πλησίασα και ξάπλωσα μπρούμυτα μπροστά τους. Ο κύριος Θανάσης σήκωσε τα πόδια του και τα ακούμπησε στην πλάτη μου και προέτρεψε το Φαρούκ να κάνει το ίδιο.

«Λοιπόν κουτάβι; Ευχαριστημένη η τρυπούλα σου;» ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
«Μάλιστα, κύριε. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, κύριε», απάντησα.
«Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς κουτάβι. Ευχαρίστησή μου». Γύρισε και κοίταξε τον Φαρούκ. «Ο φίλος μας από δω έχει κατευχαριστηθεί μαζί σου. Κι ανυπομονεί να του ξαναπροσφέρεις τις υπηρεσίες σου...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ο Φίλος μας θα πρέπει να φύγει σε λίγο, αλλά πρώτα θέλω να σ’ ενημερώσω για την κατάσταση.
»Ο Φαρούκ γίνεται κάτι σαν επιστάτης μου στο σπίτι σου για όσο διάστημα θα λείπω. Θα είναι υπεύθυνος για την εκπαίδευσή σου, και εσύ θα τον ανταμείβεις προσφέροντας τις υπηρεσίες σου...»
Έκανε μία επιδεικτική παύση για να εξετάσει τις αντιδράσεις μου που ήταν μάλλον απαθείς. Η όλη εμπειρία είχε αρχίσει να επιδρά στην ψυχολογία μου που γινότανε πολύ πιο δεκτική και παθητική.

«Όταν εγώ θα λείπω λοιπόν», ξαναπήρε τον λόγο ο κύριος Θανάσης, «θα φέρεσαι στον Φαρούκ σαν να είναι εγώ. Μην ταράζεσαι όμως... Του εξήγησα και του ξεκαθάρισα πως ό,τι γίνεται θα γίνεται μέσα στους τοίχους αυτού του σπιτιού. Στα χωράφια θα εξακολουθεί να είναι στο πόστο του, και μπροστά σε άλλους θα φέρεστε μεταξύ σας όπως και τώρα.
»Μέσα στο σπίτι όμως τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Θα έρχεται και θα φεύγει ό,τι ώρα θέλει. Θα σου ζητάει και θα του κάνεις ό,τι σου ζητάει. Μαγείρεμα, πλύσιμο, σέξ, ό,τι θέλει. Θα έχει και το δικαίωμα να σε τιμωρεί, όπως του εξήγησα. Θα σου ρίχνει χαστούκια, κι’ αν είσαι πολύ κακό παιδί, θα σε μαστιγώνει με τα εργαλεία που έχω στην τσάντα και που θ’ αφήσω εδώ στο σπίτι σου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»

«Μάλιστα, κύριε».
«Έχεις καμία απορία ως εδώ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Μπορείς να ρωτήσεις».
«Ο Φαρούκ θα κρατήσει τον λόγο του; Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε;»
Ο κύριος Θανάσης μετέφρασε στα αγγλικά τα λόγια μου.
Ο Φαρούκ σηκώθηκε από τον καναπέ, έσκυψε μπροστά μου, και αφού μου ανασήκωσε το κεφάλι, μου άστραψε ένα πολύ δυνατό χαστούκι στο μάγουλο.
«Όταν ο Μουσουλμάνος δίνει τον λόγο του, τον κρατάει κύριε», μου είπε με τα άπταιστα αγγλικά του.
«Είδες κουτάβι τι καλά που ξέρει και σε χειρίζεται;» πήρε πάλι τον λόγο ο κύριος Θανάσης. «Άλλη φορά μην τον προσβάλεις έτσι. Ευχαρίστησέ τον για την καλοσύνη του και τον κόπο που έκανε να σε σωφρονίσει...»
«Θανκ γιού σερ», είπα πάλι στα αγγλικά.
Ο Φαρούκ έκατσε πάλι στην θέση του.
«Καμία άλλη ερώτηση κουτάβι;»
«Όχι, κύριε».

«Πολύ ωραία. Νομίζω πως τελειώσαμε τότε. Ξεκαθαρίσαμε τα πράγματα. Κάτι τελευταίο. Όταν δεν θα υπακούς τον Φαρούκ, ή κάνεις κάτι που δεν συμφωνεί με όσα είπαμε, θα με παίρνει τηλέφωνο και θα με ενημερώνει. Και όταν θα έρθω την άλλη Παρασκευή το απόγευμα για να περάσω εδώ με το σκυλί μου το σαββατοκύριακο, θα σε τιμωρώ κι εγώ για τα σφάλματά σου.
»Τώρα, σήκω όρθιος και ντύσε τον κύριο Φαρούκ, έτσι θα τον λες από τώρα, και ξεπροβόδισέ τον σαν καλό παιδί. Τα ρούχα του είναι εκεί στην καρέκλα.

Πήρα τα ρούχα από το σημείο όπου μου είχε υποδείξει και επέστρεψα για να ντύσω τον κύριο Φαρούκ που είχε σηκωθεί όρθιος και περίμενε. Του πέρασα στα πόδια τα εσώρουχο, του φόρεσα το παντελόνι και το πουκάμισο, και τέλος του έδεσα τα παπούτσια.

Όπως καθόμουνα στα γόνατα, ο κύριος Φαρούκ μου γράπωσε το κεφάλι με τα δυνατά του χέρια και μου έτριψε τον καβάλο του στο πρόσωπο βγάζοντας σιγανούς γρυλισμούς. Μου έδωσα να καταλάβω πως ήθελε να τον φιλήσω. Του τον φίλησα και τον ευχαρίστησα. Φάνηκε να ικανοποιείται.

Τον συνόδεψα έξω όπου τον καληνύχτισα και τον είδα να χάνεται στο σκοτάδι, περπατώντας προς τους κοιτώνες των εργατών, με φανερά ευχάριστη διάθεση.



Όταν επέστρεψα μέσα, βρήκα τον κύριο Θανάση να με περιμένει όπως τον είχα αφήσει.

«Έχεις τίποτα να πεις;» με ρώτησε.
«Όχι, κύριε».
«Πολύ ωραία... Πλησίασε. Θέλω κι εγώ να εκτονώσω λιγάκι τις ορμές μου πριν πέσω για ύπνο. Έλα και κάτσε μπροστά μου. Θέλω να μου πλύνεις τα πόδια με την γλώσσα σου».

Έπεσα με τα μούτρα στο πάτωμα και άρχισα να του γλύφω τις πατούσες. Ήταν λίγο δύσκολο στην αρχή, μιας και ήταν ψιλοσκονισμένες, αλλά μετά το πρώτο πέρασμα με σάλιο, η γλώσσα μου γλιστρούσε πιο εύκολα.

«Έτσι, πούστη», βόγκηξε με ηδονή. «Γλύψε καλά. Κι ανάμεσα στα δάχτυλα. Θέλω να τα γυαλίσεις...»

Του έγλυφα τις πατούσες και πιπιλούσα τα δάχτυλα του για αρκετή ώρα. Το δερμάτινο εσώρουχο που φορούσε μπορεί να ήταν φτιαγμένο από σκληρό δέρμα, αλλά το είδα να κουνιέται μερικές φορές, προφανώς από μια μεγάλη στύση που έκρυβε μέσα του. Ο κύριος Θανάσης πρέπει να απολάμβανε το πλύσιμο.

«Έτσι μπράβο σκυλί... Τώρα ανέβα πιο πάνω. Γλύψε μου τα μπούτια...»
Έκανα όπως με διέταξε.
«Και από μέσα πούστη», γρύλισε μέσα από τα δόντια του.

Έγλυφα τα σκληρά και μυώδη μπούτια του που καλύπτονταν από σκούρες τρίχες. Μετά βούτηξα ανάμεσα στα σκέλια του γλύφοντας τους εσωτερικούς μηρούς ενώ το κεφάλι μου τριβότανε επάνω στον καβάλο του.

«Γαμώ το στανιό μου! Είσαι τέλειος μικρέ...» είπε.

Με αναπτερωμένο αίσθημα περηφάνιας έβαλα τα δυνατά μου ώστε να γλύψω και να υγράνω με το σάλιο μου κάθε του σπιθαμή, ερεθίζοντας όσο γινότανε περισσότερα νεύρα και να τσιγκλήσω όσο περισσότερους τένοντες μπορούσα. Από τα διάφορα βογκητά του, καταλάβαινα ποια είναι τα σημεία που τον ερέθιζαν πιο πολύ.

Κάποια στιγμή, πάνω στην έξαψή μου, έγλυψα με δύναμη τον καβάλο του πάνω από το δερμάτινο σλιπ που φορούσε. Πριν προλάβω να αντιδράσω, έφαγα ένα χαστούκι στο μάγουλο, μόνο και μόνο για να ακολουθήσει και μια ανάποδη στο άλλο. Βρέθηκα πάλι πεσμένος στο πάτωμα.

«Σου έδωσα άδεια ν’ αγγίξεις τον πούτσο μου μαλακισμένο;» φώναξε δυνατά.
«Όχι, κύριε», απάντησα.
«Τότε γιατί τόλμησες να τον αγγίξεις;»
Έμεινα αμίλητος. Δεν ήξερα τι να απαντήσω.
«Από δω και μπρος να θυμάσαι πως κάποια σημεία του κορμιού μου είναι ιερά για σένα. Απαγορεύεται να τ’ αγγίζεις. Ό,τι κι αν κάνεις, μα ό,τι κι αν κάνεις, δεν θ’ απλώνεις χέρια-πόδια πιο πάνω απ’ τον λαιμό μου. Τ’ ακούς;! Θα με γλύφεις όπου σου λέω εγώ, θα κάνεις ότι λέω εγώ, αλλά ποτέ δεν θα τολμήσεις να γλύψεις ή να φιλήσεις ή ν’ ακουμπήσεις το κεφάλι μου. Κατάλαβες;!»
«Μάλιστα, κύριε».

«Ωραία. Το ίδιο ισχύει για τον κώλο μου. ΜΗΝ διανοηθείς καν ν’ απλώσεις χέρι εκεί πίσω. Δεν είμαι πούστης σαν και σένα γω! Όσο για τον πούτσο μου, θα έχεις δικαίωμα να τον πιάσεις, να τον γλύψεις και να τον χαρείς, μόνο όταν το έχεις κερδίσει με την αξία σου και σου έχω δώσει την άδεια! Κατανοητόν κοπρόσκυλο;»
«Μάλιστα, κύριε».

«Ωραία. Ο γενικός κανόνας είναι΄, πως όποιο σημείο του σώματός μου είναι καλυμμένο με κάτι, δεν είναι γυμνό δηλαδή, δεν είναι για σένα. Γι’ αυτό και φοράω αυτό που φοράω. Το κεφάλι, εννοείται ότι είναι ειδική περίπτωση και γι’ αυτό στο ανέφερα πρώτο-πρώτο... Κατάλαβες ρε τσογλάνι;»
«Μάλιστα, κύριε. Συγνώμη, κύριε. Δεν θα επαναληφθεί κύριε».

«Έτσι μπράβο... Για πρώτη φορά θα σε συγχωρήσω. Τώρα στρώσου πάλι στην δουλειά σαν καλό σκυλί που είσαι».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα και έπεσα πάλι στα τέσσερα να γλύφω και να μουσκεύω τα σκέλια του κύριου Θανάση.
«Ωραία, τώρα την κοιλιά πούστη», είπε ξαφνικά δίνοντας μου σήμα να ανέβω πιο ψηλά.

Χώθηκα μέσα στα βρεγμένα σκέλια του και άρχισα να γλύφω την πεταχτούλικη κοιλιά του. Δεν είχε τρίχες αρκούδας αλλά είχε αρρενωπή τριχοφυΐα που δυσκόλευε την γλώσσα μου. Μέχρι να μουσκέψει βέβαια, γιατί μετά γλιστρούσε πάνω-κάτω από μόνη της.

«Έτσι κοπρόσκυλο, έτσι... Γλύφε τον κύριό σου τσογλάνι», βόγκηξε.

Τον έγλυφα παντού. Γύρω από τον αφαλό, πάνω-κάτω, την μέση, τα πλάγια.
Μετά από λίγο μου έδωσε την εντολή-άδεια να γλύψω τις ρόγες του.

«Απαλά όμως ε; Χωρίς δόντια και μαλακίες. Αλλιώς θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις», διευκρίνισε.

Ήξερα πλέον αρκετά ώστε να μην τολμήσω να παραβώ τις οδηγίες του. Γιατί πράγματι θα με γαμούσε, αλλά όχι όπως μου άρεζε, αλλά στο ξύλο. Και μάλιστα άγρια.

Όταν μετά από μερικές ακόμη εντολές του έπλυνα και τα χέρια, μου έδωσε εντολή να σταματήσω και να κάτσω μπροστά του στα γόνατά μου.

«Για πές μου τώρα μικρέ... Θέλεις να γλύψεις τ’ αρχίδια και τον πούτσο μου;» ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Αν αυτή είναι η επιθυμία σας», απάντησα.
«Δεν ρώτησα ποια είναι η επιθυμία μου μικρέ εξυπνάκια... Σε ρώτησα αν θέλεις να γλύψεις τ’ αρχίδια και τον πούτσο μου. Τόσο απλή η ερώτηση».

Κώλωσα... Δεν μπορούσα να καταλάβω αν εννοούσε αυτό που έλεγε ή αν ήτανε κάποιο τεστ.

«Δεν θα περιμένω όλη μέρα μικρέ... Θές να γλύψεις τον πούτσο και τ’ αρχίδια μου, ναι ή όχι;!»
«Θέλω!... Κύριε!»
«Έτσι μπράβο! Άντε και μας έσκασες. Άλλα θέλω να το κάνεις χωρίς τα χέρια. Ό,τι είναι να κάνεις θα το κάνεις μονάχα με το στόμα σου... Σαν σκυλί που είσαι...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Τι μάλιστα και ξεμάλιστα; Ξεκίνα».

Έπεσα στα τέσσερα και πλησίασα τον φουσκωμένο καβάλο. Την πρόσβαση μου στο πλούσιο πακέτο του κυρίου Θανάση την εμπόδιζε μια στρώση από χοντρό δέρμα που έκλεινε με ένα φερμουάρ. Άνοιξα το στόμα μου και δάγκωσα διερευνητικά την μεταλλική γλώσσα. Βρήκα το σημείο και δάγκωσα απαλά. Έβαλα δύναμη και για μεγάλη μου τύχη γλίστρησε προς τα κάτω με σχετική ευκολία. Αμέσως πετάχτηκε μπροστά μου ένας πυκνός θάμνος από σκούρες τρίχες.
«Καλά τα πας», με ενθάρρυνε ο κύριος Θανάσης.

Ανέβηκα ξανά ψηλά για να δαγκώσω το ένα φύλλο και να το κατεβάσω κάτω για να ανοίξει όσο γινότανε. Επανέλαβα την διαδικασία και για το άλλο. Μπροστά μου τώρα είχα ένα τρίγωνο λευκής σάρκας που σκούραινε στην μύτη του από έναν θάμνο.

Με μερικές σπρωξιές με την μύτη μου, ελευθερώθηκε το χοντρό εργαλείο του κυρίου Θανάση που πετάχτηκε όρθιο με ορμή σκληρού ελατηρίου. Επιτέλους, ο πούτσος του κυρίου ήτανε έτοιμος για να λάβει τις ταπεινές υπηρεσίες μου. Πήρα την πιο βολική θέση που μπορούσα και κατέβασα το κεφάλι μου για να πάρω τον γλυκό καρπό του μέσα στο στόμα μου.


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται;...)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

13. Αφεντάδες μου καλοί...


Αφεντάδες μου καλοί.

Σας ζητώ ταπεινά συγνώμη για την μεγάλη καθυστέρηση, αλλά οι καθημερινές που ασχολίες δεν μου επέτρεψαν να γράψω στο blog για αρκετό καιρό. Θέλω να ξέρετε πάντως πως η σκέψη μου είναι μαζί σας.

Σας υπόσχομαι πως πολύ σύντομα θα ακολουθήσει η συνέχεια της ιστορίας. Μετά θα ακολουθήσουν και νέες ιστορίες, ακόμη πιο σκληρές και πιπεράτες.



...σας προσκυνώ, ο ταπεινός κι ανάξιος δούλος σας, Faunlet


Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

12. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 4ο]


Ο κύριος Θανάσης είχε ένα πλατύ πρόστυχο χαμόγελο στο πρόσωπό του και με κοιτούσε αφ’ υψηλού. Όπως ήμουν καθισμένος στα γόνατα, έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και γράπωσε τα μαλλιά. Το κούνησε πέρα-δώθε με ηδονική διάθεση.

«Τώρα είσαι δικός μου μικρέ...» είπε. «Τώρα θα κάνεις ότι σου λέω εγώ. Όποια εντολή κι αν σου δίνω, για σένα θα είναι σκοπός της ζωής σου. Αυτό εδώ, σήμερα, δεν είναι μια σκηνή έρωτα, αλλά υποταγής. Δεν θέλω να μ’ αγαπάς. Χέστηκα αν μ’ αγαπήσεις. Από σένα απαιτώ να με υπηρετήσεις! Κάθε σου υπηρεσία που προσφέρεται σωστά, θα φέρνει αμοιβές», συνέχισε, και έτριψε με το ελεύθερο χέρι τον καβάλο του. «Κάθε σου ανυπακοή όμως, θα φέρνει σκληρή τιμωρία».
«Μάλιστα κύριε», απάντησα. Είχα μάθει το μάθημά μου. Τρεις ήταν οι βασικές εντολές. Η λέξη "κύριε", η φράση "μάλιστα κύριε" μετά από ό,τι κι αν πει, και να πραγματοποιώ ό,τι με διατάζει. Θα τα κατάφερνα όμως ως το τέλος;

«Πάνε και κλείσε όλα τα παράθυρα που νομίζεις πως μπορεί να αφήσουν τον θόρυβο ν’ ακουστεί παραέξω, κλείδωσε τις πόρτες και τράβα τις κουρτίνες. Τσακίσου!» Έκανα όπως με πρόσταξε και επέστρεψα.
«Όταν δεν υπάρχει κάποια σαφή εντολή, θα κάθεσαι πάντα στα γόνατα σκύλε», είπε με απότομη φωνή, δείχνοντας το πάτωμα με το δάχτυλο. Αμέσως έκατσα πάλι στα γόνατα.

Έκατσε αναπαυτικά στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ. Ζάπαρε λίγο στα κανάλια και το άφησε σε ένα που έπαιζε μια ξένη ταινία.

Υπέθεσα πως θα μου ζητούσε να του προσφέρω κάποιες υπηρεσίες, αλλά όσο περνούσε η ώρα, τόσο ένιωθα κατάπληκτος από την αδιαφορία του. Δεν με κοίταζε καν. Παρόλο που ήμουνα δυο μέτρα μακριά του, καθισμένος στα γόνατα, να κοιτάζω προς το μέρος του. Είδα με στην άκρη του ματιού μου το ρολόι που έδειχνε πως είχε περάσει ήδη ένα μισάωρο. Γιατί δεν ασχολιόταν μαζί μου;

Γύρισα λίγο το βλέμμα μου και έστρεψα την προσοχή μου στην τηλεόραση. Χωρίς να το καταλάβω αφαιρέθηκα και έμεινα για λίγο να την κοιτάζω. Δεν κατάλαβα πως κατάφερε να σηκωθεί τόσο αθόρυβα, να έρθει πίσω μου και να μου αστράψει το πιο δυνατό χαστούκι που μου είχαν δώσει ποτέ. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος και έπεσα στο πλάι.

«Γαμώ το μουνί που σε πέταγε!» ούρλιαξε. «Σου είπε κανείς ρε αρχίδι να κοιτάξεις τηλεόραση; Σου έδωσα την άδεια; Με ρώτησες; Λέγε!»
«Όχι, κύριε», ψέλλισα προσπαθώντας να κατακρατήσω την οργή μου.

Ποιος σκατά νόμιζε πως ήτανε; Και στο κάτω-κάτω, τι σκατά καθότανε εκεί χωρίς να κάνει τίποτα; Τι να έκανα δηλαδή για να περάσει η ώρα; Με είχε μπερδέψει και είχε αρχίσει να μου την δίνει αυτή η κατάσταση.

«Τότε γιατί ρε τσογλάνι; Γιατί γύρισες το κεφάλι σου να δεις τηλεόραση; Απάντησε σκουλήκι!»
«Γιατί δεν κάναμε τίποτα. Απλά έκατσες εκεί πέρα και—»

Άλλο ένα χαστούκι έσκασε το ίδιο μάγουλο όπου είχε χτυπήσει και το προηγούμενο.

«Σκουλήκι! Μου μιλάς και τον ενικό τώρα; Ποιος είμαι; Ο γκόμενος σου ρε αρχίδι;! Μήπως θες να δούμε την ταινία αγκαλίτσα τρώγοντας ποπ-κόρν; Τι σκατά νομίζεις πως κάνουμε εδώ πέρα;»
«Συγνώμη... δεν ξέρω... μ’ έχεις μπερδέψει... Τι θες από μένα;»

Σήκωσε το χέρι του να με χτυπήσει ξανά αλλά το κράτησε στο αέρα. Έμεινε για λίγο ακίνητος, και τελικά το κατέβασε αργά στο πλάι. Άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω μουρμουρίζοντας στον εαυτό του. Υπέθεσα πως προσπαθούσε να ηρεμίσει. Δεν τολμούσα να σηκωθώ και παρέμενα κάτω βάζοντας και ξαναβάζοντας το δάχτυλο στο αυτί μου προσπαθώντας να σταματήσω το σφύριγμα, συνέπεια από τα δυο δυνατά χαστούκια.

Τελικά, με πλησίασε και έκατσε με βαθύ κάθισμα μπροστά μου. Μου έπιασε το σαγόνι. Σφίχτηκα. Φοβήθηκα πως θα έπεφταν και άλλα χαστούκια. Με κράτησε σταθερά όμως μη αφήνοντας με να τραβηχτώ.



«Κουτάβι... Πρώτ’ απ’ όλα, μου μίλησες στον ενικό, ενώ είμαι ο κύριός σου. Δεύτερον, άρχισες να ξεχνάς να με αποκαλείς "κύριο", και τρίτον, λες και κάνεις μαλακίες. Τα δυο πρώτα παραπτώματα σου είναι γνωστά και θα τιμωρηθείς πιο σκληρά απ’ ό,τι συνήθως. Το τρίτο θα στο εξηγήσω γιατί είσαι ακόμη ένα ανεκπαίδευτο κουτάβι.

»Ο σκοπός του σκύλου είναι να υπηρετεί και να διασκεδάζει τον αφέντη του. Δες τα σκυλιά πως παρακολουθούν τους κυρίους τους και σηκώνουν το κεφάλι τους σε κάθε τους κίνηση. Τα μάτια τους και η προσοχή τους είναι πάντα στραμμένη προς τον κύριό τους. Έτοιμοι να υπακούσουν σε κάθε πρόσταγμα. Έτσι κι’ εσύ. Μπορεί εγώ να έκατσα να δω τηλεόραση, αλλά εσένα η προσοχή πρέπει να είναι στραμμένη επάνω μου, και όχι στο να γυρίσεις να δεις τηλεόραση. Κατάλαβες κουτάβι;»
«Νομίζω...»
«Ξαναπές την πρόταση σωστά κουτάβι».
«Νομίζω πως ναι, κύριε».

«Έτσι μπράβο... Τώρα βέβαια, όπως ξέρεις, πρέπει να σε τιμωρήσω, γιατί αυτός είναι ο νόμος της εκπαίδευσης. Έσφαλες και οφείλεις να δεχτείς την τιμωρία σου. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Πολύ ωραία. Για πρώτη φορά θα είμαι επιεικής μαζί σου. Θα φας δώδεκα βουρδουλιές στην πλάτη με την ζώνη για το παράπτωμα της αντίδρασης και δώδεκα ραβδισμούς στα κωλομέρια για το παράπτωμα να γυρίσεις να δεις τηλεόραση».

Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Σοβάρευε πολύ το "παιχνίδι".

Ο κύριος Θανάσης έκανε το σπίτι έναν γύρο με το μάτι του. Είδε την ξύλινη κολόνα που οδηγούσε στην κουζίνα.

«Αυτή η κολόνα αντέχει ή είναι σάπια;» με ρώτησε.
«Όχι, κανονική είναι. Είναι παλιό αλλά γερό ξύλο... Κύριε!»
«Το ’σωσες μικρέ», είπε. «Εκεί θα σε δένω για τις τιμωρίες σου. Έχει κι’ εκείνο το άνοιγμα πάνω απ’ το οποίο θα περάσει η αλυσίδα. Τέλεια...»
«Πιστεύετε πως είναι απαραίτητο κύριε;»
«Δεν είπαμε ρε βλαμμένο πως θα μου ζητάς τον λόγο πρώτα; Λοιπόν, οι ραβδισμοί τον κώλο γίνονται είκοσι τέσσερις».

Πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά κατάλαβα πως θα τα έκανα χειρότερα και έβγαλα τον σκασμό. Έπρεπε να υποταχτώ στην μοίρα μου. Δεν είχα την δύναμη να τα βάλω με αυτόν τον άντρα.

Έβγαλε από την βαλίτσα του μια αλυσίδα, αρκετά γερή για να δέσει έναν άνθρωπο. Πλησίασε την κολόνα και πατώντας επάνω σε μία καρέκλα την πέρασε μέσα από την τρύπα.

«Τζάμι!» φώναξε μ’ ενθουσιασμό.

Γύρισε και με κοίταξε. Προφανώς είδε την έκφραση απορίας στο πρόσωπό μου και μου εξήγησε χωρίς να το ζητήσω.

«Στα διαμερίσματα και στις πόλης γενικότερα είναι που είναι δύσκολο να δέρνεις τον άλλον και να σκούζει χωρίς να καλέσουν την αστυνομία, το να χρησιμοποιήσεις αλυσίδες είναι απλά αδιανόητο. Αλλά ’δώ στην ερημιά μπορώ άνετα να τις χρησιμοποιώ χωρίς να φοβόμαστε τους περίεργους και τους μπάτσους. Μη κοιτάς... Είναι άλλο πράγμα η αλυσίδα. Είσαι τυχερός που θα ξεκινήσεις μ’ αυτές μικρέ. Θα σ’ αρέσει... Θα δεις...»

Έστεψε πάλι την προσοχή του στην αλυσίδα. Την ζύγισε και την κλείδωσε στην θέση της μ’ ένα λουκέτο, ώστε να μην μπορεί να τραβηχτεί προς την μία ή την άλλη μεριά.

«Σήκω σκυλί κι έλα ’δω», πρόσταξε απότομα.

Σηκώθηκα και με δρασκελιές έφτασα κοντά του. Μου έπιασε τον καρπό και τον σήκωσε ψηλά. Πήρε την μια άκρη της αλυσίδας και την έφερε μια γύρα γύρω από τον καρπό μου. Μέτρησε με το μάτι και την κλείδωσε πάλι με ένα λουκέτακι. Τότε πρόσεξα πως τα λουκέτα ήταν από αυτά με τους τετραψήφιους κωδικούς και όχι με κλειδάκι. Προφανώς τα πολλά λουκέτα θα ήταν σκέτο μπέρδεμα με τόσα διαφορετικά κλειδιά. Επανέλαβε το ίδιο και με το άλλο μου χέρι, αφού πρώτα με υποχρέωσε να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου. Όταν τέλειωσε μου επέτρεψε να χαλαρώσω. Όταν όμως προσπάθησα να ακουμπήσω πάλι τα πόδια μου κανονικά στο πάτωμα, ένοιωσα τους μύες των χεριών, του στήθος και της ωμοπλάτης μου να τεντώνονται. Επέφεραν ένα αισθητό, αλλά υποφερτό πόνο. Ένιωθα σαν να με κρέμασαν για να τεντώσουν οι μύες και να εξαρθρωθούν οι κλειδώσεις.

«Είσαι στο τέλειο ύψος», είπε ο κύριος Θανάσης. «Για κάτσε να το συνηθίσεις μικρέ, γιατί θα την βγάζεις συχνά εκεί».

Αποφάσισα να μην απαντήσω, αλλά διαπίστωσα πως έκανα λάθος. Όπως ήμουν δεμένος με την κοιλιά μου να ακουμπάει στην κολόνα, ήρθε από πίσω μου και μου γράπωσε δυνατά τα μαλλιά, τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι μου και μου φώναξε : «Ξέχασες τα λόγια σου κοπρόσκυλο;! Τι σκατά θα κάνω ’γω με σένα; Τόσο εύκολα ξεχνάς την εκπαίδευσή σου; Τι σκατά είπα πριν; Τι ξέχασες;»
«Μάλιστα κύριε», φώναξα.

«Ακριβώς! "Μάλιστα κύριε"! Δεν θα με αγνοείς όταν σου μιλάω σκυλί! Να θυμάσαι τι σου είπα πριν. Άμα θελήσω να μου τραγουδήσεις το "Θάλασσα πλατιά" και στο πω, θα πρέπει να τ’ ακούσεις. Πως θα ικανοποιήσεις τις επιθυμίες του κυρίου όταν όλη η προσοχή σου δεν είναι στραμμένη πάνω του;
«Έχετε δίκιο κύριε. Θα είμαι προσεχτικός τώρα, σας το υπόσχομαι κύριε».
«Αυτό θα το δούμε», είπε. «Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου για να σ’ εκπαιδεύσω σωστά. Τώρα, ετοιμάσου. Θα φας το ξύλο που σου χρειάζεται. Σκυλί!»

Τον άκουσα να απομακρύνεται και να παίρνει από την βαλίτσα τα σύνεργα που χρειαζότανε για την τιμωρία μου. Με πλησίασε και μου επανέλαβε την προειδοποίηση. Θα ξεκινούσε από το μαστίγωμα στην πλάτη.

Κόλλησε σχεδόν πίσω μου και ξαφνικά έβαλε την ζώνη τεντωμένη μπρος στα μούτρα μου. Μου προκάλεσε έκπληξη.

«Φίλα την, κι ευχαρίστησέ με για την τιμωρία που θα σου δώσω μικρέ».
Φίλησα την ζώνη και είπα: «Ευχαριστώ για την τιμωρία κύριε».
«Έτσι μπράβο μικρέ μου. Και τώρα... Ετοιμάσου!»

Άκουσα το σφύριγμα της ζώνης καθώς ο κύριος Θανάσης ετοιμαζόταν να μου δώσει το πρώτο χτύπημα. Σφίχτηκα και ένοιωσα τις αλυσίδες να χώνονται βαθιά στο δέρμα μου καθώς από ένστικτο τράβαγα τους καρπούς μου για να ελευθερωθώ. Οι αλυσίδες όμως εφάρμοζαν τέλεια στους καρπούς μου, και ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθώ θα ήταν να έσπαζα τους αντίχειρές μου, πράγμα αδύνατον. Τίποτα δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το χτύπημα που δέχτηκα στην πλάτη μου.

Το δέρμα έσκασε με δύναμη πάνω στις ωμοπλάτες μου. Τινάχτηκα προς τα εμπρός μόνο και μόνο για να τσακίσω την μύτη μου πάνω στο σκληρό ξύλο της κολόνας. Έβγαλα μια κραυγή.

«Μία», είπε ο κύριος Θανάσης. «Στο μέλλον θα τις μετράς εσύ μικρέ! Γι’ αυτό κοίτα να μαθαίνεις».

Ακούστηκε πάλι στο σφύριγμα και έσκασε το δεύτερο χτύπημα. Αυτή την φορά κατάφερα να μην χτυπήσω πάνω στην κολόνα, αλλά ένοιωσα κάτι να τρέχει από την μύτη μου. Νόμιζα πως ήταν μύξα, αλλά αμέσως μετά κατάλαβα πως ήταν αίμα. Προφανώς την είχα χτυπήσει αρκετά δυνατά.

«Δύο», συνέχισε ο κύριος Θανάσης.

Το μαστίγωμα συνέχισε μέχρι το δωδέκατο χτύπημα. Όταν έριξε και το τελευταίο, σταμάτησε και με πλησίασε. Έπιασε την πλάτη μου που μάλλον πρέπει να είχε κοκκινίσει. Την ένιωθα να τσούζει και να είναι ζεστή.

«Ωραία, έχει ανάψει... Έτσι μου ’ρχεται να σου ρίξω άλλες τόσες μόνο και μόνο για την πάρτι μου. Θα είχες πρόβλημα μ’ αυτό κουτάβι;»
«Ε... δηλαδή... κύριε...»

«Βασικά... Χέστηκα. Θα φας άλλες δώδεκα μόνο και μόνο επειδή δίστασες. Σου θυμίζω πως δεν είμαι ’δώ για να σου ψήσω κουλουράκια αλλά για να ικανοποιήσω τον εαυτό μου. Αυτός είναι και ο δικός σου σκοπός μικρέ. Και δεν με ικανοποιείς... Δεν με αποκαλείς σωστά, πουλάς τσαμπουκά, κοιτάς τηλεόραση... Τι σκατά! Λοιπόν, πάμε άλλες δώδεκα. Αυτή την φορά θα μετράς εσύ. Άμα χάσεις το μέτρημα, να ξέρεις πως θ’ αρχινάμε από την αρχή».

Σφίχτηκα και προσπάθησα να ετοιμαστώ για την συνέχιση του μαρτυρίου μου. Ξανά ο γνώριμος ήχος με τον γνωστό πόνο.

«Μία!» φώναξα δυνατά από τον πόνο.
«Α... Λάθος στα ’πανε μικρέ», είπε ο κύριος σταματώντας το μαστίγωμα. «Δεν είσαι στο δημοτικό όπου μαθαίνεις να μετράς. Θα λες: "Μία κύριε. Σας ευχαριστώ κύριε," και ούτω καθ’ εξής. Κατάλαβες μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάμε απ’ την αρχή».

Πρώτο χτύπημα. «Μία, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
«Έτσι μπράβο κουτάβι. Συνέχισε».
Δεύτερο χτύπημα. «Δύο, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
Συνέχισα έτσι ως το τελευταίο. «Δώδεκα κύριε! Ευχαριστώ κύριε».

Αυτή την φορά πονούσα πραγματικά. Όταν σταμάτησε να με χτυπάει, διαπίστωσα πως έτρεμα. Όλο το σφίξιμο των μυών, ιδίως της πλάτης επέφεραν μικρούς νευρικούς σπασμούς που τους ένιωθα τώρα να ξεσπούν ανεξέλεγκτα. Το αίμα που έτρεχε από την μύτη μου είχε αρχίσει να ελαττώνεται, παρόλο το όλο σφίξιμο. Είχε τρέξει αρκετό όμως και το στήθος μου ήταν καλυμμένο με παχιές σταγόνες αίματος που έτρεχαν μέχρι το λάστιχο του σλίπ, όπου και τις ρουφούσε το ύφασμα. Κάποιες είχαν περάσει το εμπόδιο και είχαν στάξει στα πόδια και στο πάτωμα.

«Ωραία δουλειά...» είπε ο κύριος Θανάσης όταν ήρθε από τα πλάγια και είδε την κοκκινίλα. «Δεν περίμενα να δω τόσο ωραίο θέαμα από την πρώτη φορά. Βάλθηκες να επανορθώσεις βλέπω... Έ μικρέ;»
«Μάλιστα κύριε», απάντησα.

Μετά από δυο ντουζίνες με την ζώνη στην πλάτη, αρχίζεις να θυμάσαι τον λόγο που τις έφαγες και λαμβάνεις τα μέτρα σου.

«Και βλέπω πως σου άρεσε η όλη διαδικασία...»

Δεν κατάλαβα γιατί το είπε και γύρισα ελαφρώς να δω το πρόσωπό του. Ακολούθησα το βλέμμα του που οδηγούσε στον καβάλο μου. Πρόσεξα τότε πως είχα μία πλήρη στύση που τέντωνε το ύφασμα του σλίπ. Από τον πόνο και την όλη διαδικασία δεν είχα καταλάβει πως είχα καυλώσει. Ένοιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουνε από ντροπή.

«Μην ντρέπεσαι κουτάβι», μου είπε. «Αυτή είναι η πραγματική σου φύση. Και τώρα το μαθαίνεις. Απλά σου αρέσει το ξύλο μικρέ... Αποδέξου το. Δεν είναι κάνα έγκλημα. Και είσαι τυχερός, γιατί εμένα μου αρέσει να δέρνω...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Τι ωραία που μιλάς τώρα κουτάβι; Αλλά, ξέρεις πως δεν τελειώσαμε ακόμα, έτσι; Έχουμε και το κωλαράκι να τιμωρήσουμε. Πού βρισκόμαστε;»
«Ορίστε;... Δεν κατάλαβα την ερώτηση, κύριε».

Γράπωσε τα μαλλιά μου και με δύναμη κοπάνισε το μέτωπό μου πάνω στην κολόνα. Ίσα που πρόλαβα να στρίψω το κεφάλι λίγο προς τα αριστερά ώστε να σώσω την μύτη.

Πλησίασε το στόμα του στο αυτί μου και είπε: «Στο χρώμα κουτάβι!... Πού βρισκόμαστε; Πιάσαμε κόκκινο; Πρόσεξε τι θα πεις...»

Το σκεφτικά για λίγα δευτερόλεπτα. Πονούσα... Ναι. Αλλά δεν ήμουν του θανατά. Πίστευα πως άντεχα πολύ περισσότερο ξύλο πριν καταρρεύσω ή χάσω τις αισθήσεις μου.

«Πράσινο, κύριε» απάντησα με ειλικρίνεια.
«Πολύ ωραία... Θα απογοητευόμουν αν έλεγες άλλο χρώμα. Μπράβο κουτάβι... Πάμε λοιπόν και στο παρασύνθημα».
«Μάλιστα, κύριε».

Ελευθέρωσε το κεφάλι μου και αφού γράπωσε το σλίπ, μου το τράβηξε απότομα προς τα κάτω, αρκετά για να φανεί ο κώλος και από μπροστά να σκαλώσει με δύναμη στο πέος μου.

Έβγαλα ένα: «Άουτς».
«Τι "άουτς" και "άουτς" μωρέ», γάβγισε ο κύριος Θανάσης. «Σου πόνεσα το πουλάκι μήπως μικρούλι;»
«Όχι κύριε. Μια βλακεία είπα κύριε. Συγνώμη κύριε».
«Έτσι μπράβο. Τι σκατά παλικάρι είσαι άμα αντέχεις τόσο ξύλο με την ζώνη και δεν αντέχεις ένα τίναγμα του πούτσου. Θα ήταν γελοίο, δε νομίζεις;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάμε παρακάτω λοιπόν...»
«Μάλιστα, κύριε».

Ένοιωσα τα χέρια του κυρίου να χαϊδεύουν τα κωλομάγουλά μου και να τα ζουλάνε σε διάφορα σημεία. Η όλη αίσθηση με διέγειρε περισσότερο, και όσο κι αν δεν το ήθελα, θα έπρεπε να παραδεχτώ πως είχε δίκιο.

Η όλη εμπειρία ως τώρα, μπορεί να προσέβαλε το μυαλό, τον εγωισμό μου δηλαδή, αλλά το σώμα έδειχνε καθαρά τα σημάδια της απόλαυσης. Το τσούξιμο στην πλάτη, ο πόνος στο μέτωπο και στην μύτη από το κοπάνιμα, η αίσθηση του αίματος που στέγνωνε πάνω μου, ο πόνος από τις αλυσίδες στους καρπούς που αργά αλλά σταθερά γινότανε πιο οξύς, σε συνδυασμό με την αίσθηση ανημποριάς λόγω των δεσμών, έδιναν στα χουφτώματα του κυρίου μια πρωτόγνωρη, κατά πολύ μεγεθυνμένη ηδονή.

«Έχεις ωραία κωλομέρια μικρέ», είπε ο κύριος βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. «Σκληρά και γυμνασμένα καπούλια... Αν και έχεις κάτι μικρές ραγάδες. Ήσουν λίγο μπούλις όταν ήσουν μικρός;»
«Μάλιστα κύριε, αλλά για ένα μικρό διάστημα της ζωής μου. Συνήθως ήμουν κανονικός στα κιλά, κύριε».
«Δεν πειράζει. Μια χαρά είναι... και έχεις και λίγη τρίχα... κοντούτσικη και χνουδωτή. Θα φαίνονται ωραία τα σημάδια από το ξύλο».

Άκουσα τον κύριο να ακουμπάει κάπου την ζώνη και να παίρνει την βέργα. Με πλησίασε από πίσω και με προειδοποίησε. Για άλλη μια φορά σφίχτηκα, δίνοντας έμφαση αυτή την φορά στους γλουτούς μου.

«Μέτρα όπως έχεις μάθει κουτάβι!» φώναξε ο κύριος καθώς κατέβαζε το πρώτο χτύπημα.

Η βέργα έσκασε στο δέρμα με δύναμη. Πόνεσα αρκετά και μια κραυγή βγήκε από το λαρύγγι μου. «Μία, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
«Έτσι μπράβο, πάμε ξανά...»
Δεύτερο χτύπημα. «Δύο, κύριε! Ευχαριστώ κύριε!»

Και συνέχισε έτσι μέχρι να παραδοθούν και τα υπόλοιπα χτυπήματα. Όταν τέλειωσε ήρθε πάλι κοντά για να επιθεωρήσει το έργο του, και για άλλη μια φορά έκανε την παρατήρηση για την στύση μου. Αυτή την φορά δεν χρειαζόταν η επισήμανση. Γνώριζα και απολάμβανα την παλλόμενη στύση μου. Ο πόνος, η απώλεια της εξουσίας, τα χτυπήματα στα κωλομέρια και το τρίψιμο από το ύφασμα με είχαν ερεθίσει αφάνταστα πολύ.

«Γουστάρεις μωρή πουστάρα ε;» είπε καθώς ανασηκωνόταν από την μελέτη του καυλωμένου πέους μου . «Δεν έπεσα έξω μ’ εσένα. Θα με παιδέψεις λίγο, αλλά θα γίνεις καλό σκυλί στο τέλος. Θα δεις... Θα τα βρούμε τέλεια οι δυο μας».

Απομακρύνθηκε και έκατσε πάλι στην θέση του στον καναπέ. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου. Δεν θα με έλυε; Προφανώς μάντεψε την απορία μου.

«Θα σ’ αφήσω εκεί για καμιά ώρα... Μέχρι να τελειώσει η ταινία μάλλον. Δεν έχεις κάτι άλλο να μου προσφέρεις αυτή την στιγμή έτσι κι αλλιώς. Θα μείνεις εκεί λοιπόν να σκεφτείς αυτά που έκανες και την στάση σου από ’δώ και πέρα».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα. Μετά από τέτοιο μάθημα, είχα γίνει πολύ πιο προσεχτικός.
«Πολύ ωραία. Κάτσε εκεί λοιπόν και μην βγάλεις άχνα μέχρι να τελειώσει το έργο».

Άραξε αναπαυτικά στον καναπέ, ενώ εγώ γύρισα το κεφάλι μου ώστε να μην πιαστεί ο λαιμός μου, αλλά και να μην προκαλώ τον κύριο με το επίμονο βλέμμα μου.

Αφέθηκα να μουλιάσω στις σκέψεις μου και στις αντιδράσεις του κορμιού μου μετά από την βάναυση επίθεση που είχε δεχτεί.



Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, όταν ένιωσα ξαφνικά την παρουσία του κυρίου Θανάση ακριβώς δίπλα μου. Πετάχτηκα έντρομος και ένοιωσα τις αλυσίδες να σφίγγουν επώδυνα τους καρπούς των χεριών μου.

«Τσουκ-τσουκ», έκανε ο κύριος Θανάσης, μην κρύβοντας το υποτιμητικό του ύφος. «Ξέχασες λοιπόν τόσο γρήγορα όλα όσα σου είπα πριν... Ξέχασες πως είσαι ένα κουτάβι που πρέπει να έχει την προσοχή του συνεχώς στραμμένη πάνω στον αφέντη του, τον κύριό του; Αχ... Με στεναχώρησες τώρα. Γιατί είσαι ωραίο κουτάβι, αλλά δυστυχώς θα πρέπει πάλι να σε τιμωρήσω...»

«Συγνώμη κύριε. Ήμουν αφηρημένος κύριε...»
«Ω, ναι... Σίγουρα ήσουν. Δυο φορές σου μίλησα, και μ’ είχες γραμμένο στα σκυλίσια αρχίδια σου. Ίσως θα ’πρεπε να σε τιμωρήσω εκεί; Τι λες; Θα σε βοηθούσε αυτό να είσαι πιο προσεχτικός;»
«Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να κάνετε κύριε, αλλά—»
«Δεν πειράζει κουταβάκι μου», είπε με φανερή ειρωνεία τον τόνο της φωνής του ο κύριος. «Δεν πειράζει... Θα μάθεις κουταβάκι μου... Θα μάθεις! Ετοιμάσου να δεχτείς την τιμωρία σου και κοιτά να μαθαίνεις. Δεν μ’ αρέσει να βλέπω τις προσπάθειές μου να πηγαίνουν στο βρόντο».

Απομακρύνθηκε και πήγε πάλι στην βαλίτσα μόνο και μόνο για να επιστρέψει με κάτι μικρά και περίεργα σύνεργα.

«Γύρνα», με διέταξε. «Γύρνα τον σώμα σου όσο μπορείς».
Προσπάθησα αλλά μπόρεσα να γυρίσω πολύ λίγο, ίσα-ίσα λίγες μοίρες.
«Εκεί, καλά είσαι». Έκατσε στα γόνατα και μου κατέβασε το σλίπ εντελώς. Κατέβηκε εύκολα μιας και η στύση μου είχε χαθεί εδώ και ώρα. Τον ένοιωσα να ψαχουλεύει τους όρχεις μου και να τους τραβάει ελαφρά. Τελικά, τους έσφιξε και πέρασε κάτι που μάλλον ήταν κάποιο είδος λεπτής αλυσίδας. Λεπτής για τα δεδομένα της αλυσίδας με την οποία ήμουν δεμένος στην κολόνα, αλλά χοντρή για τα δεδομένα των αλυσίδων που χρησιμοποιούνται στα κοσμήματα. Την ασφάλισε για άλλη μια φορά στην θέση της με την χρήση μιας μικρής κλειδαριάς. Τα τέσταρε τραβώντας ελαφρά τους όρχεις μου που πετάγονταν τώρα προς τα έξω, σφιχτοί και σκληροί.

«Πολύ ωραία», μουρμούρισε ικανοποιημένος. «Έχεις σφιχτούς όρχεις και αυτό βοηθάει να κρατάει καλύτερα η αλυσίδα», είπε, απευθυνόμενος αυτή την φορά σε εμένα.
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα με τον γνωστό πλέον τρόπο.

Ο κύριος δεν είχε τελειώσει. Κάτι πέρασε μέσα από την αλυσίδα, που μου φάνηκε σαν μικρό τσιγκέλι. Όταν τελείωσε, εμφάνισε μπροστά μου κάτι μικρά βαράκια του ενός και του μισού κιλού, που μπαίνουν συνήθως στους αλτήρες στα γυμναστήρια. Μόνο που αντί για αλτήρες, είχαν περασμένες μέσα από τις τρύπες τους αλυσίδες, όμοιες με αυτήν που είχε ασφαλίσει γύρω από τους όρχεις μου.

«Έτοιμος να λάβεις την τιμωρία σου σκυλί;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Πολύ ωραία... Για να δούμε τι θα κάνεις μ’ αυτό...»

Ένιωσα ένα μικρό κούνημα, και ξαφνικά, ένα απότομα τράβηγμα των όρχεων. Έβγαλα μια ψιλή κραυγή. Υπήρχε πόνος, αλλά όχι ανυπόφορος. Περισσότερο με συνεπήρε η έκπληξη.

«Πως νιώθεις μ’ ένα κιλό να κρέμεται απ’ τ’ αρχίδια σου μικρέ; Είσαι στο πράσινο;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πολύ ωραία. Πάμε για το δεύτερο κιλό τότε».

Κρέμασε άλλο ένα βαρίδιο του κιλού και το άφησε να πέσει λίγο πιο απότομα. Αυτή την φορά η τσιρίδα μου ήταν πιο ψιλή και πιο δυνατή. Αυτή την φορά ένιωσα έναν πόνο σχετικά έντονο. Σαν να είχα φάει μια μέτρια κλοτσιά.

«Χρώμα;» ρώτησε ο κύριος.
«...κίτρινο... νομίζω... κύριε».
«Ωραία... Κάτσε να σου βάλω ακόμη ένα μισόκιλο, για να ’σαι σίγουρος πως είσαι στο κίτρινο μικρέ.

Ένιωσα το βάρος να αυξάνεται μετά από έναν ελαφρύ μεταλλικό θόρυβο. Αυτή την φορά τα αποτελέσματα ήταν βέβαια. Υπήρχε ένας συνεχής ενοχλητικός πόνος στους όρχεις, αρκετά έντονος ώστε να αποσπά συνεχώς την προσοχή μου.

«Πολύ ωραία... Αυτό διαφέρει από άλλα παρόμοια βασανίστρια που έχεις ίσως δει στο ίντερνετ», είπε ο κύριος Θανάσης καθώς στάθηκε όρθιος. «Οι περισσότεροι περνάνε το λουρί και πάνω από την ρίζα του πέους. Μπορούν έτσι να σηκώνουν πολύ περισσότερα κιλά, αλλά ο πόνος δεν είναι το ίδιο. Ενώ έτσι, όλο το βάρος πάει στ’ αρχίδια, πιέζοντας τα δυο σωληνάκια. Λογικά εκεί θα πρέπει να νιώθεις τον περισσότερο πόνο. Έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα... Κύριε...» ψιθύρισα ανάμεσα από τα σφιγμένα μου δόντια.

«Τέλεια... Και τώρα ετοιμάσου να φας δυο ντουζίνες με την ζώνη στα κωλομέρια και στους πίσω μηρούς. Αυτό θα σ’ αναγκάζει να κουνάς των κώλο σου και τα βαρίδια να κουνιούνται και να πιέζουν τ’ αρχίδια».
«Μα... Μάλιστα κύριε!»
«Έτσι μπράβο. Πάμε λοιπόν το μέτρημα μικρέ. Ξεκίνα».

Έπεσε το πρώτο χτύπημα. Τίναξα την λεκάνη μου μπροστά και αμέσως ο πόνος στους όρχεις αυξήθηκε, καθώς τα βαρίδια έβγαιναν από την αδράνεια και πίεσαν τους αδένες. «Άααα! Έ-ένα... Κύριε!...»
«Έτσι να σ’ ακούω να σκούζεις μικρέ».
Δεύτερο χτύπημα. «Α!... Δ-δυ-δύο, κύριε!»

Συνέχισε έτσι με συγκεκριμένο ρυθμό χτυπημάτων που συγχρονίστηκε με την κίνηση των βαριδίων που κρέμονταν ανάμεσα στα σκέλια μου, αρκετά βίαια ώστε να χτυπάνε πάνω στα ανοιγμένα μου πόδια. Ήταν σαν να είχα μετατραπεί σε μια ζωντανή καμπάνα, μόνο που τα πόδια μου ήταν ο κώδων και οι όρχεις με τα βαρίδια η γλώσσα, ενώ ο ήχος έβγαινε από το λαρύγγι μου.

Έπεσε και το τελευταίο χτύπημα. «Είκοσι... τέ-τέσσερις... κύ-κύριε... Ευχαριστώ-ω, κύριε...» κλαψούρισα με λίγα δάκρια να τρέχουν από τα σφιγμένα μου βλέφαρα.

Για άλλη μια φορά ο κύριος έσκυψε να περιεργαστεί το έργο του. Χούφτωσε τους γλουτούς μου και μετά τους πρησμένους όρχεις. Το πέος μου ήταν μισοερεθισμένο. Προφανώς η όλη εμπειρία, αν και ηδονιστική, ήταν ταυτόχρονα και αρκετά επίπονη ώστε να ακυρώνει την στύση.

«Βλέπω πως ζορίστηκες αρκετά μικρέ», πήρε τον λόγο ο κύριος. «Τι λες; Έμαθες το μάθημά σου;»
«Μάλιστα, κύριε! Ω, ναι! Σίγουρα το έμαθα κύριε. Φτάνει κύριε, σας παρακαλώ... Πονάει κύριε».
«Έτσι πρέπει. Αν δεν πονούσε δεν θα ήταν τιμωρία. Κάτσε ακίνητος για να σταματήσουν να κουνιούνται τα βάρη και μετά πες μου σε τι χρώμα βρισκόμαστε».
«Κόκκινο κύριε. Κόκκινο!»
«Σκασμός! Μαλακισμένο! Δεν ακούς τι λέω; Όταν σταματήσουν τελείως. Για τιμωρία που δεν ρώτησες για να πάρεις τον λόγο, θα μείνεις έτσι με τα βαρίδια να κρέμονται για τα επόμενα δέκα λεπτά».

Κλαψούρισα λίγο. Ήμουν στα πρόθυρα να βάλω τα κλάματα. Ιδίως ο δεξής όρχις πονούσε πάρα πολύ. Προσπάθησα να καταπνίξω την επιθυμία μου για να κουνηθώ και κάθισα ακίνητος. Σύντομα σταμάτησαν να λικνίζονται τα βάρη και πράγματι, ο πόνος υποχώρησε ελαφρά.

«Είμαστε στο πορτοκαλί μικρέ;»
Σκεφτικά λίγο πριν απαντήσω: «Νομίζω πως ναι, κύριε».
«Στο ’πα. Τώρα, κάτσε ’κεί και τα λέμε σε δέκα λεπτά. Έφυγε και πήγε να κάτσει πάλι στον καναπέ, αφήνοντάς με στο μαρτύριό μου.

Άρχισα να έχω αμφιβολίες. Τελικά, που είχα μπλέξει; Άμα αυτό ήταν η αρχή, τι θα ακολουθούσε αργότερα; Μήπως τελικά δεν ήμουν φτιαγμένος για τέτοια πράγματα; Να χρησιμοποιούσα την λέξη-κλειδί και να τα τερμάτιζα όλα εδώ και τώρα; Δεν ήξερα...

Από την άλλη ντρεπόμουν να το τερματίσω από τώρα. Με έπιασε το εγωιστικό μου. Τόσο φλώρος ήμουν λοιπόν; Είχε δίκιο; Ένα αδύναμο πουστράκι ήμουν τελικά; Δεν ήξερα...

Το σώμα μου με πονούσε. Οι καρποί των χεριών μου πονούσαν επίσης τρομερά. Οι κρίκοι των αλυσίδων είχαν χωθεί βαθιά στο δέρμα και πίεζαν πάνω στο κόκαλο. Οι γλουτοί ζεστοί, έτσουζαν από το ξύλο με την ζώνη, ενώ οι όρχεις έστελναν σταθερά κύματα πόνου στον εγκέφαλο.



Θεέ μου, ας τελείωνε γρήγορα αυτό το μαρτύριο. Ας με λυπότανε ο κύριος Θανάσης να με λύσει από τα δεσμά μου. Θα είμαι υπάκουος. Θα κάνω ό,τι μου λέει. Το υπόσχομαι. Μονάχα να με λύσει Θεέ μου. Να με λύσει και να βγάλει αυτό το βάρος από τα’ αρχίδια μου. Αυτά σκεφτόμουνα συνέχεια, μέχρι που πέρασε ο χρόνος και ο κύριος σηκώθηκε από την θέση του.

«Πέρασαν τα δέκα λεπτά κουτάβι. Έμαθες το μάθημά σου;»
«Μάλιστα κύριε. Σας υπόσχομαι πως το έμαθα, κύριε».
«Το εύχομαι. Θα ήταν δυσάρεστο αν σε μίση ώρα έπρεπε να επαναλάβουμε την όλη διαδικασία, δεν νομίζεις;»
«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας ορκίζομαι. Έμαθα το μάθημά μου».
«Πολύ ωραία... Αυτό μένει να αποδειχτεί... Κάτσε να σου βγάλω τα βάρη».

Τι ανακούφιση όταν έβγαλε το πρώτο κιόλας βάρος! Ο πόνος αμέσως μετριάστηκε, ενώ όταν τα έβγαλε όλα, ο πόνος έγινε μια απλή ενόχληση. Έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

«Πόνεσε ε; Έτσι πρέπει. Γιατί αλλιώς θα τραβούσε πολύ η εκπαίδευσή σου. Τώρα όμως την επιταχύναμε κατά πολύ. Στο χέρι σου είναι να μην επαναληφτεί σύντομα.
«Μάλιστα, κύριε».

Το αληθινό σοκ ήρθε όταν ελευθέρωσε τους καρπούς μου. Λόγο της βαρύτητας, τα χέρια έπεσαν αμέσως στο πλάι. Ένας δυνατός πόνος όμως στους μύες, και κυρίως στους δελτοειδής και τις ωμοπλάτες, με ανάγκασε να τα ανασηκώσω λίγο.

«Έχουν πιαστεί οι μύες σου. Θα χρειαστούνε μερικά λεπτά για να συνέλθουνε κάπως», είπε ο κύριος Θανάσης.
«Δεν περίμενα να συμβεί κάτι τέτοιο κύριε».
«Έτσι είναι το σώμα. Δεν αντέχει την τεχνητή παράλυση. Παλιά έτσι βασανίζανε ανθρώπους. Τους δένανε με τρόπο που να τους ακινητοποιεί τελείως. Μετά από ώρες, το σώμα πάθαινε τρομερές κράμπες και σπασμούς. Γι’ αυτό και η σταύρωση θεωρούνταν παλιά μεγάλο μαρτύριο. Μπορεί να στο δοκιμάσω καμιά μέρα... Αν με τσατίσεις αρκετά με κάποιο παράπτωμα...»

«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας το υπόσχομαι, κύριε».
«Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες μικρέ. Φτάνει τώρα... Σήκω το βρακί σου κι έλα και κάτσε στην θέση σου για λίγο να χαλαρώσουν τα χέρια σου. Θα χρειαστώ τις υπηρεσίες σου σε λίγο. Την αλυσίδα στ’ αρχίδια στην αφήνω για να θυμάσαι να μην κάνεις το ίδιο σφάλμα. Έτοιμη να στα ξηλώσει με τα βαρίδια, έτσι και με αναγκάσεις να στα φορέσω ξανά.
«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας το υπόσχομαι, κύριε».

Υπέθεσα πως μετά θα μου ζητούσε σεξ, και αυτό με ανακούφισε κάπως. Αργότερα όμως, θα διαπίστωνα πως θα αργούσε πολύ αυτή η στιγμή. Πήγα και έκατσα την θέση μου: στο γυμνό πάτωμα, στα γόνατα, δυο μέτρα παραδίπλα του.

Ο κύριος Θανάσης άρχισε πάλι να με αγνοεί. Άλλαζε κανάλια στην τηλεόραση, και γενικώς έκανε τον αδιάφορο. Εγώ όμως είχα επικεντρώσει πάνω του όλη μου την προσοχή. Την επόμενη φορά που θα ήθελε κάτι, δεν θα με έπιανε απροετοίμαστο...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται: Μέρος 5°)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

11. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 3ο]


Ο κύριος Θανάσης με τσιγκλούσε στα πλευρά για να ξυπνήσω. Χρειάστηκα μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να συνειδητοποιήσω το πού βρισκόμουνα και τι είχε συμβεί. Γύρισα και τον είδα να ανασηκωμένο να με κοιτάζει.

«Ξύπνησε το κουτάβι μου;» Έσκασε ένα χαμόγελο και συνέχισε: «Θα πάς μέσα σαν καλό παιδί να ’τοιμάσεις δυο μερακλίδικα καφεδάκια; Βαρύ με ολίγη τον δικό μου».
«Με πήρε ο ύπνος; Δεν το πιστεύω. Τι ώρα είναι;»
Έφαγα το σκαμπίλι μου χωρίς προειδοποιήσεις κι εξηγήσεις και μου απάντησε κοιτάζοντας κι ο ίδιος το ρολόι του: «Έξη και δέκα».
«Πώ-πω... Πέρασε η ώρα, κύριε», απάντησα τρίβοντας το μάγουλό μου. «Θα πρέπει να πάω να δω τι κάνουν τα παιδιά. Και να κάνω έναν έλεγχο να σιγουρευτώ πως αλλάξανε τα μπέκ», είπα, μιλώντας ουσιαστικά στον εαυτό μου.
«Κουταβάκι. Δεν με νοιάζει τι έχεις και τι δεν έχεις να κάνεις. Αλλά με νοιάζει να πιω τον καφέ μου. Γι’ αυτό τσακίσου μέσα να ετοιμάσεις έναν βαρύ με ολίγη, για να μην μας ακούσουν μέχρι το χωριό. Κατάλαβες; Μετά πάνε όπου θες, αλλά σε μια ώρα θα ’σαι πίσω για το επόμενο μάθημά σου. Δεν έκανα τόσο δρόμο για το τίποτα. Άσε και που μετά το στοματάκι σου, θέλω να γαμήσω και λίγο το σφιχτό το κωλαράκι σου. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Άιντε τσακίσου».

Πετάχτηκα όρθιος, βίαια αφυπνισμένος από το δυνατό χαστούκι που είχα φάει και μπήκα στην κουζίνα να ετοιμάσω τον καφέ του.
«Να τον σερβίρεις στην βεράντα», άκουσα την εντολή του δυνατά καθώς έβγαινε έξω.
Ταυτόχρονα με τον καφέ του, ετοίμασα σ’ ένα πλαστικό ποτήρι και έναν φραπέ μέτριο για τον εαυτό μου, να τον πάρω μαζί μου έξω.

Βγήκα και τον βρήκα να κάθεται με τα πόδια του απλωμένα σε μια καρέκλα. Είχε τυλίξει και ανάψει ένα στριφτό τσιγάρο που το φουμάριζε με ένα πολύ αρρενωπό στιλ που για κάποιον λόγο μου άρεσε. Του άφησα τον καφέ και του είπα πως θα πήγαινα να κάνω τις δουλειές μου. Κοίταξε πάλι το ρολόι του και μου επανέλαβε την εντολή. Στις επτάμιση έπρεπε να είμαι πίσω.

Πήρα τον φραπέ μου στο χέρι και κατέβηκα τα σκαλιά. Άρχισα να περπατάω προς τα ανατολικά όπου είχαμε το μπαμπάκι. Αμέσως μετά είχα καμιά εικοσαριά στρέμματα καλαμποκιού, που δυστυχώς απ’ ό,τι φαινότανε δεν θα έβγαζε καλή ποσότητα φέτος. Παρόλα αυτά έπρεπε να το ποτίζω με την ελπίδα πως έστω και τελευταία στιγμή θα μπορούσα να αυξήσω κάπως την παραγωγή.

Έκανα κάνα τεταρτάκι για να φτάσω. Είχα τελειώσει τον καφέ. Πέταξα το κυπελλάκι σε ένα τρύπιο βαρέλι που είχα δίπλα από την γεώτρηση και άλλαξα τις βάνες. Γέμισα το ντεπόζιτο με βενζίνη και τράβηξα μερικές φορές το σχοινί, όσο να πάρει μπροστά το μοτέρ. Αφού βεβαιώθηκα πως έβγαζε κανονικά νερό και τα μπέκ ψεκάζανε σωστά, πήρα πάλι να περπατάω προς τον νότο να δω πως είχε πάει το καθάρισμα στα δέντρα. Μετά από κάνα δεκάλεπτο είδα τα παιδιά που πράγματι είχαν κάνει καλή δουλειά και είχαν τελειώσει σχεδόν το μισό χωράφι.

Με πλησίασε ο Φαρούκ για να με ρωτήσει διάφορες μικρολεπτομέρειες, ενώ ο Κώστας πλησίασε σύντομα κι αυτός κοντά μας για να μου πει για τις ελιές. Ήταν όλες σε καλή κατάσταση και θα έβγαζαν καλό καρπό. Γύρω στο εξήντα τοις εκατό για λάδι, και το υπόλοιπο για φάγωμα, με πολύ λίγη φίρα. Αφού τελείωσα και μ’ αυτούς και τους ευχήθηκα καλό βράδυ, μιάς και στις οχτώ θα σχολάγανε για να πάνε να ξεκουραστούν, πήρα τον δρόμο του γυρισμού.

Με όλα αυτά είχα ξεχαστεί, και μόνο όταν πάτησα το πόδι μου στην βεράντα και είδα τον κύριο Θανάση να με περιμένει στη ίδια στάση όπως τον είχα αφήσει, θυμήθηκα την προθεσμία του. Έβαλα το χέρι στην τσέπη μου για να πιάσω το κινητό μου τηλέφωνο και να δω την ώρα αλλά με πρόλαβε.

«Επτά και είκοσι έξι. Στην ώρα σου μικρέ. Το γλίτωσες το ξύλο». Έκανε μια παύση για να ρεμβάσει το τοπίο πριν πάρει πάλι τον λόγο. «Πως πήγε η επιθεώρηση; Όλα καλά;»
«Δώξα τω Θεώ, όλα καλά, κύριε».
«Κανένα πρόβλημα δηλαδή;»
«Όλα υπό έλεγχο κύριε».
«Χμ... Ξαφνικά νιώθω σαν να παίρνω βραδινή αναφορά στο στρατόπεδο», είπε και γέλασε λίγο. «Κάτσε να τα πούμε τότε. Έλα, μην ντρέπεσαι».
Κατέβασε τα πόδια του από την καρέκλα και μου έκανε νόημα να κάτσω. Έπραξα όπως ζήτησε και έκατσα απέναντί του.



«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
«Αμήχανα, κύριε», του απάντησα.
«Το βλέπω. Έχεις κοκκινίσει στο πρόσωπο. Εκτός κι αν σ’ έκαψε ο ήλιος. Σ’ έκαψε ο ήλιος μήπως μικρέ;»
«Όχι, κύριε».
«Καλώς. Πάντως να ξέρεις: το καλύτερο φάρμακο είναι τα χύσια. Αλλά ξέχασα. Σου έβαλα το μεσημέρι». Γέλασε λίγο με το αστείο του και συνέχισε: «Λοιπόν... Θυμασαι που μου ’λεγες ’κείνο το βράδυ στην Σαλονίκη για το πόσο σε καυλώνουν οι σκληρές ιστορίες που διαβάζεις στο ιντερνέτ, και πως ήθελες κάποτε να τις δοκιμάσεις;»
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι, κύριε. Όπως σας είπα: δεν το σηκώνω το πιοτό κύριε, και δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα, κύριε. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι η εκκωφαντική μουσική και η όλη βαβούρα στο μπαρ, κύριε».

«Είδες τι ωραία που έμαθες να μιλάς αγόρι μου;» ρώτησε με αυτοθαυμασμό. «Μωρέ θα σε στρώσω μια χαρά εγώ. Δεν πειράζει. Πάντως τώρα είσαι ξεμέθυστος, οπότε πες μου αν κάνω λάθος. Γουστάρεις ή δεν γουστάρεις τ’ άγρια παιχνιδάκια;»
«Δεν γνωρίζω κύριε. Είναι αλήθεια πως όταν τα διαβάζω ή τα βλέπω στο ιντερνέτ νιώθω μια ηδονή–»
«Κομμένα τα πρωτευουσιάνικα σου σε μένα μικρέ. Θα μιλάς καυλιάρικα κι αντρίκεια. Πες: με καύλωναν».
«Μάλιστα κύριε. Συγνώμη κύριε. Ήθελα να πω πως με καυλώνουν κύριε, αλλά δεν μπορώ να... να πω με σιγουριά αν μου αρέσουν ή όχι, μιας και δεν τα έχω ποτέ μου δοκιμάσει, κύριε».

«Ωραία... Και αυτό ακριβώς θέλεις από μένα. Έτσι δεν είναι κουτάβι;»
«Ε...»
«Τι έ; Με θέλεις για ρομαντική βόλτα στα χωράφια και να μετρήσουμε τ’ άστρα; Εγώ άλλα θυμάμαι να έψαχνες: ηγεσία, καθοδήγηση, πειθαρχία, αντρική, δυναμική φιγούρα. Όχι φλωράκια και πουστράκια...»
«Έχετε δίκιο κύριε. Απλώς... Απλώς φοβάμαι λιγάκι...»
«Φοβάσαι εμένα;»
Ένευσα καταφατικά το κεφάλι μου.
«Καλά κάνεις και με φοβάσαι. Ο σεβασμός πάντα εμπεριέχει και λίγο το στοιχείο του φόβου. Αλλά αυτό και μόνο. Αν με φοβάσαι πως είμαι κάνας τρελός, κάνας διεστραμμένος που θα σε σφάξει και θα θάψει το πτώμα σου στα χωράφια, κάνεις λάθος... Αλώστε: σιχαίνομαι το φτυάρισμα». Γέλασε δυνατά και αυτό με βοήθησε να ηρεμίσω κάπως. Αυθόρμητα, πήρα τον λόγο.

«Ίσως να φοβάμαι και τον εαυτό μου λίγο, κύριε. Δεν ξέρω... Φοβάμαι μήπως δεν μου αρέσει, μήπως... μήπως γελοιοποιηθώ... ξέρετε τι εννοώ; Έ; Κύριε;»
«Και βέβαια μικρέ. Αλλά όπως σου είπα: είμαι εκ-παι-δευ-της! Ξέρω πώς να εκπαιδεύω κουτάβια, οπότε είσαι σε καλά χέρια. Όσο για το αν θα γελοιοποιηθείς, αυτό είναι καθαρά δικό σου θέμα. Για μερικούς άντρες, παραδείγματος χάριν, το να γαμηθούν από τον κώλο είναι ό,τι χειρότερο, ενώ αντιθέτως, για σένα και τους ομοίους σου, είναι καύλα. Επειδή όμως βλέπω πως σοβαρεύει η συζήτηση, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

»Από τώρα και μέχρι αύριο τ’ απόγευμα που θα φύγω, είσαι ο εκπαιδευόμενός μου. Μου ανήκεις για να σε κάνω ό,τι γουστάρω. Δεν θα σε σκοτώσω, ούτε θα σου σπάσω κάνα πόδι, οπότε μη φοβάσαι. Αλλά από ’κεί και πέρα δεν σου εγγυώμαι τίποτα.

»Ό,τι και αν σου κάνω, ό,τι εντολή και αν σου δώσω, εσύ θα την εκτελείς αμέσως χωρίς αντιρρήσεις, χωρίς δισταγμούς, δικαιολογίες και άλλα χαζά. Για κάθε άρνηση ή παράπτωμα στο οποίο θα πέφτεις, θα δέχεσαι και την ανάλογη τιμωρία. Την τιμωρία την ορίζει ο κύριός σου, δηλαδή εγώ, κατά πως το κρίνει, και η απόφασή του δεν δέχεται καμία κριτική από την πλευρά σου. Ισχύει ό,τι ισχύει και τώρα: σε κάθε προσπάθεια αποφυγής της τιμωρίας, αυτή αυτομάτως θα διπλασιάζεται. Να το θυμάσαι αυτό. Γιατί άλλο ένα χαστούκι που γίνεται δυο, και άλλο μια ντουζίνα με την ζώνη μου θα γίνονται είκοσι τέσσερις... Καμιά απορία ως εδώ;»
«Προς το παρόν, όχι κύριε. Συνεχίστε και θα σας πω άμα είναι, κύριε».

«Ωραία, συνεχίζω λοιπόν. Δεν θα έχεις το δικαίωμα να μιλάς χωρίς την άδεια μου. Επειδή ξέρω πως αυτό θα σου είναι λίγο δύσκολο στην αρχή, θα είμαι υπομονετικός και θα έχεις εβδομάδα προσαρμογής. Θα τρως όπως και τώρα ένα χαστούκι όποτε θα πέφτεις στο παράπτωμα αυτό. Όταν θα θέλεις να πάρεις τον λόγο, να με ρωτήσεις κάτι ή να αναφέρεις κάτι, θα το ρωτάς πρώτα».
«Μα πώς θα το κάνω αυτό;» φώναξα λίγο πιο δυνατά από το αναμενόμενο. Αυτό που μου έλεγε μου φαινότανε παράλογο. Πως θα ρωτούσα τον λόγο όταν απαγορευόταν να μιλάω;
«Σκύψε να φας το χαστούκι σου», είπε, «και θα σου πω. Και για να μάθεις να μην με διακόπτεις άλλη φορά θα φας και μια ανάποδη». Με είδε που δίσταζα. «Σκύψε είπα για’ θα φας τις διπλάσιες και πάει λέγοντας...»

Έσκυψα και μου άστραψε μια ανάποδη, και χωρίς να προλάβω να συνέλθω, μου σκάει άλλο ένα δυνατό σκαμπίλι στο άλλο μάγουλο. Πόνεσα και έβγαλα μια ψιλή κραυγή.

«Έτσι μπράβο. Και συνεχίζω με την ελπίδα να μην με ξαναδιακόψεις. Λοιπόν, όταν θα θέλεις να πάρεις τον λόγο, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις την λέξη "κύριε". Αυτό όλο: "Κύριε", και μετά μια παύση. Αν σου δώσω τον λόγο, θα πεις ή θα ρωτήσεις αυτό που θέλεις, αν όχι, τότε απλά το βουλώνεις και περιμένεις. Δεν έχεις το δικαίωμα να ξαναρωτήσεις την άδεια για να μιλήσεις αν δεν περάσουν πέντε λεπτά, ή τελειώσουμε ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνουμε εκείνη την στιγμή.

»Για παράδειγμα. Αν σε γαμάω από τον κώλο και εσύ πονάς, θα πεις: "Κύριε," και άμα σου πω: "ναι; τι;" ή οτιδήποτε που μπορεί να σημαίνει πως σου δίνω τον λόγο, εκφράζεις αυτό που θέλεις. Πάντα βέβαια με τον απαραίτητο σεβασμό. Πως τσούζει ο κώλος σου και θέλεις λιπαντικό, ή πως νιώθεις πως πρέπει να πας τουαλέτα, ή οτιδήποτε άλλο. Αλλά! Αν σε αγνοήσω, δεν θα σημαίνει πως δεν σε άκουσα. Ακούω και προσέχω πάντα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να νομίζεις εσύ! Εκεί που ’σαι ’σύ, εγώ ’μαι δυο βήματα παραπέρα. Όπότε, αν σε γράφω στ’ αρχίδια μου, είναι γιατί απλά γουστάρω να σε γράφω και πως αυτό είναι όλο μέρος της πραγματικότητας. Καταλαβαίνεις κουτάβι;»
«Νομίζω, κύριε».

«Ωραία. Τέλος, οι κώδικες. Μερικές φορές, όταν θα βλέπω πως ζορίζεσαι ή πως είσαι κοντά στα όρια σου θα σε ρωτάω "χρώμα". Εσύ θα δίνεις μία από τις τρεις απαντήσεις: πράσινο, κίτρινο ή πορτοκαλή, και τέλος κόκκινο. Αυτά τα χρώματα αντίστοιχα σημαίνουν: αντέχω άνετα, πονάω αλλά νιώθω πως αντέχω, και τέλος, πονάω αφόρητα και θέλω να σταματήσουμε τώρα. Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω;»
«Μάλιστα κύριε, νομίζω πως κατάλαβα, κύριε».
«Ωραία. Νιώθεις κάπως καλύτερα τώρα;»
«Οφείλω να ομολογήσω πως ναι, κύριε. Φαίνεστε να ’στε καλός γνώστης αυτών τον πραγμάτων. Μπορώ να λέω κάποιο χρώμα και χωρίς να ρωτήσω την άδειά σας για να μιλήσω;»
«Σωστή ερώτηση. Η απάντηση είναι όχι. Αυτές τις ερωτήσεις τις κάνω μόνο εγώ. Και μην φοβάσαι, ξέρω πότε να τις κάνω. Εξάλλου, πρέπει να έχει και λίγη αγωνία το παιχνίδι, δεν νομίζεις;»
«Μα άμα πονάω πολύ; Άμα είμαι στα όρια να πεθάνω;»
«Σκύψε...»

Έσκυψα. Με χαστούκισε και συνέχισε: «Πρώτον, δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνεις, και δεύτερον, γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει πάντα η λέξη κλειδί. Είναι μία λέξη που όταν την πεις, σταματάνε τα πάντα. Αλλά, σε προειδοποιώ: να μην την χρησιμοποιείς χωρίς λόγο, γιατί έτσι και το καταλάβω, θα σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα και την στιγμή που αποφάσισες να βγεις στο φως αυτού του κόσμου. Κατάλαβες μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε».

«Ωραία. Η λέξη θα είναι... Χμ... Κάτσε να το σκεφτούμε αυτό. Πρέπει να είναι κάτι ασυνήθιστο, κάτι άσχετο που να μην το λες συχνά και να μην σημαίνει τίποτα...»
«Κύριε;»
«Ναι, μικρέ;»
«Να προτείνω κάτι, κύριε;»
«Για πές...»
«"Θεσσαλονίκη", κύριε. Είναι η πόλη σας. Εύκολο να την θυμάμαι, και άσχετη να την πω σε ακατάλληλη στιγμή, κύριε. Τι λέτε, κύριε;»
«Λέω: Οκέι. Μπήκες στο κλίμα βλέπω. Ρώτησες σωστά για να πάρεις την άδειά μου να μιλήσεις, και η λέξη είναι απλή, εύκολη, και άσχετη με εμάς εδώ. Πολύ καλά. Λοιπόν... Στο μέλλον, ό,τι και να συμβεί, όσο και αν γκαρίζεις και σκούζεις από πόνο ή καύλα, αυτή η λέξη δεν θα λέγεται παρά μονάχα όταν είναι πραγματική ανάγκη. Συνεννοηθήκαμε μικρέ;»
«Μάλιστα! Κύριε».

«Πολύ ωραία. Λοιπόν, φτάνει για σήμερα. Βαρέθηκα να σου εξηγώ τέτοια εύκολα και αυτονόητα πράγματα. Το καλό που σου θέλω να μην έχεις άλλες δουλειές για απόψε... Έχεις;»
«Όχι κύριε. Μόνο το βραδινό των παιδιών από το—»
«Αυτό κανονιστικέ είπαμε», με διέκοψε. «Δεν είναι πια δική σου δουλειά να τους ταΐζεις. Λοιπόν. Από τώρα και μέχρι αύριο το πρωί, είσαι δικός μου. Καταλαβαίνεις μικρέ; Είσαι κατάδικός μου και θα κάνεις ό,τι σου λέω και ό,τι σε διατάξω, χωρίς αντιρρήσεις και χαζομάρες. Για κάθε σου ανυπακοή θα έχεις τιμωρία. Συμφωνήσαμε μικρέ;»

Δίστασα για λίγα δευτερόλεπτα. Η εμπειρία του που μου είχε κάνει μία κάποια εντύπωση, και λίγο ο φόβος να του πω όχι και να φανώ σαν ένας χαζός πουστράκος του χωριού που δεν ξέρει τελικά τι θέλει, με έκαναν να αποφασίσω και να συναινέσω.



Σηκώθηκε όρθιος και τεντώθηκε για να ξεπιάσει τους μύες του. Παρόλη την κοιλιά που είχε αποκτήσει στην μέση του, το υπόλοιπο σώμα ήταν ακόμη σφιχτό. Είδα τους μύες των χεριών και των ποδιών του να σφίγγονται και να πετάγονται επιβλητικά, και δεν μπόρεσα να μην τους θαυμάσω με κρυφή ζήλια.

«Φαντάζομαι θα έχεις μπάνιο έ, μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε. Φυσικά και έχω μπάνιο. Γιατί, κύριε;»
«Εσύ τι κάνεις συνήθως στο μπάνιο μικρέ; Πλάθεις κουλούρια; Για να μου κάνεις ένα καλό μπάνακι φυσικά».
«Εγώ, κύριε;»
«Ναι, εσύ. Τι είπαμε; Δεν είπαμε πως είσαι δικός μου; Πως θα κάνεις ό,τι σου ζητήσω. Ε, λοιπόν, θέλω να κάνω μπάνιο. Θέλω να πας μέσα, ν’ ανάψεις το θερμοσίφωνο για να ζεστάνεις λίγο το νερό, το θέλω χλιαρό, να ετοιμάσεις το μπάνιο, και όταν γυρίσω πίσω σε λίγα λεπτά, να μπω στο νερό, να χαλαρώσω, να μουλιάσω, και μετά να με τρίψεις παντού με το σφουγγάρι και να με πλύνεις πολύ-πολύ καλά. Καταλαβαίνεις μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα.
«Τράβα μέσα λοιπόν, όσο εγώ πάω να πάρω κάτι απ’ τ’ αμάξι».

Έπραξα όπως με διέταξε ο κύριος. Άναψα το θερμοσίφωνο και έστρωσα μια πετσέτα στα πλακάκια δίπλα στην μπανιέρα. Ευτυχώς που είμαι σχετικά καθαρός στα οικιακά μου και η μπανιέρα δεν ήθελε καθάρισμα. Βγήκα από την μπανιέρα την ώρα που ο κύριος Θανάσης έμπαινε στο σπίτι. Κρατούσε στο δεξί του χέρι μια μεγάλη μαύρη βαλίτσα η οποία φαινότανε κάπως βαριά, ακόμη και για τον ίδιο. Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι και την άνοιξε. Δεν μπορούσα να δω το περιεχόμενο της από την μεριά που βρισκόμουνα.

«Έλα δω μικρέ», είπε κοφτά. Τον πλησίασα και με διέταξε να κάτσω κάτω στα γόνατά μου. «Κλείσε τα μάτια σου και τέντωσε τον λαιμό σου», είπε.

Έκανα ό,τι με διέταξε. Ένοιωσα να τυλίγει και να σφίγγει κάτι γύρω στον λαιμό μου. Δεν ήτανε δύσκολο να καταλάβω πως μου έβαζε κάποιο λουρί, όπως αυτά που φοράνε όλοι οι σκλάβοι και που είχα δει χιλιάδες φορές σε φωτογραφίες στο ιντερνέτ.

Όταν τέλειωσε και μου είπε να ανοίξω τα μάτια μου, διαπίστωσα πως πράγματι, όχι μόνο είχε βάλει ένα μαύρο δερμάτινο λουρί γύρω από τον λαιμό μου, αλλά το είχε κλειδώσει κιόλας με μία μικρή κλειδαριά ώστε να μην μπορώ να το βγάλω. Όταν εξέφρασα τον φόβο μου για το τι θα συνέβαινα αν κάποιος με έβλεπε έτσι και δεν θα μπορούσα να το βγάλω, με είπε το βουλώσω και να μην φοβάμαι. Είπε πως τώρα αναλάμβανε αυτός τα ινία. Ψαχούλεψα το λουρί για λίγο ακόμη με τα χέρια μου, όταν με σταμάτησε λέγοντας πως θα το συνηθίσω πολύ-πολύ γρήγορα.

«Σε λίγο καιρό δεν θα μπορείς χωρίς αυτό γύρω απ’ τον λαιμό σου μικρέ», είπε. «Τώρα, βγάλε αυτή την φόρμα και το πουκάμισο και μείνε γυμνός, μόνο με το βρακί σου». Έκανα όπως διέταξε και γδύθηκα. «Για πλησίασε».

Πλησίασα και με άρπαξε δυνατά από το μπράτσο. Με μύρισε μερικές φορές και μόρφασε.

«Βρωμάς», είπε. Θα κάνεις κι εσύ μπάνιο μετά από μένα. Δεν θέλω βρομιάρικα σκυλιά στην δούλεψή μου. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία. Πάμε. Πρέπει να ’χει αρκετό ζεστό νερό τώρα. Πάμε μέσα».
Μπήκαμε στο μπάνιο όπου με διέταξε να τον γδύσω. Έκανα όπως είπε, και θαύμασα για άλλη μια φορά το μεγάλο πέος και τους επίσης μεγάλους όρχεις του. Το κατάλαβε και τραβώντας μου τα μαλλιά μου τα έτριψε στα μούτρα.

«Για να πάρεις αυτό τον πούτσο και να γευτείς την κρέμα απ’ αυτά τ’ αρχίδια, θα πρέπει πρώτα να κάνεις πράγματα για να τα κερδίσεις. Κατάλαβες μικρέ; Αυτό το εργαλείο δεν είναι για τον καθένα. Γι’ αυτό να προσέχεις τον κύριό σου για να λαμβάνεις και τ’ ανάλογα βραβεία».

Μπήκε στο μπάνιο αφού πρώτα με έβαλε να το γεμίσω με χλιαρό νερό. Όσο αυτός ήταν στο μπάνιο, με διέταξε να κάθομαι στα γόνατα δίπλα από την μπανιέρα. Τράβηξε μάλιστα την πετσέτα που είχα απλώσει στο πάτωμα λίγο παραπέρα ώστε να κάθομαι στα γυμνά πλακάκια.

Όταν μετά από κάνα τέταρτο ένοιωσε πως είχε μουλιάσει αρκετά, με διέταξε να του λούσω τα μαλλιά και κατόπιν να τον τρίψω παντού με το σφουγγάρι. Έκανα ό,τι με διέταξε, πλένοντας ακόμη και τα γεννητικά του όργανα. Όταν γύρισε για να του τρίψω την πλάτη και τους μηρούς, μου τόνισε να προσέχω ώστε να μην νιώσει σε καμία περίπτωση πως αμφισβητούσα ή προσέβαλα τον ανδρισμό του, εμμένοντας υπερβολικά στα κωλομέρια του. Αν έκρινα σωστά από τις αντιδράσεις του, πρέπει να το πήγα αρκετά καλά για πρώτη φορά. Βγήκε από το νερό και αφού τον σκούπισα καλά με μία πετσέτα, με διέταξε να μπω στο μπάνιο για να πλυθώ και εγώ.

Πήγα να γυρίσω το πόμολο για να αδειάσω το νερό όταν με σταμάτησε με μία απότομη διαταγή.

«Δεν έχεις ακούσει για το πρόβλημα της λειψυδρίας στην χώρα μικρέ; Οικονομία στο νερό».
«Μα κύριε, πως θα κάνω μπάνιο τότε;» τον ρώτησα ανυποψίαστος.
«Χαζός είσαι μικρέ; Δεν βλέπεις πως η μπανιέρα είναι γεμάτη;»
«Μα...»
Ένα δυνατό σκαμπίλι με έκανε να ξεχάσω τις αντιρρήσεις μου.
«Μπες μέσα και πλύσου», με διέταξε.

Έβγαλα το σλίπ μου και μπήκα μέσα στο νερό που είχε πλέον κρυώσει αρκετά, αλλά ευτυχώς λόγω της καλοκαιρινής ζέστας δεν ήτανε δυσάρεστα παγωμένο.

Δεν πρόλαβα να ξαπλώσω, όταν ένα άλλο δυνατό σκαμπίλι με έπιασε στα πράσα.

«Σου είπε κανένας βρε μαλακισμένο να βγάλεις το κωλοσώβρακό σου!»
«Ε... Όχι, κύριε. Αλλά...»
Ακολούθησε δεύτερο χαστούκι. Πιάστηκα από την μπανιέρα για να μην γλιστρήσω μέσα στο νερό.
«Τι είπαμε; Δεν θα αντιμιλάς! Σου έδωσα τον λόγο; Όχι! Θα απαντάς μονάχα σε ό,τι σε ρωτάνε. Κατάλαβες;!»
«Μάλιστα, κύριε», κλαψούρισα. Με είχε πονέσει διπλά.

Είχα μπερδευτεί και με είχε βρίσει. Η στάση του από έμπειρος αφέντης είχε γίνει στα ξαφνικά μάτια μου, παράλογη και κακή.

Μου πέταξε το σλίπ στα μούτρα και με διέταξε να το φορέσω, έστω και βρεγμένο.

«Δεν ζήτησα να δώ τον βρομόκωλό σου, και περισσότερο, δεν ζήτησα να δω την βρομερή ψωλή σου. Τι νομίζεις δηλαδή; Πως είμαι καμιά βρωμόπουστρα σαν και σένα που γουστάρει να βλέπει και να παίρνει ψωλές; Απάντησε!»
«Όχι, κύριε», ψέλλισα.

Κατάλαβα εκείνη την στιγμή τι εννοούσε. Θα έπρεπε να του συμπεριφέρομαι σαν κάποιος πραγματικά βαρύς μάγκας, κι όχι σαν κάποιος που γουστάρει το κορμί μου ερωτικά. Δεν ήμουν μια καυλιάρα ύπαρξη γι’ αυτόν, αλλά ένας πούστης που θα του κάνει τις δουλειές σαν σκλάβος, και θα την "τρώει" μόνον όταν ο κύριος το γουστάρει.

«Τώρα, κάνε μπάνιο και πλύσου καλά. Το βρακί δεν θα το βγάζεις μπροστά μου ποτέ! Μόνο αν σου το ζητήσω εγώ! Αυτό το βρομοψωλάκι που έχεις δεν θέλω να το βλέπω μπροστά μου όταν δεν το ζητάω. Συνεννοηθήκαμε;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Τότε τι περιμένεις;» με ρώτησε. «Πλύσου και έλα σε πέντε λεπτά στο σαλόνι. Καθαρό νερό θα χρησιμοποιήσεις μόνο για να ξεπλυθείς. Και μην τολμήσεις να βγάλεις το βρακί από πάνω σου».

Ξεκίνησα να βρέχομαι όταν πλησίασε πάλι δίπλα μου. Από το βλέμμα του κατάλαβα πως θα έπεφτε χαστούκι. Μου το έδωσε και μου εξήγησε τον λόγο.

«Όταν σου θα σου μιλάω, ακόμη και όταν δεν είναι ερώτηση που θέλει απάντηση, εσύ πάντα θα λές: "Μάλιστα κύριε". Κατάλαβες; Πάμε μια δοκιμή».
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάω στο σαλόνι».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα.
«Τι ωραία νύχτα που έχει σήμερα...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Και τι γαμημένο κοπρόσκυλο που έχω στην μπανιέρα...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ένα μικρό-μικρό και απαίδευτο κουτάβι...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Έτσι μπράβο... Μπήκες στο κλίμα. Πάω στο σαλόνι. Το καλό που σου θέλω να μην αργήσεις μικρέ», είπε και γύρισε να φύγει.
«Μάλιστα, κύριε».

Πλύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Η ιδέα πως λουζόμουνα στα νερά όπου είχα μόλις πριν από λίγο πλύνει τον κύριο Θανάση, με έκανε να νιώθω λίγο άβολα στην αρχή. Το πέος μου όμως που σκλήρυνε ελαφρά κάτω από το βρεγμένο ύφασμα του σλίπ, δήλωνε πως κατά βάθως, ίσως να το γούσταρα το όλο σκηνικό.

Τέλειωσα σχετικά γρήγορα και βάλθηκα να σκουπίζομαι με την πετσέτα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν έφταιγε το βρεγμένο ύφασμα ή η όλη φάση του πλυσίματος στα βρομόνερα και η αυταρχική επιβολή του κυρίου Θανάση επάνω μου, αλλά ήταν γεγονός πως είχα μία πλήρη στύση να με πιέζει κάτω από το σλίπ.

«Ακόμη δεν τελείωσες μικρέ;» ακούστηκε η φωνή του κυρίου Θανάση από το σαλόνι. «Σ’ άκουσα να βγαίνεις από το νερό. Τι σκατά κάνεις τόσην ώρα;»
«Έρχομαι κύριε», φώναξα από το μπάνιο. «Σκουπίζομαι».
«Έλα τώρα όπως είσαι. Τώρα όμως!»

Ο τόνος της φωνής του πρόδιδε πως δεν θα έπρεπε να τολμήσω να τον παρακούσω. Πέταξα την πετσέτα όπως-όπως και έτρεξα στο σαλόνι. Δεν είχα όμως σκουπίσει καλά τα πόδια μου, και όπως μπήκα τρέχοντας, γλίστρησα και σύρθηκα στο πάτωμα. Ευτυχώς η πτώση μου δεν ήταν άσχημη και δεν χτύπησα, ούτε κόπηκα κάπου. Απλώς πόνεσα λίγο στα πισινά όπως έσκασα στο πάτωμα. Ο κύριος Θανάσης ήρθε και στάθηκε από πάνω μου και με κοίταζε με ένα βλέμμα περιέργειας που με έκανε να νιώσω λίγο άβολα. Έτσι όπως στεκότανε από πάνω μου, δεν έκανα καμιά προσπάθεια να σηκωθώ και έμεινα να τον κοιτάζω παγωμένος.

«Τελικά είσαι ένα πραγματικά αδέξιο κουτάβι μικρέ», είπε. «Αλλ’ αυτό είναι που μ’ αρέσει πάνω σου... Και τι βλέπω εδώ; Το κουταβάκι έχει καύλες;»

Κοίταξα ντροπιασμένος τον καβάλο μου που εξείχε επιδεικτικά και πρόδιδε όσα θα προτιμούσα να είχα αποκρύψει.

«Τι σε καύλωσε τόσο πολύ κουταβάκι; Το να λούζεσαι στα νερά που πλύθηκε ο κύριός σου; Έννοια σου...» είπε και χαμογέλασε μειλίχια. «Έννοια σου και θα πλυθείς σε πολλά άλλα που θα σου δώσει ο κύριός σου κουτάβι. Τώρα σήκω, σκουπίσου, καθάρισε την ζημιά, βάλε καθαρό σώβρακο και έλα να με ντύσεις. Μετά, θα σου πω τι θα κάνουμε αυτή την βραδιά. Σε προειδοποιώ πως θα αγριέψουν αρκετά τα πράγματα, γι’ αυτό να ’σαι προετοιμασμένος».

Έκανα όπως με διέταξε. Πήρα μια πετσέτα, σκουπίστηκα για να βγουν οι λίγες σκόνες που είχαν κολλήσει επάνω στο νοτισμένο σώμα μου, σκούπισα και τις νεροπατημασιές μου στο πάτωμα και πήγα στο δωμάτιό μου όπου έβγαλα το βρεγμένο και φόρεσα ένα καθαρό μαύρο σλίπ.

Όταν μπήκα στο σαλόνι τον βρήκα να κάθεται αραχτός στην πολυθρόνα, γυμνός ακόμα, με την βαλίτσα ανοιγμένη μπροστά του.

«Έτοιμος μικρέ;» με ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε».
«Τότε έλα να με ντύσεις».

Τον πλησίασα και είδα την βαλίτσα. Είχε μέσα λογής-λογής πράγματα όπως δερμάτινες ζώνες, μερικές με μυτερά μεταλλικά καρφιά, μαστίγια, αλυσίδες, ραβδιά και άλλα είδη βασανισμού. Πάνω-πάνω ξεχώριζε ένα μαύρο δερμάτινο σλίπ. Ο κύριος Θανάσης έσκυψε και αφού το έπιασε το έτεινε προς τα μένα. Το πήρα στα χέρια μου και το περιεργάστηκα λίγο. Ήταν από σκληρό, σχεδόν άκαμπτο δέρμα. Είχε ένα μικρό φερμουάρ στο πάνω μπροστινό μέρος και ένα μεγάλο κοκάλινο κουμπί.

«Θέλετε να το φορέσω κύριε;» τον ρώτησα με περιέργεια.
«Μίλησες χωρίς να με ρωτήσεις μικρέ, αυτό σημαίνει τιμωρία. Σκύψε...»

Έσκυψα και έφαγα το χαστούκι μου. Μετά από τόσα χαστούκια σε μία και μόνο μέρα, το μάγουλο μου είχε γίνει πολύ ευερέθιστο, και παρόλο που υπό κανονικές συνθήκες το χαστούκι δεν θα θεωρούτανε πολύ δυνατό, εγώ πόνεσα και μάλιστα αρκετά.

«Άλλη φορά δεν θα μιλάς χωρίς να ζητήσεις την άδειά μου...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Είσαι ένα σκουπίδι...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Είσαι ένα σιχαμερό πλάσμα. Δεν είσαι άντρας, ούτε καν αγόρι. Είσαι ένα σίχαμα. Όχι μόνο γουστάρεις να τον παίρνεις από πίσω, ντροπιάζοντας το φύλο σου, την οικογένεια και την χώρα σου, αλλά είσαι και ένα χαζό πλάσμα που δεν μπορεί να ζήσει από μόνο του. Χρειάζεσαι κάποιον αληθινό άντρα, ένα που να σε διατάζει, να σε οργανώνει, και να σε κουμαντάρει στην ζωή σου...»
«Μάλιστα, κύριε».

«Μπράβο... Τουλάχιστον μπήκες στο νόημα της απάντησης όταν σου μιλάω», είπε, και συνέχισε: «Αυτό είναι το δικό μου εξάρτημα. Αυτό το φοράει μονάχα ένας δυνατός, σκληρός άντρας που έχει τα αρχίδια να το γεμίσει. Τι σκατά να γεμίσει το δικό σου το ψωλάκι;» είπε και γέλασε.

Δεν ήμουν κανένας ιδιαίτερα προικισμένος άντρας, αλλά ούτε και θα το χαρακτήριζα ως μικρό. Παρόλα αυτά, κατάφερε και με έκανε να νιώσω μικρός και άχρηστος.

«Έλα να μου το φορέσεις», είπε.

Τον πλησίασα και με δικές του βοηθητικές κινήσεις, το πέρασα στα πόδια του, το σήκωσα ως επάνω και το κούμπωσα με προσοχή να μην τον πληγώσω στο όργανο.

«Έτσι μπράβο... Σιγά-σιγά θα μαθαίνεις... και μην ανησυχείς... Έχουμε όλη την βραδιά μπροστά μας...» είπε, πιάνοντας το πιγούνι μου στο δυνατό του χέρι και πιέζοντας με να τον κοιτάξω στα μάτια. Είδα με φόβο, πως δεν αστειευότανε...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται: Μέρος 4°)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet