Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

10. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 2ο]


Είχε πάει μεσημέρι πλέον και η ζέστη είχε γίνει ανυπόφορη. Ενημέρωσα τον κύριο Θανάση, πως θα έπρεπε να πάω στην ταβέρνα του χωριού για να παραλάβω την καθημερινή παραγγελία του μεσημεριανού φαγητού των εργατών, και πως μετά το φαγητό θα έπεφταν για απογευματινή ξεκούραση. Με ρώτησε γιατί δεν είχα κανονίσει αυτή την δουλεία να την κάνει κάποιος από τους δυο έλληνες επιστάτες. Του απάντησα πως δεν μου είχε περάσει από το μυαλό αυτή η ιδέα.

«Πραγματικά είσαι απίστευτο κουτάβι,» μου είπε. «Δεν είσαι καθόλου καλός στο να διαχειρίζεσαι ανθρώπινο δυναμικό. Είναι ολοφάνερο πως είσαι μαθημένος να μην, δίνεις αλλά να παίρνεις εντολές». Δεν απάντησα και συνέχισε: «Θα πάμε μαζί να πάρουμε το φαγητό και να τους το πάμε και θα μιλήσω εγώ στους δικούς μας για τις νέες τους αρμοδιότητες».
«Μα, αυτό θα προκαλέσει υποψίες,» είπα, σηκώνοντας κάπως τον τόνο της φωνής μου για να διαμαρτυρηθώ για αυτήν του την παρέμβαση.

Από τα μάτια του κατάλαβα πως θα έπεφτε χαστούκι, αλλά όταν πλέον συνειδητοποίησα τον λόγο ήταν πολύ αργά για να επανορθώσω. Ενστικτωδώς τραβήχτηκα πίσω και απέφυγα το χτύπημα.

Σηκώθηκε όρθιος και με πλησίασε. Τρόμαξα και αποτραβήχτηκα προς τα πίσω προστατεύοντας το πρόσωπο μου με τα χέρια μου.

«Τι σου είπα πριν μικρό και χαζό κουτάβι; Ε;! Δεν σου είπα πως θα με αποκαλείς πάντα, μα πάντα κύριο; Και δεν σου είπα επίσης πως θα δέχεσαι με σεβασμό την όποια τιμωρία σου; Θυμάσαι τι είχαμε πει γι’ αυτό το θέμα;» Δεν τόλμησα να απαντήσω και συνέχισε με αυστηρή φωνή: «Είπαμε, πως όποτε θα κάνεις την βλακεία να αποφεύγεις την τιμωρία σου, αυτή θα διπλασιάζεται. Οπότε έχουμε και λέμε: Ένα χαστούκι που δεν με αποκάλεσες κύριο, και ένα γιατί τραβήχτηκες για να τ’ αποφύγεις. Πόσο μας κάνει; Απάντησε χωριατόπαιδο!»

«Δύο, κύριε,» απάντησα όταν κατάλαβα πως έτσι είχαμε συμφωνήσει για το ιδιότυπο αυτό παιχνίδι. «Δύο χαστούκια κύριε».
«Κι’ όμως κάνεις λάθος κουταβάκι. Τα χαστούκια είναι τέσσερα. Μπορείς να καταλάβεις γιατί; Έλα, δεν είναι δύσκολο, θα σου δώσω λίγο χρόνο να το σκεφτείς».

Είχα αρχίσει να τρομάζω γιατί ήμουν σίγουρος πως μόνο δυο χαστούκια δικαιούμουν κι όχι τέσσερα όπως έλεγε. Άρχισα να πιστεύω πως τελικά ο κύριος Θανάσης ήταν στην πραγματικότητα κάποιος τρελός. Έστεκε όμως με αυστηρό βλέμμα απέναντί μου, χωρίς να κουνιέται, δίνοντας μου λίγο χρόνο να ηρεμήσω και να σκεφτώ πιο καθαρά. Τότε μου ήρθε η απάντηση μέσα στο μυαλό.

«Επειδή... Επειδή όταν σηκωθήκατε για να με δείρετε τραβήχτηκα προς τα πίσω και σκεπάστηκα με τα χέρια;»
«Ακριβώς!» είπε με ένα χαμόγελο ως τα αφτιά. «Οπότε είσαι έτοιμος να υποστείς σαν καλό εκπαιδευόμενο κουτάβι τα οχτώ χαστούκια της τιμωρίας σου;»
«Οχτώ;! Μα...»
«Ξέχασες πάλι να με αποκαλέσεις κύριο, μικρέ. Άρα...»
«Ο έλεος!» αναφώνησα θυμωμένα. Είχε αρχίσει να με κουράζει αυτό το παιχνίδι που μου τέντωνε τα νεύρα.

Αυτό ήταν. Ο κύριος Θανάσης είχε χάσει την υπομονή του. Τέντωσε το χέρι του και γραπώνοντας μου δυνατά τα μαλλιά, τράβηξε το κεφάλι μου προς τα πίσω. Για άλλη μία φορά σήκωσα τα χέρια μου για να ελευθερωθώ, μόνο και μόνο για να λάβω τα άγρια λεκτικά του δαγκώματα.

«Κάτω τα χέρια κοπρόσκυλο για’ θα σου κόψω τ’ αρχίδια! Κάτω γιατί αλλιώς θα σε κάνω να φτύσεις το γάλα της μάνας σου. Κάτω το κέρατό μου!»

Υπάκουσα και άφησα τα χέρια μου να γλιστρήσουν στο πλάι. Είχα τρομάξει κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.

«Μέτρα δυνατά και καθαρά τα χαστούκια. Ξεκινάμε».
Έσκασε το πρώτο χαστούκι στο μάγουλο.
«Ένα,» είπα, προσπαθώντας να καταπιώ την σκέψη πως θα καθόμουνα να φάω άλλα επτά δυνατά σκαμπίλια.
«Ένα... Κύριε! Πόσο δύσκολο είναι γαμώ το στανιό μου να το μάθεις αυτό ρε τσογλάνι; Ε; Θέλεις να με βγάλεις απ’ τα ρούχα μου; Κανονικά είναι δεκάξι τα χαστούκια σου γιατί τόλμησες πριν να μου υψώσεις την φωνή, χωρίς καν να με αποκαλέσεις με τον σωστό τρόπο. Τώρα θα πρέπει να στα κάνω τριάντα δύο–»
«Έλεος κύριε!» φώναξα. «Έλεος, λυπηθείτε με! Θα μάθω σας το υπόσχομαι, θα μάθω κύριε».
«Όντως μικρέ, θα σε λυπηθώ γιατί είσαι πρωτάρης και επειδή είναι εβδομάδα προσαρμογής. Αλλά θα φας τα δεκάξι χαστούκια σου και θα τα μετράς χωρίς να ξεχάσεις να με αποκαλείς με τον σωστό τρόπο. ’Ντάξει;»
«Μάλιστα κύριε. Σας ευχαριστώ πολύ κύριε».
«Συνεχίζουμε λοιπόν,» είπε και έσκασε το δεύτερο χαστούκι.
«Δύο, κύριε». Τρίτο χαστούκι. «Τρία, κύριε». Τέταρτο, πέμπτο...

Συνεχίστηκε αυτό μέχρι και το δέκατο έκτο χαστούκι, οπότε ελευθέρωσε το κεφάλι μου και έκατσε πίσω στην θέση του. Έγειρα μπροστά και πιάστηκα από το τραπέζι για να μην πέσω. Ζαλιζόμουν και νόμιζα πως έχανα την ισορροπία μου.

«Δεν είναι τίποτα,» μου είπε ψύχραιμα καθώς άναβε ένα τσιγάρο. «Είναι γιατί από το κούνα-κούνα και που σφίχτηκες, ζόρισες τ’ αυτιά σου. Κάτσε ακίνητος για ένα λεπτό και θα σου περάσει. Συμβαίνει καμιά φορά αυτό. Πάντως, στο μέλλον θα σου συνιστούσα να μην σφίγγεσαι. Αυτό χειροτερεύει την ένταση με την οποία το σώμα σου δέχεται τα χτυπήματα».

Σήκωσα το χέρι μου και σφούγγισα λίγα δάκρυα που είχαν τρέξει στα μάγουλα με το μανίκι του πουκάμισού μου.

«Χριστέ μου! Αυτό πόνεσε,» είπα.
«Σ’ εμένα απευθύνεσαι μικρέ;» ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
«Όχι, στον εαυτό μου κύριε».
«Α! Οκέι τότε. Στον εαυτό σου μπορείς ν’ απευθύνεσαι όπως θέλεις. Αλλά έτσι και απευθυνόσουν σε μένα και είχες ξεχάσει πάλι το "κύριος", θα ’πρεπε να σε τιμωρήσω πάλι».
«Όχι κύριε, αυτό θα ήταν περιττό. Έχω μάθει το μάθημα μου κύριε».

«Καλώς. Πίσω στο θέμα μας λοιπόν. Όπως έλεγα. Θα πάμε στο χωριό να πάρουμε το φαΐ να ταΐσουμε τα παιδιά και να ξεκαθαρίσουμε το θέμα με τους δικούς μας. Πώς τους λένε;»
«Κώστας και Στέλιος κύριε».
«Και ποια τα πόστα τους;»
«Ο Κώστας είναι υπεύθυνος για τις ελιές και το λάδι κύριε. Ο Στέλιος ξέρει και από κλάδεμα γιατί είχε δικά του χωράφια παλιότερα και τον έχω για πιο γενικά καθήκοντα, κύριε».
«Οπότε θα βάλουμε τον Στέλιο να κάνει την δουλειά. Έχουν αμάξι;»
«Μάλιστα κύριε. Ο Κώστας έχει. Αλλά για δουλειές της φάρμας έχω το φορτηγάκι, κύριε».
«Οκ, ας μην χάνουμε χρόνο λοιπόν,» είπε καθώς πετάχτηκε όρθιος.

Παρόλο που είχε αρκετά κιλά παραπάνω, και είχε περάσει τα πενήντα, δεν μπόρεσα να μην προσέξω πως ήταν πολύ σβέλτος και κινητικός. Προφανώς θα πρέπει να ήταν αληθινός στρατόκαυλος όταν ήταν στον στρατό.



Τα πράγματα έγιναν όπως είπε. Παραλάβαμε το φαγητό, το παραδώσαμε, έπιασε τον Στέλιο, παρόλες τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις μου, και του είπε για τις αλλαγές. Ο Στέλιος δέχτηκε χωρίς περαιτέρω ερωτήσεις. Επιστρέψαμε σπίτι όταν η ώρα κόντευε τρεις.

«Λοιπόν, πάει κι’ αυτό κουτάβι,» είπε ο Κύριος Θανάσης. «Ομολογώ πως ψιλοπείνασα. Έχει τίποτα να φάμε;»
«Ομολογώ πως δεν έχω ετοιμάσει τίποτα μαγειρευτό, κύριε. Σπάνια μαγειρεύω τα μεσημέρια, τουλάχιστον το καλοκαίρι μου έχει ζέστη. Συνήθως την βγάζω με καμιά σαλάτα, κύριε».
«Α, όλα κι’ όλα μικρέ. Από στερήσεις και σπαρτιατικές νοοτροπίες έχω χορτάσει στην ζωή μου. Θέλω να φάω κάτι καλύτερο απ’ αυτό που μου προτείνεις. Στο κάτω-κάτω, είμαι φιλοξενούμενός σου. Οφείλεις να με περιποιηθείς με το παραπάνω. Να σου πω: κότες έχεις;»
«Μάλιστα, κύριε,» απάντησα φοβούμενος για τα χειρότερα. Αλλά με διέψευσε.
«Ωραία! Τέλεια! Άρα θα έχεις και χωριάτικα αυγά. Λοιπόν. Θα πάς και θα μου κάνεις πατάτες τηγανιτές μ’ αυγά. Θα κόψεις και μια ντομάτα και θα περάσουμε τέλεια».
«Είστε σίγουρος κύριε; Μήπως θα σας πειράξει μ’ αυτή την ζέστη;»
«Δεν με πειράζει τίποτα. Τσακίσου γιατί πεινάω. Αλλά πρώτα πάμε μέσα να μου δείξεις το σπίτι και το δωμάτιό σου, να βάλω τον σάκο μου και να φορέσω κάτι πιο άνετο».

Τον ξενάγησα στο σπίτι του οποίου η παλαιά ατμόσφαιρα που ανέδυε του άρεσε. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ο συνδυασμός της πέτρας με το ξύλο, τα χίλια δυο μικρά ή μεγάλα μπιχλιμπίδια του παρελθόντος, κληρονομιά των παππούδων μου που φρόντισα να διασώσω και να τα φυλάξω ως ψηφίδες ενός παρελθόντος που δεν υπήρχε πια.

Είδε το δωμάτιο μου και ενέκρινε το παλιό διπλό κρεβάτι που είχα, φτιαγμένο από ξύλο και με δοκάρια στις άκρες, από τα οποία κρέμονταν κουνουπιέρες για να προστατεύομαι από τα κουνούπια τα βράδια.

Έβαλε τον σάκο του σε μια καρέκλα και με διέταξε να τσακιστώ να αρχίσω το μαγείρεμα, όσο αυτός θα άλλαζε σε κάτι πιο "άνετο".

Υπακούοντας στις εντολές του, και με τα μάγουλα μου ακόμη ζεστά από τα δυνατά σκαμπίλια που είχαν φάει πριν από λίγο, κλείστηκα στην κουζίνα όπου και έμεινα για κάνα μισάωρο φτιάχνοντας το φαγητό που μου είχε παραγγείλει. Όταν βγήκα, τον βρήκα να κάθεται στο μπαλκόνι φορώντας ένα λευκό φανελάκι και ένα κοντό αθλητικό σορτς. Είχε βγάλει και τα παπούτσια του και φορούσε τις κλασσικές στρατιωτικές σαγιονάρες, τις οποίες δεν πίστευα πως θα έβλεπα ποτέ ξανά στην ζωή μου.

«Έτοιμο το φαΐ μικρέ;» με ρώτησε ήρεμα.
«Μάλιστα, κύριε,» του απάντησα με κάπως δυνατή φωνή. Ο φαντάρος του παρελθόντος που κρυβότανε μέσα μου για χρόνια, είχε αρχίσει να ξυπνάει.
«Έτσι σε θέλω μικρέ!» απάντησε καθώς τινάχτηκε όρθιος. «Τσαγανό! Σιγουριά και ντομπροσύνη. Θα σε κάνω εγώ να πετάς. Φέρε να φάμε ’δώ έξω. Έχει ωραία δροσιά. Φυσάει πάντα έτσι το μεσημέρι;»
«Μετά τον Ιούλιο έχει συνήθως αυτό το ελαφρό αεράκι που ξεκινάει από το μεσημέρι και κρατάει μέχρι που να πάει να δύσει ο ήλιος, κύριε».
«Ωραία, πολύ ωραία. Στην Σαλονίκη, μιλάμε, πρέπει να ψήνεται ο τόπος...» Γύρισε και με κοίταξε. «Ακόμη ’δώ είσαι μικρέ; Τσακίσου λέμε!»

Πετάχτηκα μέσα και βάλθηκα να κουβαλάω την πιατέλα με τις πατάτες που στράγγιζαν πάνω σε απορροφητικό χαρτί. Το τηγάνι με τα αυγά να βράζουν ακόμη μέσα στο λάδι, και τέλος την σαλάτα και τις φέτες του ψωμιού.

Έκατσε και πήρε θέση στο τραπέζι που υπήρχε το κέντρο της βεράντας και άρχισε να τρώει με βουλιμία, ενώ εγώ καθόμουνα και τον κοίταζα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φαίνεται να το αντιλήφθηκε και με μπουκωμένο στόμα μου είπε να παλουκωθώ και να φάω.

«Μπορώ;... Κύριε; » τον ρώτησα.
«Το ’σωσες... Φυσικά και μπορείς μικρέ. Είπαμε. Εδώ είν’ Ελλάδα. Μην κάνεις ό,τι βλακεία βλέπεις στις τσόντες και διαβάζεις στα χαζό-τέτοια του ιντερνέρ. Τώρα είναι ώρα φαγητού και θα φάμε. Εμπρός. Σε διατάζω».

Έπραξα όπως μου είπε. Σύντομα αδειάσαμε και γυαλίσαμε τα πιάτα με το ψωμί. Με ρώτησε αν είχα μπύρα και του έφερα αμέσως. Όταν την ήπιε, μου επέτρεψε να μαζέψω το τραπέζι και να πλύνω τα πιάτα. Όταν τέλειωσα πρότεινε να πάμε μέσα για να ξαπλώσουμε.



Με έπιασε από το χέρι και με πήγε μέσα στο υπνοδωμάτιό μου. Είδα πως είχε ανοίξει τον σάκο του και είχε βγάλει λίγα από τα ρούχα του και τα είχε ταχτοποιήσει σε μία καρέκλα. Κατάλαβα πως είχε σκοπό να ξαπλώσουμε και να κοιμηθούμε μαζί. Με έβαλε να ξαπλώσω σαν μικρό παιδί: Με κάθισε, με γύρισε και με έπραξε απαλά στο στήθος για να ξαπλώσω κάτω. Μετά, ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου. Γύρισε και με κοίταξε. Χαμογέλασε. Ένοιωσα αμήχανα, και μάλλον το κατάλαβε.

«Να σε ρωτήσω,» είπε. «Εσύ μόνο σουρωμένος κάνεις κρεβάτι;»
«Ε... εγώ, δηλαδή...»
«Μίλα ελεύθερα. Αν είναι να περάσουμε καλά οι δυο μας, θα πρέπει να μου πεις κάποια πράγματα για σένα. Έχεις κοκκινίσει ολόκληρος. Είναι φυσιολογικό αυτό;»
«Μάλιστα... κύριε! Μάλιστα. Μου συμβαίνει όταν νιώθω αμηχανία ή ντρέπομαι ή νιώθω άβολα... και τέτοια... κύριε».
«Δεν είχες ποτέ σου γκόμενο;»
«Όχι, κύριε».
«Νιώθεις άβολα δηλαδή που ξαπλώνουμε εδώ πέρα μαζί δηλαδή;»
«Για να είμαι ειλικρινής...»
«Να είσαι! Αυτό είναι διαταγή και κανόνας. Στον κύριό σου θα λες πάντα, μα πάντα την αλήθεια. Να το θυμάσαι αυτό. Είναι κα-νό-νας», συλλάβισε την τελευταία λέξη με έμφαση.

«Μάλιστα, κύριε. Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω αρκετά άβολα. Δεν έχω συνηθίσει να μοιράζομαι το κρεβάτι μου με άλλον. Ό,τι και να γινότανε με άλλους άντρες, στο τέλος καταλήγαμε πάντα ο καθένας στο κρεβάτι του».
«Μάλιστα... Ωραία. Πολύ γουστάρω. Έχω τόσα πολλά να σου μάθω μικρό κουτάβι. Πραγματικά είσαι κελεπούρι για μένα. Λοιπόν,» είπε με έμφαση. «Για να σπάσει ο πάγος, και να σπάσει λίγο απότομα για να μην το ξημερώσουμε, πάρε μου ένα καλό τσιμπούκι να χαλαρώσω. Μια πίπα είναι ό,τι πρέπει μετά το γεύμα για να πάρω έναν καλό υπνάκο».
«Τώρα;»
«Εμ’ πότε; Αύριο; Τώρα φυσικά. Και σκύψε λίγο να φας το χαστούκι σου. Ξέρεις γιατί;»

Ήξερα, και έσκυψα γνωρίζοντας πως αν δεν το έκανα, θα ακολουθούσαν χειρότερα. Αφού με χαστούκισε, έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και επανέλαβε την επιθυμία του για τσιμπούκι.

Αν και ομοφυλόφιλος, δεν ανήκα στην κατηγορία αυτών που με ευκολία, και υπό το προδοτικό φως της ημέρας, επιδίδονται με ευκολία στην σεξουαλική πράξη. Η σιγουριά όμως που ανέδυε ο κύριος Θανάσης, ο τρόπος με τον οποίον το βλέμμα, μα και η όλη στάση του σώματός του, πρόδιδαν πως περίμενε να εκτελεστεί η επιθυμία του, σύντομα με υπέταξαν.

Σηκώθηκα στα τέσσερα και πλησίασα τον καβάλο του. Έβαλα το χέρι μου επάνω του και τον ψηλάφισα. Δεν θυμόμουν και πολλά από την προηγούμενη φορά, και σίγουρα δεν θυμόμουν το πέος και τις διαστάσεις του. Έτσι, ένοιωσα μια έκπληξη όταν ένοιωσα το μέγεθός του πέους του που, ενώ ήταν ακόμη πεσμένο, γέμισε με ευκολία την παλάμη μου.

«Έτσι μπράβο μικρέ,» είπε βγάζοντας έναν μακρύ αναστεναγμό. «Παίξε μαζί του, κάνε χαδάκια. Δεν δαγκώνει. Αλλά μη μας πάρει και πολύ. Θέλω να κοιμηθούμε και καμιά ωρίτσα».
«Μάλιστα, κύριε,» απάντησα, και έστρεψα πάλι την προσοχή μου στο πέος του που τώρα σιγά-σιγά σκλήραινε.

Το χάιδευα πάνω από το γλιστερό ύφασμα του αθλητικού του κοντού σορτς και το ένιωθα να σηκώνεται και να πιέζει το ύφασμα με όλο και αυξανόμενη ένταση. Σύντομα κατάλαβα πως ήταν η ώρα να το ελευθερώσω από τα δεσμά του. Έπιασα το λάστιχο του σορτς και το τράβηξα προς τα κάτω, ασφαλίζοντάς το κάτω από τους όρχεις. Φάνηκε το λευκό του σλίπ, κάτω από το οποίο διαγραφόταν καθαρά τώρα το σχήμα του πέους. Ήταν μεγάλο και χοντρό. Έσκυψα και το φίλησα απαλά μερικές φορές.

«Ω, ναι! Μικρέ καυλιάρη... Αγαπάς τον πούτσο μου έτσι; Θέλεις πολύ να τον φας, έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Όλος δικός σου μικρέ. Κάν’ τον ’να μπανάκι με την γλώσσα σου να δροσιστεί».

Με τον ίδιο τρόπο κατέβασα το λάστιχο του σλίπ και το ασφάλισα κάτω από τους μεγάλους όρχεις που συνόδευαν τον ανδρισμό του. Ένα μεγάλο και σκληρό πέος βρισκότανε τώρα μπροστά μου. Αν και χωρίς να έχει κάνει περιτομή, το κεφαλάκι βρισκόταν σχεδόν όλο εκτεθειμένο, κατακόκκινο και πρησμένο, έτοιμο να εκραγεί.

Άνοιξα το στόμα μου, και σκύβοντας μπροστά το έβαλα μέσα στο στόμα μου. Ένοιωσα την θερμότητά του να μεταφέρετε στα τοιχώματα του στόματός μου. Ήταν σαφές πως το αίμα που κυλούσε τώρα μέσα του, ήταν καυτό και έψαχνε απεγνωσμένα τρόπο να δροσιστεί. Άρχισαν να ανεβοκατεβάζω το στόμα μου, προσπαθώντας να το βάλω μέσα του όσο περισσότερο. Ήταν αδύνατον να το χωρέσω ολόκληρο. Λίγο παραπάνω από το μισό, και αυτό με το ζόρι. Συνέχισα έτσι για λίγο μέχρι που μου είπε να συνεχίζω να πιπιλάω μόνο το κεφαλάκι, όσο αυτός θα την έπαιζε για να χύσει.

Έπραξα όπως μου είπε και έγλυφα με την γλώσσα μου μόνο το κεφαλάκι, σκαλίζοντας παιχνιδιάρικα που και που την ουρήθρα του. Αυτός, με το χέρι του τυλιγμένο γύρω από το ζεστό αυτό κομμάτι κρέατος που παλλότανε από την πίεση, το έπαιζε μαστόρικα με έναν αυξομειωμένο ρυθμό που σύντομα τον έκανε να βγάλει μερικούς δυνατούς αναστεναγμούς που πρόδωσαν την άμεσα επερχόμενη έκρηξη τεστοστερόνης.

Πήγα να τραβηχτώ, αλλά με ένα γάβγισμα που μου πάγωσε το αίμα, με διέταξε να παραμείνω όπως ήμουν στην θέση μου. Κατανοώντας τα μελλούμενα, έκλεισα το στόμα και τα μάτια μου. Δευτερόλεπτα μετά ένοιωσα το παχύρρευστο σπέρμα του να σκάει πάνω στο πρόσωπό μου. Εφτά με οχτώ δυνατές βολές που με πασάλειψαν παντού. Έμεινα ακίνητος, καθώς αργά κατέβαζε τον ρυθμό και προσπαθούσε να βρει την ανάσα του. Φοβισμένος από την αγριοφωνάρα του, δεν τόλμησα να κάνω το οτιδήποτε, ακόμη και να σκουπιστώ και να ανοίξω τα μάτια μου.

«Αχ, καύλα,» είπε σχεδόν αμέσως μετά. «Έτσι θέλω. Να σε βλέπω πασαλειμμένο με τα χύσια μου. Μικρέ, κανόνας: Το σπέρμα του κυρίου σου δεν πρέπει ποτέ να πηγαίνει χαμένο. Αν τολμήσεις ποτέ σου ξανά να τραβηχτείς για να τ’ αποφύγεις, όπως έκανες τώρα, να ξέρεις πως δεν θα την γλιτώσεις με μερικά χαστούκια. Τώρα, σκούπισε τα μάτια σου μόνο, και τα χύσια από τα χέρια σου θα τα σκουπίσεις πάνω σου. Μετά έλα κι άραξε δίπλα μου χωρίς να σκουπιστείς καθόλου».

Έκανα όπως με διέταξε και ξάπλωσα δίπλα του. Κοίταζα το ταβάνι χωρίς να τολμάω να γυρίσω και να τον δω, σκεφτόμενος τα όσα είχαν μόλις γίνει. Δεν συνήθιζα να δέχομαι το σπέρμα αγνώστων αντρών επάνω μου, πόσο να το πάρω μέσα μου, είτε από μπροστά, είτε από πίσω. Αλλά αυτός σίγουρα θα είχε άλλα σχέδια. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να του το πω, αλλά χωρίς να τον τσατίσω.

Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίον με είχε μόλις "χρησιμοποιήσει", με είχε αναστατώσει κάπως, ψυχικά και σωματικά. Απόδειξη του τελευταίου ήταν η στύση που είχα κάτω από την αγροτική μου φόρμα, και που την ένιωθα να πιέζει με δύναμη. Αναρωτήθηκα αν ο κύριος Θανάσης είχε παρατηρήσει το αντίσκηνο που είχε σχηματιστεί στον καβάλο μου. Η απάντηση ήρθε αμέσως με ένα ελαφρύ ροχαλητό. Προφανώς τον είχε πάρει ο ύπνος.

Έκλεισα και εγώ τα μάτια μου, προβάλλοντας στο μυαλό μου διάφορες κλασσικές φαντασιώσεις που είχα αποθηκευμένες στην νοητική βιβλιοθήκη του εγκεφάλου, μου για χρήση όταν είχα καύλες. Έβαλα το χέρι μου επάνω στην φόρμα μου και πίεσα τον πέος μου, ενισχύοντας έτσι την όλη αίσθηση της ηδονής.

Φοβούμενος να μην ξυπνήσω την κύριο Θανάση, δεν τόλμησα να κατεβάσω το φερμουάρ μου και να αυνανιστώ. Συνέχισα να χαϊδεύομαι απαλά πάνω από το ύφασμα, ενώ στο σπέρμα του κύριου Θανάση είχε υγροποιηθεί και έσταζε από το πρόσωπό μου. Και ενώ θα έπαιρνα όρκο πως θα ήταν αδύνατον να κοιμηθώ δίπλα σε αυτόν τον επιβλητικό άγνωστο που ροχάλιζε απαλά δίπλα στο αυτί μου, εξέπληξα τον εαυτό μου ξυπνώντας σχεδόν δυο ώρες μετά, νιώθοντας ένα ελαφρύ σκούντημα στα πλευρά μου.

Το τι έγινε μετά, και αργότερα το βράδυ όμως, είναι μία άλλη ιστορία...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται: Μέρος 3°)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραία ιστορία. Και μην κάνεις τόσο καιρό να γράψεις τη συνέχεια γιατί θα φας στα αλήθεια χαστούκια..

Faunlet είπε...

Μάλιστα, κύριε. Θα βάλω τα δυνατά μου να το συνεχίσω μόλις βρω χρόνο κύριε.

Ανώνυμος είπε...

To «μολις βρω χρόνο» δεν μου λέει τίποτα, άχρηστε, τεμπέλη. Το χαστούκι θα το φας στα σίγουρα. Την Τριτη περιμένω να διαβάσω τη συνέχεια.

Ανώνυμος είπε...

ante pote h synexeia???