Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

9. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 1ο - πιλοτικό επεισόδιο]


Δεν μπορώ με ακρίβεια να πω τους λόγους που με ώθησαν να υιοθετήσω στην ενήλική μου ζωή τον ρόλο του σκλάβου. Από ψυχολογικής απόψεως, τα πάντα, θεωρητικά τουλάχιστον, έχουν μία αιτία. Είτε αυτό είναι κάποιο απωθημένο παιδικό τραύμα, είτε κάποια ενοχή ή επιθυμία ή οτιδήποτε άλλο.

Ως ένα σημείο, όπου αναλύω την παιδική ζωή μου, καταλήγω σε κάποια συμπεράσματα, που όμως δεν μπορώ να σιγουριά επιστήμονα να πω αν είναι σωστά ή όχι. Η αγροτική μου καταγωγή με κάνει επιφυλακτικό στην έκφραση τέτοιων απόψεων. Αν και για τα δεδομένα του χωριού καταγωγής μου θεωρούμε σπουδαγμένος, μιας και είμαι από τους λίγους που τελείωσαν αγροτικό Τ.Ε.Ι.

Στα παιδικά μου χρόνια, πριν ακόμη πάω στο γυμνάσιο, οι γονείς μου με άφηναν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στο χωριό, ενώ αυτοί παρέμεναν στην Αθήνα, απολαμβάνοντας κατά κάποιον τρόπο την απουσία μου. Το γεγονός πως αυτοί δεν ασχολήθηκαν με τα χωράφια του, έκανε τον παππού να μιλάει άσχημα πολλές φορές για τον πατέρα μου, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε ψυχολογική πίεση σε μένα για να με πείσει να ασχοληθώ με την γη. Η πίεση όμως που μου ασκούσε δεν ήταν πάντα μόνο ψυχολογικής μορφής.

Ο παππούς μου πίστευε στο βιβλικό δόγμα: «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», και έτσι, όταν έκανα κάποια σκανδαλιά ή ξεχνούσα να κάνω τις αγροτικές εργασίες που μου ανέθετε, δεν λυπόταν καθόλου την τιμωρία μου, η οποία ήταν ανάλογη με το παράπτωμα που είχα διαπράξει. Ξεκινούσε από απλά χαστούκια στον πισινό, στα μάγουλα, και το πιο άγριο, όταν με τράβαγε στο ποιμνιοστάσιο, όπου με πήγαινε για να μην τον πρήζει η γιαγιά, όπου με έγδυνε και που έσκιζε τις σάρκες με τις βίτσες που είχε για τα ζώα. Πολλές φορές, όταν γυρνάγαμε σπίτι και η γιαγιά μου έβαζε λάδι στις πληγές, μάλωνε με την γιαγιά που του έλεγε συνεχώς πως τα ίδια έκανε και με τον Αντωνάκη, τον πατέρα μου, και πως για αυτό πήρε τον ομματιών του και έφυγε από κοντά τους. Τότες, βέβαια, ήμουνα μικρό και παιδί, αλλά τώρα που μεγάλωσα, καταλαβαίνω γιατί και ο πατέρας μου δεν λυπότανε τα χαστούκια όταν θύμωνε ή έκανα κάτι κακό.

Πολλοί από εσάς θα νομίζετε πως μισούσα τον παππού μου και πως θα ήμουνα πολύ δυστυχισμένο αγόρι, αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Ο παππούς μπορεί να ήτανε παλαιών αρχών και αυστηρός, ήτανε όμως και δίκαιος. Όταν με τιμωρούσε, πράγματι θα είχα κάνει κάποια σκανδαλιά, κάποια ζημία ή θα είχα αμελήσει τις εντολές που μου είχε δώσει. Ενώ, άμα είχα κάνει τα πάντα σωστά, τότε με αντάμειβε με διάφορα δώρα, όπως βόλτες με το άλογο στο δάσος ή στο Γεροντόρεμα που βρισκότανε πίσω από το βουνό. Αυτές ήταν και οι ποιο ευχάριστες αναμνήσεις μου με τον παππού, γιατί με κατέβαζε από το άλογο και μου μάθαινε τα μυστικά της φύσης: Να ξεχωρίζω τα πουλιά, να διαβάζω τα ίχνη από τα ζώα, να ξεχωρίζω τα καλά μανιτάρια από τα δηλητηριώδη, να βρίσκω τον προσανατολισμό μου μέσα στο σκοτεινό δάσος.

Φαντάζομαι πως αυτός ο συνδυασμός της υπακοής και της επιβράβευσης, με την τιμωρία στα παραπτώματα, κατέληξαν να διαμορφώσουνε αυτόν τον υποτακτικό χαρακτήρα που έχω σήμερα, και την συνεχή ανάγκη για καθοδήγηση με επιβράβευση ή τιμωρία.

Όταν ήμουνα δεκατριών ετών και πήγαινα στην πρώτη γυμνάσιου, λίγο μετά το Πάσχα, μας πήρε η γιαγιά τηλέφωνο με τα άσχημα νέα. Ο παππούς ήταν στα τελευταία του. Η μεγάλη ηλικία των ογδόντα τεσσάρων ετών σε συνδυασμό με το κρύωμα που δεν πρόσεχε και το γύρισε σε οξύ πνευμονία του κόστισαν τελικά την ζωή. Έκλαψα πολύ για τον παππού, και μέχρι σήμερα τον θυμάμαι με πόνο και αγάπη. Και ας είναι η αιτία που έχω μερικά σημάδια στο σώμα μου επάνω. Μετά από αυτό η γιαγιά το πάλεψε μόνη της για μερικά χρόνια, ώσπου παράτησε και αυτή το χωριό και τα χωράφια για να πάει να μείνει στην θεία μου την Μερόπη στην Θεσσαλονίκη, όπου και έκλεισε τα μάτια της δέκα χρόνια αργότερα.

Στο μεταξύ, εγώ μεγάλωσα, και όσο έβλεπα το χάλι της Αθήνας τα καλοκαίρια, τόσο μεγάλωνε μέσα μου ο σπόρος που είχε φυτέψει ο παππούς μου. Έτσι, όταν έφτασα δευτέρα λυκείου, και φαινότανε καθαρά πως δεν θα περνούσα σε κανένα πανεπιστήμιο (γιατί είχα ήδη ανακαλύψει την κλίση μου στα αγόρια και τα είχα γράψει όλα τα παλιά μου τα παπούτσια), είδα, έψαξα, ρώτησα και έμαθα και κανόνισα να περάσω σε αγροτικό Τ.Ε.Ι. Εκεί έμαθα όσα χρειαζόμουνα να μάθω, αν και πιστεύω πως περισσότερο με βοήθησαν τα διδάγματα του παππού, παρά οι αερολογίες πολλών καθηγητών οι οποίοι ίσως και ποτέ να μην είχαν σκάψει την γη.

Μετά το στρατιωτικό, και αφού συμφώνησε και η θεία να μου παραχωρήσει με ενοίκιο την μισή περιουσία που μας άφησε ο παππούς, πήρα των ομματιών μου και έφυγα από την Αθήνα. Επέστρεψα στο σπιτικό του παππού και της γιαγιάς, το οποίο αφού έστρωσε με τα μερεμέτια, έγινε ένα ωραίο σπιτικό με κάποιες ανέσεις της πόλης που θα κάνανε τον παππού να φρίξει.

Τα πρώτα χρόνια ήτανε δύσκολα. Καλομαθημένος από την Αθήνα και την ευκολία εύρεσης ερωτικού συντρόφου, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να συνηθίσω την μοναξιά της επαρχίας, και μάλιστα, αυτή του στενού περίγυρου ενός χωριού διακοσίων και κάτι κατοίκων. Ευτυχώς βέβαια, που η πρωτεύουσα του νομού βρισκότανε μόλις τριάντα χιλιόμετρα μακριά, ενώ η Θεσσαλονίκη ήτανε μία ώρα και κάτι με το αυτοκίνητο.

Τα χρόνια αυτά ήτανε σχεδόν «στεγνά», χωρίς σχέσεις και σαρκικές επαφές, μιας και είχα βάλει όλη την ενέργεια στο να ξαναζωντανέψω τα χωράφια του παππού. Όταν τα πράγματα καταφέρανε και μπήκανε σε έναν δρόμο, και άρχισα να νιώθω την μοναξιά να πέφτει πάνω μου σαν βαρύ πέπλο, αποφάσισα να πάρω δραστικά μέτρα.

Στην αρχή βρισκόμουνα με αγόρια της χώρας τα οποία εξιτάρωνταν από το γεγονός πως ήμουνα αγρότης. Τα τρία χρόνια συνεχείς ενασχόλησης με την γη είχαν διώξει από επάνω μου το περιττό λίπος και το είχαν αντικαταστήσει με γυμνασμένους μύες. Η ικανοποίηση που λάμβανα όμως από τα αγόρια αυτά ήταν μικρή σε σχέση με αυτό που περίμενα, ακριβώς λόγω του ότι τα περισσότερο ήταν παθητικής ιδιοτροπίας, και η σκέψη για κάτι πιο σκληρό δεν περνούσε καν από το μυαλό τους.

Όλα αυτά άλλαξαν όμως όταν κάποια στιγμή οι ανιχνεύσεις μου με φέρανε στην Θεσσαλονίκη. Εντωμεταξύ είχε έρθει και στο χωριό, επιτέλους το ιντερνέτ και μπορούσα και είχα επικοινωνία με άτομα από εκεί. Δεν αποκάλυπτα βέβαια σε κανέναν την επιθυμία μου για μια «σκληρή» σχέση, αλλά λάμβανα πολύ πληροφόρηση από ξένες ιστοσελίδες που με βοήθησαν και να καταλάβω το ποιος είμαι και το τι, μάλλον, ζητάω.

Η γνωριμία μου με τον Θανάση, που αργότερα θα εξελίσσονταν σε Αφέντη, έγινε σε «ύποπτο» μπάρ στα Λαδάδικα. Αρχικά δεν έδινε την εντύπωση ενός αυταρχικού και σκληρού άντρα. Το ανάποδο. Ήταν κοντούλης και είχε αρκετά παραπανίσια κιλά. Αυτό που, υποθέτω, με τράβηξε κοντά του ήταν αυτή η ανεξήγητη αύρα αυτοπεποίθησης που ενέπνεε στο περιβάλλον, παρόλη την ασυμβίβαστη, σε σχέση με την γκέι κουλτούρα, εμφάνισή του. Έκατσα δίπλα του και σύντομα, σαν αρπαχτικό που αποδείχτηκε αργότερα, έπιασε συζήτηση μαζί μου που συνοδευότανε από ένα ασταμάτητο κέρασμα ποτού. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την βραδιά. Την άλλη μέρα όμως, όταν ξύπνησα στο σπίτι του φορώντας μονάχα στο σλίπ μου, κατάλαβα από τις κουβέντες του πως μάλλον είχα πει πάρα πολλά.

Έπρεπε να φύγω, και αφού ανταλλάξαμε αριθμούς τηλεφώνων έφυγα για το χωριό, γιατί το απόγευμα θα έρχονταν οι πρώτοι εποχικοί εργάτες για τον θερισμό. Μου υποσχέθηκε πως θα με επισκεπτότανε σύντομα κάποιο σαββατοκύριακο για να «ξαναζήσουμε ωραίες στιγμές», όπως χαρακτήρισε το βράδυ, από το οποίο εγώ δεν θυμόμουν σχεδόν τίποτα. Για λίγο καιρό μάλιστα, περνούσε από το μυαλό μου η σκέψη για το εάν έβαλε τίποτα στο ποτό μου, από τα χαπάκια εκείνα που σε κάνουν να μην θυμάσαι τίποτα.

Οι πρώτες μέρες και το πρώτο σαββατοκύριακο πέρασαν χωρίς νέα του, και συν του ότι δεν θυμόμουνα καμία «ευχάριστη στιγμή», δεν ένιωθα ιδιαίτερη απογοήτευση. Μονάχα περιέργεια που έσβηνε όσο περνούσαν οι ημέρες που ήταν πολυάσχολες με τις εργασίες και τον έλεγχο των εργατών.

Οι εργάτες ήταν στο σύνολό τους ξένοι μετανάστες. Μόνο δύο έλληνες είχα που και αυτούς τους είχα σε πόστα επιστατών. Οι έλληνες δεν μπορώ να πω πως ήτανε ελκυστικοί. Πιο πολύ με έλκυε ένας σαραντάχρονος Πακιστανός, ο Φαρούκ, που ήταν και ο αρχηγός κατά κάποιο τρόπω των υπόλοιπων Πακιστανών εργατών. Εκτός του ότι μου άρεσε γιατί η συμπεριφορά του ήταν σωστή, και όχι κουτοπόνηρη όπως λένε πολύ, ενέπνεε και τους υπόλοιπους εργάτες να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό στις εργασίες. Με συζήτηση που με έκανε να ντρέπομαι απέναντί του για τα αγγλικά μου, με έπεισε πως άξιζαν πράγματι παραπάνω λεφτά για τον κόπο τους και συμφωνήσαμε και για αύξηση.



Υποθέτω, πως αυτό που μου τράβηξε την προσοχή, ήταν ακριβώς αυτό: ο τρόπος με τον οποίον επιβάλλονταν στους υπόλοιπους, χωρίς να καταφεύγει σε χειροδικίες. Μιλούσε κοιτάζοντας τον άλλον στα μάτια, έκανε απότομες χειρονομίες με τα χέρια του και διατηρούσε πάντα μία αυστηρή φωνή. Σύντομα, ο Φαρούκ άρχισε τα βράδια να τρυπώνει στις φαντασιώσεις μου, και όσο περνούσε ο καιρός τόσο με σκλάβωνε, σε σημείο που άρχισα να γίνομαι απρόσεχτος. Έπιανα τον εαυτό μου στην σκιά του δέντρου να έχω το βλέμμα μου κλειδωμένο επάνω του, και όταν σε στιγμές έντονης ζέστης έβγαζε την μπλούζα του, εμφανίζοντας το σκληραγωγημένο από τις κακουχίες αντρίκειο σώμα του, ένιωθα τους παλμούς της καρδιάς μου να αυξάνονται επικίνδυνα.

Νομίζω πως σύντομα ο ίδιος μα και οι υπόλοιποι εργάτες είχαν καταλάβει τις «διαθέσεις» μου και τις φαντασιώσεις μου, και έπιανα που και πού τις πλάγιες ματιές που μου έριχναν και τα σαρδόνια χαμόγελα στις γεμάτες νόημα γκριμάτσες που έκαναν ο ένας στον άλλον. Δεν θα έβρισκα ποτέ το θάρρος όμως να τολμήσω να κάνω κάποια κίνηση, από φόβο μήπως γελοιοποιηθώ στον Φαρούκ και τους εργάτες, και άντε μετά να τους μαζεύω. Γιατί έτσι είναι οι απλοί άνθρωποι: κοπάδι. Άμα χάσεις μία φορά τον σεβασμό τους, δεν τον κερδίζεις ποτές ξανά.

Όλα αυτά όμως άλλαξαν, όταν ένα πρωί, την ώρα που έπινα ακόμη τον καφέ μου μόνος στην βεράντα του σπιτιού, άρχισε το κινητό μου τηλέφωνο να χτυπά και είδα με έκπληξη πως ήτανε ο Θανάσης από την Θεσσαλονίκη. Το σήκωσα συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πως ήτανε Σάββατο και ένοιωσα τους παλμούς μου να αυξάνονται. «Έχει πλάκα», σκεφτικά.

Πράγματι, ο Θανάσης είπε πως από ώρα είχε αφήσει την Θεσσαλονίκη και ήτανε κοντά στο χωριό. Μου έκανε κατάπληξη πως θυμότανε ακόμη το όνομα. Απλά είχε ψιλοχαθεί και βρισκότανε δυο χωριά παραδίπλα. Μου ζήτησε οδηγίες για το πώς να έρθει και του τις έδωσα. Σε δέκα με δεκαπέντε λεπτά θα έφτανε στο χωριό. Για να μη τον κουράσω με οδηγίες, παράτησα τον καφέ, κατέβηκα κάτω και πήρα το φορτηγάκι για να τον συναντήσω πριν το γεφύρι του χειμάρρου. Θα ήταν πιο εύκολο και θα γλιτώναμε πολύ ώρα με τον να με ακολουθήσει πίσω στο κτήμα. Περίπου μία ώρα αργότερα φτάσαμε έξω από το σπίτι και ανεβαίναμε τις σκάλες καθώς τον οδηγούσα να κάτσει στην βεράντα του πρώτου ορόφου. Εκεί βρισκότανε ο Φαρούκ σε μια καρέκλα και με περίμενε.

«Σε περίμενα αφεντικό», μου είπε ο Φαρούκ σε άπταιστα αγγλικά. Με ντροπή ανακαλώ στην μνήμη μου σήμερα, πως ποτέ δεν τον ρώτησα που έμαθε να μιλάει τόσο καλά αυτή την γλώσσα. «Έφυγες βιαστικά και δεν σε πρόλαβα. Τελείωσε το μάζεμα και είχες πει πως θα μου έδειχνες πού και πώς θέλεις να καθαρίσουμε γύρω-γύρω απ’ τα δέντρα».

«Ναι, Φαρούκ. Συγγνώμη. Είχα δουλειά να πάρω τον φίλο μου από ’δώ που ήρθε να με επισκεφτεί. Πάμε τώρα αν θες να σας δείξω».
Γύρισα το βλέμμα μου και είπα στον Θανάση: «Πρέπει να πάω μαζί του με το φορτηγάκι να του δείξω τι να κάνει με τα υπόλοιπα παιδιά. Θες να περιμένεις εδώ; Δεν θα κά—»
«Μπα, θα έρθω μαζί σου. Βαριέμαι μόνος μου. Ευκαιρία να μου δείξεις και το κτήμα».
Σήκωσα συγκαταβατικά τους ώμους σε μια κίνηση αμηχανίας και τυφλής αποδοχής και ξανακατεβήκαμε όλοι μαζί τα σκαλιά.
«Θα κάτσεις πίσω Φαρούκ;» τον ρώτησα. «Ο Θανάσης θα κάτσει—»
«Θα κάτσω και εγώ μαζί του τότε», πατάχτηκε πάλι ο Θανάσης, αφήνοντας με με το στόμα ανοιχτό.
«Ε, δεν είναι ανάγκη. Έχει χώρο...»
«Μπα. Όχι. Να ’σαι καλά. Αλλά θέλω πολύ να δω πως είναι να πηγαίνεις βόλτα στην καρότσα. Χωρίς ζώνες, παράθυρα και τέτοια χαζά...»

Πράγματι. Σε λίγο βρέθηκα να διασχίζω τα χωράφια προς την ανατολική άκρη όπου βρίσκονταν τα ελαιόδεντρα που θέλανε φρέζα και καθάρισμα. Ο Φαρούκ και ο Θανάσης έκατσαν πίσω στην καρότσα, και με μεγάλη περιέργεια τους έβλεπα από τον καθρέφτη να μιλάνε ο ένας στον άλλον, μάλλον στα αγγλικά, και μάλιστα, να έχει δημιουργηθεί και μία πρωτοφανή οικειότητα μεταξύ τους. Το πράσινο τέρας της ζήλιας άρχισε να φουντώνει επικίνδυνα μέσα μου, και συνειδητοποίησα με έκπληξη πως είχα θυμώσει.

Φτάσαμε και βρήκαμε τους υπόλοιπους εργάτες να περιμένουν κάτω από την σκιά μερικών δέντρων. Με συντομία εξήγησα στον Φαρούκ το πώς και τι θα κάνουν. Τους έδειξα ποια εργαλεία και πως θα τα χρησιμοποιήσουν και έστρεψα μετά την προσοχή μου στον Θανάση.

«Θές να πάμε πίσω να σου κάνω έναν καφέ;» τον ρώτησα προσπαθώντας να πνίξω την επιθυμία μου για ερωτήσεις. Θυμήθηκα ξαφνικά τον παππού που μου μάθαινε πως η υπομονή πάντα σε ανταμείβει κάποια στιγμή.
«Πώς; Αμέ,» απάντησε μονολεκτικά.

Ξεκινήσαμε και επιστρέψαμε πάλι στο σπίτι. Σύντομα βρεθήκαμε πάλι κάτω από την σκιά της πετρόκτιστης σκεπής της βεράντας. Πήγα μέσα όπου και του ετοίμασα τον Ελληνικό όπως μου τον ζήτησε, και βρεθήκαμε να καθόμαστε έξω στο ξύλινο τραπέζι ρουφώντας τους καφέδες μας. Επικράτησε αρχικά μια αμήχανη σιωπή που τελικά την έσπασε πρώτος αυτός.

«Ώστε αυτό είναι το σπίτι σου ε;»
«Ναι».
«Αυτό του παππού σου;»
«Σου μίλησα για τον παππού μου;» Ένευσε με το κεφάλι του. «Τί ακριβώς σου είπα εκείνο το βράδυ;»
«Πολλά... Πάρα πολλά. Φαίνεται πως δεν είσαι μαθημένος στο αλκοόλ παλικάρι».

Κύλησαν μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταφέρω να αρθρώσω την ερώτηση μου. «Μήπως μου έβαλες τίποτα στο ποτό μου;»
«Οχού... Πολλή τηλεόραση βλέπεις αγοράκι μου», απάντησε με στόμφο. «Απλά σούρωσες για τα καλά εκείνο το βράδυ και μπουρ-μπούρ-μπούρ, δεν έβαλες γλώσσα μέσα. Ο μόνος τρόπος που σε σταμάτησε ήταν όταν έβαλα τον πούτσο μου στο στόμα σου». Με κοίταξε στα μάτια. «Τι κοιτάς; Σαν μωρό έκανες. Το βούλωσες και άρχισες να το πιπιλάς λες και ήταν η ρόγα της μαμάς σου. Ηρέμισες, χαλάρωσες... Απλά καθόσουν στα γόνατα και τον έγλυφες».
«Ε, ειλικρινά... Δεν ξέρω αν θα το πιστέψεις, αλλά... έχω ένα τεράστιο κενό μνήμης για εκείνη την βραδιά».
«Ναι ε;»
Ένευσα καταφατικά.

«Τότε να σου θυμίσω περιληπτικά. Πήγαμε σπίτι μου. Έκανες εμετό δυο φορές και μου μίλησες για τα χωράφια σου, τον παππού σου, την μοναξιά σου, το κενό που νιώθεις την ζωή σου. Την πάλη που έχεις με την αγάπη σου για την αγροτική ζωή αλλά και το πρόβλημα της μικρής κοινωνίας του χωριού που σχολιάζει την έλλειψη ενδιαφέροντος προς το αντίθετο φύλο... Τέτοια...»
«Αυτά μόνο; Ε... θέλω να πω: τίποτα άλλο;»

Με κοίταξε με νόημα. Ρούφηξε δυνατά και προκλητικά μια γουλιά από τον καφέ του και μετά πήρε πάλι τον λόγο.

«Βεβαίως... Μου μίλησες για το πόσο πολύ σου αρέσει να σου λένε τι να κάνεις. Πως εκτός από την αγάπη σου για την γη και τα χωράφια, δεν ξέρεις τίποτα άλλο. Πως θα σου άρεσε να δοκιμάσεις κάτι πιο άγριο, κάτι πιο... καυλιάρικο...»
Έκρυψα το πρόσωπό μου στην παλάμη μου. «Θεέ μου! Δεν πιστεύω ότι είπα τέτοια πράγματα. Και μάλιστα σ’ έναν άγνωστο!»
«Ε! Ε! Για χαλάρωσε. Πολύ τραγικά το πήρες. Νομίζεις δεν σ’ έκοψα τι κουμάσι είσαι στο μαγαζί; Χαλάρωσε. Στο λέω από την αρχή να ’ξηγιόμαστε: δεν είμαι από ’κείνους που εκβιάζουν και απειλούν. Δεν ήρθα εδώ για κακό σκοπό. Άμα γουστάρεις... Άμα δε, την κάνω τώρα κιόλας...»

Έμεινα για λίγο σκεφτικός. «Αλήθεια λες;»
«Όχι, ψέματα. Να, έχω και την κρυφή κάμερα κριμένη στο τσαντάκι και καταγράφει. Χαλάρωσε αγροτόπαιδο... Εγώ απλά ήρθα να κάνουμε φάση που γουστάρεις. Άμα δε θέλεις... είπαμε: έφυγα τώρα κιόλας...»
«Ε... Κοίτα... Δεν είμαι αγροτόπαιδο εντάξει; Αθήνα μεγάλωσα...»
«Ναι, ναι... Μου τα ’πες όλα εκείνο το βράδυ. Κοίτα μικρέ... Και κοίτα να το συνηθίσεις το «μικρέ» γιατί έχουμε και είκοσι βάλε χρόνια διαφορά. Το ξέρω πως μεγάλωσες Αθήνα, αλλά παραδέξου το. Όπως και εσύ το είπες εκείνο το βράδυ πολύ ποιητικά, είσαι ένα παιδί, από τα λίγα, που τα πόδια του δεν αντέχουν να πατάνε στο τσιμέντο, αλλά θέλουν ν’ ακουμπάνε πάνω σε χώμα. Καλά δεν θυμάμαι;»

«Σου είπα και πως μου αρέσει να—»
«Να περπατάς ξυπόλητος στα χωράφια. Ναι, μου το ’πες και αυτό».
«Να πάρει ο διάολος! Υπάρχει τίποτα που να μην σου έχω πει; Και γιατί διάολε δε θυμάμαι τίποτα;»
«Δεν ξέρω... Τέλος πάντων. Θές να μείνω ή να φύγω;»
«Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ σε παρακαλώ».
«Σου δίνω ένα λεπτό», είπε απότομα.
«Ένα λέ—»
«Πενήντα έξι δευτερόλεπτα. Τρως χρόνο μικρέ... Δε θες να θυμώσω και να βγάλω το ζωνάρι και να σ’ αρχίσω στις γρήγορες;»

Στην μνήμη μου ήρθε η ανάμνηση του παππού που έβγαζε καμιά φορά την ζώνη του, την βαριά, την δερμάτινη, και μου κατέβαζε το βρακί και με άρχιζε στις γρήγορες. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και εγώ, χωρίς να το καταλάβω χανόμουνα όλο και πιο βαθιά στις αναμνήσεις μου ώσπου μια στράκα κοντά στο πρόσωπό μου με επανέφερε.

«Τέλος χρόνου μικρέ. Λοιπόν; Τι θα γίνει;»
«Ε... Καλά... Κάτσε και βλέπουμε. Δεν είμαι σίγουρος αν θα γίνει τίποτα βέβαια... Ελπίζω να καταλαβαίνεις πως είμαι λίγο τρομαγμένος. Ως τώρα ζούσα κάποια πράγματα μόνο στην φαντασία μου...»
«Το ξέρω μικρέ. Αυτό ήταν μου με καύλωσε πιο πολύ απ’ όλα πάνω σου, όταν μου είπες τις ανολοκλήρωτες φαντασιώσεις σου. Μήπως ξέχασες τι δουλειά κάνω;»
«Ε...»
«Χμ... Πραγματικά θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά... Γαμώ τη μου. Μόνο και μόνο στην σκέψη του πόσο παρθένο είσαι καυλώνω ο κερατάς. Θα σ’ εκπαιδεύσω καλά μικρό κουτάβι. Θα σ’ εκπαιδεύσω γαμάτα».

Τεντώθηκε απότομα μπροστά και με ταχύτητα γαζέλας άρπαξε το πρόσωπό μου με τα δυο του χέρια και το τράβηξε προς τα μπροστά. Ενστικτωδώς έβαλα τα χέρια μου στα δικά του και προσπάθησα να τραβήξω.

«Κάτω τα χέρια!» ούρλιαξε με φωνή που μου πάγωσε το αίμα. «Κάτω τα χέρια σκυλί για’ θα σε σκίσω!» Η φωνή του ήταν απότομη, κοφτή, ένα λεκτικό καμτσίκι που έσκαγε πάνω στην ψυχή. Υποταγμένος στο σκληρό του πρόσταγμα τα χέρια μου χαλάρωσαν και αφέθηκαν να γλιστρήσουν προς τα κάτω. «Έτσι μπράβο. Καλό κουτάβι. Θα γίνεις πολύ καλός. Λοιπόν, κοίτα με στα μάτια και μην μου πεις μετά πως ήσουν σουρωμένος. Εγώ, παλικάρι, υπηρέτησα τριάντα γαμημένα χρόνια στον στρατό. Εκπαιδευτής! Έχω σπάσει πολλά σκληρά αντράκια και τους έκανα κοτούλες που τρέχουν για το καλαμπόκι. Κατάλαβες; Γι’ αυτό να ξέρεις: Απ’ τα χέρια μου θα βρεις εκπαιδευμένο λυκόσκυλο, έτοιμο γι’ αποστολή στα χιόνια, γι’ αλλιώς θα σου ρίξω φόλα! Κατάλαβες; Ε; Πές ότι κατάλαβες κοπρόσκυλο!» και πίεσε τα χέρια του πιο δυνατά προκαλώντας μου πόνο.

«Κατάλαβα! Κατάλαβα», φώναξα δυνατά, ελπίζοντας έτσι να ελαττώσει την πίεση.
«Λοιπόν, κουτάβι. Μάθημα πρώτο, και κοίτα να το μάθεις καλά. Εφεξής θα με λες κύριο! Κάθε σου πρόταση, κάθε φράση, κάθε λέξη που απευθύνεις στο πρόσωπό μου θα τελειώνει με αυτήν την λέξη. Κατάλαβες; Όχι Αφέντη, όχι μάστερ και άλλες μαλακίες, άλλα κύριο! Συνεννοηθήκαμε;»
«Μάλιστα», φώναξα ανάμεσα στα σφιγμένα μου δόντια, παγιδευμένος ακόμη στα απρόσμενα δυνατά του χέρια.

Απότομα ελευθέρωσε το πρόσωπό μου, μα πριν προλάβω να τραβηχτώ, ένοιωσα ένα γερό χαστούκι να σκάει στο αριστερό μου μάγουλο, και αμέσως πριν προλάβω να συνέλθω με παγίδευσε πάλι ανάμεσα στα χέρια του.

«Τι είπα μόλις τώρα σκυλί; Τι είπα γαμώ το στο στανιό μου γαμώ;! Τι είπα; Ε;! Τι είπα ρε μαλακισμένο;! Πώς θα τελειώνει κάθε γαμημένη πρότασή που απευθύνεις σε μένα;»
«Κύριε!» φώναξα δυνατά, σοκαρισμένος ακόμη από το χτύπημα.
«Μπράβο. Πάμε πάλι από την αρχή. Ξαναπές όλη την πρόταση σωστά. Έλα, δυο λεξούλες είναι...»
«Μάλιστα κύριε!» φώναξα, «Μάλιστα κύριε!»
Ξέσφιξε την άρπαγά του και αμέσως τινάχτηκα πίσω. «Έτσι μπράβο. Είδες πόσο εύκολα μαθαίνεις; Είδες πόσο εύκολο πράγμα είναι η εκπαίδευση;»

Έτριψα το μάγουλό μου. Ο εγωισμός μου ήταν πληγωμένος. Η φαντασίωση και η πραγματικότητα είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Το σώμα μου όμως ένιωθε μια απροσδιόριστη αναστάτωση.

«Τι; Πόνεσε;» με ρώτησε ο Θανάσης.
«Λιγάκι... ναι...»
Με ταχύτητα αρπαχτικού τινάχτηκε και μου άστραψε άλλο ένα δυνατό χαστούκι, στο ίδιο μάγουλο. Πόνεσε αρκετά και έβγαλα μια ψιλή κραυγή.
«Πές το σωστά!»
«Λιγάκι, κύριε».

«Έτσι μπράβο. Μη φοβάσαι. Μετά από καμιά δεκαριά χαστούκια θα το ’χεις μάθει. Άκου τώρα και την συνέχεια. Επειδή είσαι κουτάβι ακόμα, θα είμαι πολύ ελαστικός την πρώτη ημέρα. Για κάθε σου λάθος θα τρως χαστούκι. Αλλά! Σαν καλό παιδάκι θα κάθεσαι να δέχεσαι στωικά την τιμωρία σου. Άμα κάνεις την βλακεία να τραβηχτείς, να πιάσεις το χέρι μου, να αποφύγεις με οποιωνδήποτε τρόπο την τιμωρία σου, αυτή αυτομάτως διπλασιάζεται. Το ένα χαστούκι θα γίνει δύο, άμα φας το πρώτο και πας να τραβηχτείς στο δεύτερο, θα γίνονται τέσσερα, και ούτω καθεξής. Κατάλαβες κουτάβι;»
«Νομίζω...» είδα το σώμα του να σφίγγεται, έτοιμο να ξαναεπιτεθεί με ταχύτητα φιδιού και συμπλήρωσα δυνατά: «... Κύριε!»
Χαλάρωσε και άραξε χαλαρά στην ράχη της καρέκλας. «Έτσι μπράβο... Μαθαίνεις γρήγορα κουτάβι. Θα τα πάμε καλά οι δυο μας».

Έμεινα στην καρέκλα μου να τρίβω το πονεμένο μάγουλο που εντωμεταξύ είχε κοκκινίσει και έκαιγε.

Ο Θανάσης... ή μάλλον, Κύριος Θανάσης όπως θα τον αποκαλώ από δώ και στο εξής, σήκωσε το φλιτζάνι του και αποτέλειωσε τον καφέ με μία τελευταία δυνατή ρουφηξιά. Μείναμε ακίνητοι. Αυτός να με κοιτάζει γεμάτος σιγουριά, μια σιγουριά που με τρόμαζε αλλά και ταυτόχρονα με ερέθιζε, και εγώ να τον κοιτάζω με αμηχανία.

«Ε... Κύριε! Και τώρα τι θα κάνουμε... κύριε;»
«Χμ... Υποθέτω λοιπόν πως σου άρεσαν τα σκαμπιλάκια σου ε; Λοιπόν... Θα σου πώ τι θα γίνει σήμερα, και αν νομίζεις πως θα σου αρέσει, το συνεχίζουμε...»
«Μάλιστα κύριε, σας ακούω λοιπόν...»


[Εδώ τελειώνει το πρώτο πιλοτικό επεισόδιο. Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται: Μέρος 2°)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ανυπομονω να διαβάσω τη συνέχεια, που υποψιάζομαι θα εχει πολλά χαστούκια

Faunlet είπε...

Και δεν έχετε άδικο κύριε. Πολλά χαστούκια θα πέσουν, και θα αγριέψει πολύ περισσότερο μετά... Εύχομαι να σας αρέσει η συνέχεια κύριε.

Ανώνυμος είπε...

to block t anakalypsa prosfata apo mia efhmerida
kai to goustarw apisteyta
synexise etsi

Ανώνυμος είπε...

τέλειο!! ;)