Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

12. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 4ο]


Ο κύριος Θανάσης είχε ένα πλατύ πρόστυχο χαμόγελο στο πρόσωπό του και με κοιτούσε αφ’ υψηλού. Όπως ήμουν καθισμένος στα γόνατα, έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και γράπωσε τα μαλλιά. Το κούνησε πέρα-δώθε με ηδονική διάθεση.

«Τώρα είσαι δικός μου μικρέ...» είπε. «Τώρα θα κάνεις ότι σου λέω εγώ. Όποια εντολή κι αν σου δίνω, για σένα θα είναι σκοπός της ζωής σου. Αυτό εδώ, σήμερα, δεν είναι μια σκηνή έρωτα, αλλά υποταγής. Δεν θέλω να μ’ αγαπάς. Χέστηκα αν μ’ αγαπήσεις. Από σένα απαιτώ να με υπηρετήσεις! Κάθε σου υπηρεσία που προσφέρεται σωστά, θα φέρνει αμοιβές», συνέχισε, και έτριψε με το ελεύθερο χέρι τον καβάλο του. «Κάθε σου ανυπακοή όμως, θα φέρνει σκληρή τιμωρία».
«Μάλιστα κύριε», απάντησα. Είχα μάθει το μάθημά μου. Τρεις ήταν οι βασικές εντολές. Η λέξη "κύριε", η φράση "μάλιστα κύριε" μετά από ό,τι κι αν πει, και να πραγματοποιώ ό,τι με διατάζει. Θα τα κατάφερνα όμως ως το τέλος;

«Πάνε και κλείσε όλα τα παράθυρα που νομίζεις πως μπορεί να αφήσουν τον θόρυβο ν’ ακουστεί παραέξω, κλείδωσε τις πόρτες και τράβα τις κουρτίνες. Τσακίσου!» Έκανα όπως με πρόσταξε και επέστρεψα.
«Όταν δεν υπάρχει κάποια σαφή εντολή, θα κάθεσαι πάντα στα γόνατα σκύλε», είπε με απότομη φωνή, δείχνοντας το πάτωμα με το δάχτυλο. Αμέσως έκατσα πάλι στα γόνατα.

Έκατσε αναπαυτικά στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ. Ζάπαρε λίγο στα κανάλια και το άφησε σε ένα που έπαιζε μια ξένη ταινία.

Υπέθεσα πως θα μου ζητούσε να του προσφέρω κάποιες υπηρεσίες, αλλά όσο περνούσε η ώρα, τόσο ένιωθα κατάπληκτος από την αδιαφορία του. Δεν με κοίταζε καν. Παρόλο που ήμουνα δυο μέτρα μακριά του, καθισμένος στα γόνατα, να κοιτάζω προς το μέρος του. Είδα με στην άκρη του ματιού μου το ρολόι που έδειχνε πως είχε περάσει ήδη ένα μισάωρο. Γιατί δεν ασχολιόταν μαζί μου;

Γύρισα λίγο το βλέμμα μου και έστρεψα την προσοχή μου στην τηλεόραση. Χωρίς να το καταλάβω αφαιρέθηκα και έμεινα για λίγο να την κοιτάζω. Δεν κατάλαβα πως κατάφερε να σηκωθεί τόσο αθόρυβα, να έρθει πίσω μου και να μου αστράψει το πιο δυνατό χαστούκι που μου είχαν δώσει ποτέ. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος και έπεσα στο πλάι.

«Γαμώ το μουνί που σε πέταγε!» ούρλιαξε. «Σου είπε κανείς ρε αρχίδι να κοιτάξεις τηλεόραση; Σου έδωσα την άδεια; Με ρώτησες; Λέγε!»
«Όχι, κύριε», ψέλλισα προσπαθώντας να κατακρατήσω την οργή μου.

Ποιος σκατά νόμιζε πως ήτανε; Και στο κάτω-κάτω, τι σκατά καθότανε εκεί χωρίς να κάνει τίποτα; Τι να έκανα δηλαδή για να περάσει η ώρα; Με είχε μπερδέψει και είχε αρχίσει να μου την δίνει αυτή η κατάσταση.

«Τότε γιατί ρε τσογλάνι; Γιατί γύρισες το κεφάλι σου να δεις τηλεόραση; Απάντησε σκουλήκι!»
«Γιατί δεν κάναμε τίποτα. Απλά έκατσες εκεί πέρα και—»

Άλλο ένα χαστούκι έσκασε το ίδιο μάγουλο όπου είχε χτυπήσει και το προηγούμενο.

«Σκουλήκι! Μου μιλάς και τον ενικό τώρα; Ποιος είμαι; Ο γκόμενος σου ρε αρχίδι;! Μήπως θες να δούμε την ταινία αγκαλίτσα τρώγοντας ποπ-κόρν; Τι σκατά νομίζεις πως κάνουμε εδώ πέρα;»
«Συγνώμη... δεν ξέρω... μ’ έχεις μπερδέψει... Τι θες από μένα;»

Σήκωσε το χέρι του να με χτυπήσει ξανά αλλά το κράτησε στο αέρα. Έμεινε για λίγο ακίνητος, και τελικά το κατέβασε αργά στο πλάι. Άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω μουρμουρίζοντας στον εαυτό του. Υπέθεσα πως προσπαθούσε να ηρεμίσει. Δεν τολμούσα να σηκωθώ και παρέμενα κάτω βάζοντας και ξαναβάζοντας το δάχτυλο στο αυτί μου προσπαθώντας να σταματήσω το σφύριγμα, συνέπεια από τα δυο δυνατά χαστούκια.

Τελικά, με πλησίασε και έκατσε με βαθύ κάθισμα μπροστά μου. Μου έπιασε το σαγόνι. Σφίχτηκα. Φοβήθηκα πως θα έπεφταν και άλλα χαστούκια. Με κράτησε σταθερά όμως μη αφήνοντας με να τραβηχτώ.



«Κουτάβι... Πρώτ’ απ’ όλα, μου μίλησες στον ενικό, ενώ είμαι ο κύριός σου. Δεύτερον, άρχισες να ξεχνάς να με αποκαλείς "κύριο", και τρίτον, λες και κάνεις μαλακίες. Τα δυο πρώτα παραπτώματα σου είναι γνωστά και θα τιμωρηθείς πιο σκληρά απ’ ό,τι συνήθως. Το τρίτο θα στο εξηγήσω γιατί είσαι ακόμη ένα ανεκπαίδευτο κουτάβι.

»Ο σκοπός του σκύλου είναι να υπηρετεί και να διασκεδάζει τον αφέντη του. Δες τα σκυλιά πως παρακολουθούν τους κυρίους τους και σηκώνουν το κεφάλι τους σε κάθε τους κίνηση. Τα μάτια τους και η προσοχή τους είναι πάντα στραμμένη προς τον κύριό τους. Έτοιμοι να υπακούσουν σε κάθε πρόσταγμα. Έτσι κι’ εσύ. Μπορεί εγώ να έκατσα να δω τηλεόραση, αλλά εσένα η προσοχή πρέπει να είναι στραμμένη επάνω μου, και όχι στο να γυρίσεις να δεις τηλεόραση. Κατάλαβες κουτάβι;»
«Νομίζω...»
«Ξαναπές την πρόταση σωστά κουτάβι».
«Νομίζω πως ναι, κύριε».

«Έτσι μπράβο... Τώρα βέβαια, όπως ξέρεις, πρέπει να σε τιμωρήσω, γιατί αυτός είναι ο νόμος της εκπαίδευσης. Έσφαλες και οφείλεις να δεχτείς την τιμωρία σου. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Πολύ ωραία. Για πρώτη φορά θα είμαι επιεικής μαζί σου. Θα φας δώδεκα βουρδουλιές στην πλάτη με την ζώνη για το παράπτωμα της αντίδρασης και δώδεκα ραβδισμούς στα κωλομέρια για το παράπτωμα να γυρίσεις να δεις τηλεόραση».

Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Σοβάρευε πολύ το "παιχνίδι".

Ο κύριος Θανάσης έκανε το σπίτι έναν γύρο με το μάτι του. Είδε την ξύλινη κολόνα που οδηγούσε στην κουζίνα.

«Αυτή η κολόνα αντέχει ή είναι σάπια;» με ρώτησε.
«Όχι, κανονική είναι. Είναι παλιό αλλά γερό ξύλο... Κύριε!»
«Το ’σωσες μικρέ», είπε. «Εκεί θα σε δένω για τις τιμωρίες σου. Έχει κι’ εκείνο το άνοιγμα πάνω απ’ το οποίο θα περάσει η αλυσίδα. Τέλεια...»
«Πιστεύετε πως είναι απαραίτητο κύριε;»
«Δεν είπαμε ρε βλαμμένο πως θα μου ζητάς τον λόγο πρώτα; Λοιπόν, οι ραβδισμοί τον κώλο γίνονται είκοσι τέσσερις».

Πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά κατάλαβα πως θα τα έκανα χειρότερα και έβγαλα τον σκασμό. Έπρεπε να υποταχτώ στην μοίρα μου. Δεν είχα την δύναμη να τα βάλω με αυτόν τον άντρα.

Έβγαλε από την βαλίτσα του μια αλυσίδα, αρκετά γερή για να δέσει έναν άνθρωπο. Πλησίασε την κολόνα και πατώντας επάνω σε μία καρέκλα την πέρασε μέσα από την τρύπα.

«Τζάμι!» φώναξε μ’ ενθουσιασμό.

Γύρισε και με κοίταξε. Προφανώς είδε την έκφραση απορίας στο πρόσωπό μου και μου εξήγησε χωρίς να το ζητήσω.

«Στα διαμερίσματα και στις πόλης γενικότερα είναι που είναι δύσκολο να δέρνεις τον άλλον και να σκούζει χωρίς να καλέσουν την αστυνομία, το να χρησιμοποιήσεις αλυσίδες είναι απλά αδιανόητο. Αλλά ’δώ στην ερημιά μπορώ άνετα να τις χρησιμοποιώ χωρίς να φοβόμαστε τους περίεργους και τους μπάτσους. Μη κοιτάς... Είναι άλλο πράγμα η αλυσίδα. Είσαι τυχερός που θα ξεκινήσεις μ’ αυτές μικρέ. Θα σ’ αρέσει... Θα δεις...»

Έστεψε πάλι την προσοχή του στην αλυσίδα. Την ζύγισε και την κλείδωσε στην θέση της μ’ ένα λουκέτο, ώστε να μην μπορεί να τραβηχτεί προς την μία ή την άλλη μεριά.

«Σήκω σκυλί κι έλα ’δω», πρόσταξε απότομα.

Σηκώθηκα και με δρασκελιές έφτασα κοντά του. Μου έπιασε τον καρπό και τον σήκωσε ψηλά. Πήρε την μια άκρη της αλυσίδας και την έφερε μια γύρα γύρω από τον καρπό μου. Μέτρησε με το μάτι και την κλείδωσε πάλι με ένα λουκέτακι. Τότε πρόσεξα πως τα λουκέτα ήταν από αυτά με τους τετραψήφιους κωδικούς και όχι με κλειδάκι. Προφανώς τα πολλά λουκέτα θα ήταν σκέτο μπέρδεμα με τόσα διαφορετικά κλειδιά. Επανέλαβε το ίδιο και με το άλλο μου χέρι, αφού πρώτα με υποχρέωσε να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου. Όταν τέλειωσε μου επέτρεψε να χαλαρώσω. Όταν όμως προσπάθησα να ακουμπήσω πάλι τα πόδια μου κανονικά στο πάτωμα, ένοιωσα τους μύες των χεριών, του στήθος και της ωμοπλάτης μου να τεντώνονται. Επέφεραν ένα αισθητό, αλλά υποφερτό πόνο. Ένιωθα σαν να με κρέμασαν για να τεντώσουν οι μύες και να εξαρθρωθούν οι κλειδώσεις.

«Είσαι στο τέλειο ύψος», είπε ο κύριος Θανάσης. «Για κάτσε να το συνηθίσεις μικρέ, γιατί θα την βγάζεις συχνά εκεί».

Αποφάσισα να μην απαντήσω, αλλά διαπίστωσα πως έκανα λάθος. Όπως ήμουν δεμένος με την κοιλιά μου να ακουμπάει στην κολόνα, ήρθε από πίσω μου και μου γράπωσε δυνατά τα μαλλιά, τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι μου και μου φώναξε : «Ξέχασες τα λόγια σου κοπρόσκυλο;! Τι σκατά θα κάνω ’γω με σένα; Τόσο εύκολα ξεχνάς την εκπαίδευσή σου; Τι σκατά είπα πριν; Τι ξέχασες;»
«Μάλιστα κύριε», φώναξα.

«Ακριβώς! "Μάλιστα κύριε"! Δεν θα με αγνοείς όταν σου μιλάω σκυλί! Να θυμάσαι τι σου είπα πριν. Άμα θελήσω να μου τραγουδήσεις το "Θάλασσα πλατιά" και στο πω, θα πρέπει να τ’ ακούσεις. Πως θα ικανοποιήσεις τις επιθυμίες του κυρίου όταν όλη η προσοχή σου δεν είναι στραμμένη πάνω του;
«Έχετε δίκιο κύριε. Θα είμαι προσεχτικός τώρα, σας το υπόσχομαι κύριε».
«Αυτό θα το δούμε», είπε. «Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου για να σ’ εκπαιδεύσω σωστά. Τώρα, ετοιμάσου. Θα φας το ξύλο που σου χρειάζεται. Σκυλί!»

Τον άκουσα να απομακρύνεται και να παίρνει από την βαλίτσα τα σύνεργα που χρειαζότανε για την τιμωρία μου. Με πλησίασε και μου επανέλαβε την προειδοποίηση. Θα ξεκινούσε από το μαστίγωμα στην πλάτη.

Κόλλησε σχεδόν πίσω μου και ξαφνικά έβαλε την ζώνη τεντωμένη μπρος στα μούτρα μου. Μου προκάλεσε έκπληξη.

«Φίλα την, κι ευχαρίστησέ με για την τιμωρία που θα σου δώσω μικρέ».
Φίλησα την ζώνη και είπα: «Ευχαριστώ για την τιμωρία κύριε».
«Έτσι μπράβο μικρέ μου. Και τώρα... Ετοιμάσου!»

Άκουσα το σφύριγμα της ζώνης καθώς ο κύριος Θανάσης ετοιμαζόταν να μου δώσει το πρώτο χτύπημα. Σφίχτηκα και ένοιωσα τις αλυσίδες να χώνονται βαθιά στο δέρμα μου καθώς από ένστικτο τράβαγα τους καρπούς μου για να ελευθερωθώ. Οι αλυσίδες όμως εφάρμοζαν τέλεια στους καρπούς μου, και ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθώ θα ήταν να έσπαζα τους αντίχειρές μου, πράγμα αδύνατον. Τίποτα δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το χτύπημα που δέχτηκα στην πλάτη μου.

Το δέρμα έσκασε με δύναμη πάνω στις ωμοπλάτες μου. Τινάχτηκα προς τα εμπρός μόνο και μόνο για να τσακίσω την μύτη μου πάνω στο σκληρό ξύλο της κολόνας. Έβγαλα μια κραυγή.

«Μία», είπε ο κύριος Θανάσης. «Στο μέλλον θα τις μετράς εσύ μικρέ! Γι’ αυτό κοίτα να μαθαίνεις».

Ακούστηκε πάλι στο σφύριγμα και έσκασε το δεύτερο χτύπημα. Αυτή την φορά κατάφερα να μην χτυπήσω πάνω στην κολόνα, αλλά ένοιωσα κάτι να τρέχει από την μύτη μου. Νόμιζα πως ήταν μύξα, αλλά αμέσως μετά κατάλαβα πως ήταν αίμα. Προφανώς την είχα χτυπήσει αρκετά δυνατά.

«Δύο», συνέχισε ο κύριος Θανάσης.

Το μαστίγωμα συνέχισε μέχρι το δωδέκατο χτύπημα. Όταν έριξε και το τελευταίο, σταμάτησε και με πλησίασε. Έπιασε την πλάτη μου που μάλλον πρέπει να είχε κοκκινίσει. Την ένιωθα να τσούζει και να είναι ζεστή.

«Ωραία, έχει ανάψει... Έτσι μου ’ρχεται να σου ρίξω άλλες τόσες μόνο και μόνο για την πάρτι μου. Θα είχες πρόβλημα μ’ αυτό κουτάβι;»
«Ε... δηλαδή... κύριε...»

«Βασικά... Χέστηκα. Θα φας άλλες δώδεκα μόνο και μόνο επειδή δίστασες. Σου θυμίζω πως δεν είμαι ’δώ για να σου ψήσω κουλουράκια αλλά για να ικανοποιήσω τον εαυτό μου. Αυτός είναι και ο δικός σου σκοπός μικρέ. Και δεν με ικανοποιείς... Δεν με αποκαλείς σωστά, πουλάς τσαμπουκά, κοιτάς τηλεόραση... Τι σκατά! Λοιπόν, πάμε άλλες δώδεκα. Αυτή την φορά θα μετράς εσύ. Άμα χάσεις το μέτρημα, να ξέρεις πως θ’ αρχινάμε από την αρχή».

Σφίχτηκα και προσπάθησα να ετοιμαστώ για την συνέχιση του μαρτυρίου μου. Ξανά ο γνώριμος ήχος με τον γνωστό πόνο.

«Μία!» φώναξα δυνατά από τον πόνο.
«Α... Λάθος στα ’πανε μικρέ», είπε ο κύριος σταματώντας το μαστίγωμα. «Δεν είσαι στο δημοτικό όπου μαθαίνεις να μετράς. Θα λες: "Μία κύριε. Σας ευχαριστώ κύριε," και ούτω καθ’ εξής. Κατάλαβες μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάμε απ’ την αρχή».

Πρώτο χτύπημα. «Μία, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
«Έτσι μπράβο κουτάβι. Συνέχισε».
Δεύτερο χτύπημα. «Δύο, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
Συνέχισα έτσι ως το τελευταίο. «Δώδεκα κύριε! Ευχαριστώ κύριε».

Αυτή την φορά πονούσα πραγματικά. Όταν σταμάτησε να με χτυπάει, διαπίστωσα πως έτρεμα. Όλο το σφίξιμο των μυών, ιδίως της πλάτης επέφεραν μικρούς νευρικούς σπασμούς που τους ένιωθα τώρα να ξεσπούν ανεξέλεγκτα. Το αίμα που έτρεχε από την μύτη μου είχε αρχίσει να ελαττώνεται, παρόλο το όλο σφίξιμο. Είχε τρέξει αρκετό όμως και το στήθος μου ήταν καλυμμένο με παχιές σταγόνες αίματος που έτρεχαν μέχρι το λάστιχο του σλίπ, όπου και τις ρουφούσε το ύφασμα. Κάποιες είχαν περάσει το εμπόδιο και είχαν στάξει στα πόδια και στο πάτωμα.

«Ωραία δουλειά...» είπε ο κύριος Θανάσης όταν ήρθε από τα πλάγια και είδε την κοκκινίλα. «Δεν περίμενα να δω τόσο ωραίο θέαμα από την πρώτη φορά. Βάλθηκες να επανορθώσεις βλέπω... Έ μικρέ;»
«Μάλιστα κύριε», απάντησα.

Μετά από δυο ντουζίνες με την ζώνη στην πλάτη, αρχίζεις να θυμάσαι τον λόγο που τις έφαγες και λαμβάνεις τα μέτρα σου.

«Και βλέπω πως σου άρεσε η όλη διαδικασία...»

Δεν κατάλαβα γιατί το είπε και γύρισα ελαφρώς να δω το πρόσωπό του. Ακολούθησα το βλέμμα του που οδηγούσε στον καβάλο μου. Πρόσεξα τότε πως είχα μία πλήρη στύση που τέντωνε το ύφασμα του σλίπ. Από τον πόνο και την όλη διαδικασία δεν είχα καταλάβει πως είχα καυλώσει. Ένοιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουνε από ντροπή.

«Μην ντρέπεσαι κουτάβι», μου είπε. «Αυτή είναι η πραγματική σου φύση. Και τώρα το μαθαίνεις. Απλά σου αρέσει το ξύλο μικρέ... Αποδέξου το. Δεν είναι κάνα έγκλημα. Και είσαι τυχερός, γιατί εμένα μου αρέσει να δέρνω...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Τι ωραία που μιλάς τώρα κουτάβι; Αλλά, ξέρεις πως δεν τελειώσαμε ακόμα, έτσι; Έχουμε και το κωλαράκι να τιμωρήσουμε. Πού βρισκόμαστε;»
«Ορίστε;... Δεν κατάλαβα την ερώτηση, κύριε».

Γράπωσε τα μαλλιά μου και με δύναμη κοπάνισε το μέτωπό μου πάνω στην κολόνα. Ίσα που πρόλαβα να στρίψω το κεφάλι λίγο προς τα αριστερά ώστε να σώσω την μύτη.

Πλησίασε το στόμα του στο αυτί μου και είπε: «Στο χρώμα κουτάβι!... Πού βρισκόμαστε; Πιάσαμε κόκκινο; Πρόσεξε τι θα πεις...»

Το σκεφτικά για λίγα δευτερόλεπτα. Πονούσα... Ναι. Αλλά δεν ήμουν του θανατά. Πίστευα πως άντεχα πολύ περισσότερο ξύλο πριν καταρρεύσω ή χάσω τις αισθήσεις μου.

«Πράσινο, κύριε» απάντησα με ειλικρίνεια.
«Πολύ ωραία... Θα απογοητευόμουν αν έλεγες άλλο χρώμα. Μπράβο κουτάβι... Πάμε λοιπόν και στο παρασύνθημα».
«Μάλιστα, κύριε».

Ελευθέρωσε το κεφάλι μου και αφού γράπωσε το σλίπ, μου το τράβηξε απότομα προς τα κάτω, αρκετά για να φανεί ο κώλος και από μπροστά να σκαλώσει με δύναμη στο πέος μου.

Έβγαλα ένα: «Άουτς».
«Τι "άουτς" και "άουτς" μωρέ», γάβγισε ο κύριος Θανάσης. «Σου πόνεσα το πουλάκι μήπως μικρούλι;»
«Όχι κύριε. Μια βλακεία είπα κύριε. Συγνώμη κύριε».
«Έτσι μπράβο. Τι σκατά παλικάρι είσαι άμα αντέχεις τόσο ξύλο με την ζώνη και δεν αντέχεις ένα τίναγμα του πούτσου. Θα ήταν γελοίο, δε νομίζεις;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πάμε παρακάτω λοιπόν...»
«Μάλιστα, κύριε».

Ένοιωσα τα χέρια του κυρίου να χαϊδεύουν τα κωλομάγουλά μου και να τα ζουλάνε σε διάφορα σημεία. Η όλη αίσθηση με διέγειρε περισσότερο, και όσο κι αν δεν το ήθελα, θα έπρεπε να παραδεχτώ πως είχε δίκιο.

Η όλη εμπειρία ως τώρα, μπορεί να προσέβαλε το μυαλό, τον εγωισμό μου δηλαδή, αλλά το σώμα έδειχνε καθαρά τα σημάδια της απόλαυσης. Το τσούξιμο στην πλάτη, ο πόνος στο μέτωπο και στην μύτη από το κοπάνιμα, η αίσθηση του αίματος που στέγνωνε πάνω μου, ο πόνος από τις αλυσίδες στους καρπούς που αργά αλλά σταθερά γινότανε πιο οξύς, σε συνδυασμό με την αίσθηση ανημποριάς λόγω των δεσμών, έδιναν στα χουφτώματα του κυρίου μια πρωτόγνωρη, κατά πολύ μεγεθυνμένη ηδονή.

«Έχεις ωραία κωλομέρια μικρέ», είπε ο κύριος βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. «Σκληρά και γυμνασμένα καπούλια... Αν και έχεις κάτι μικρές ραγάδες. Ήσουν λίγο μπούλις όταν ήσουν μικρός;»
«Μάλιστα κύριε, αλλά για ένα μικρό διάστημα της ζωής μου. Συνήθως ήμουν κανονικός στα κιλά, κύριε».
«Δεν πειράζει. Μια χαρά είναι... και έχεις και λίγη τρίχα... κοντούτσικη και χνουδωτή. Θα φαίνονται ωραία τα σημάδια από το ξύλο».

Άκουσα τον κύριο να ακουμπάει κάπου την ζώνη και να παίρνει την βέργα. Με πλησίασε από πίσω και με προειδοποίησε. Για άλλη μια φορά σφίχτηκα, δίνοντας έμφαση αυτή την φορά στους γλουτούς μου.

«Μέτρα όπως έχεις μάθει κουτάβι!» φώναξε ο κύριος καθώς κατέβαζε το πρώτο χτύπημα.

Η βέργα έσκασε στο δέρμα με δύναμη. Πόνεσα αρκετά και μια κραυγή βγήκε από το λαρύγγι μου. «Μία, κύριε! Ευχαριστώ κύριε».
«Έτσι μπράβο, πάμε ξανά...»
Δεύτερο χτύπημα. «Δύο, κύριε! Ευχαριστώ κύριε!»

Και συνέχισε έτσι μέχρι να παραδοθούν και τα υπόλοιπα χτυπήματα. Όταν τέλειωσε ήρθε πάλι κοντά για να επιθεωρήσει το έργο του, και για άλλη μια φορά έκανε την παρατήρηση για την στύση μου. Αυτή την φορά δεν χρειαζόταν η επισήμανση. Γνώριζα και απολάμβανα την παλλόμενη στύση μου. Ο πόνος, η απώλεια της εξουσίας, τα χτυπήματα στα κωλομέρια και το τρίψιμο από το ύφασμα με είχαν ερεθίσει αφάνταστα πολύ.

«Γουστάρεις μωρή πουστάρα ε;» είπε καθώς ανασηκωνόταν από την μελέτη του καυλωμένου πέους μου . «Δεν έπεσα έξω μ’ εσένα. Θα με παιδέψεις λίγο, αλλά θα γίνεις καλό σκυλί στο τέλος. Θα δεις... Θα τα βρούμε τέλεια οι δυο μας».

Απομακρύνθηκε και έκατσε πάλι στην θέση του στον καναπέ. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου. Δεν θα με έλυε; Προφανώς μάντεψε την απορία μου.

«Θα σ’ αφήσω εκεί για καμιά ώρα... Μέχρι να τελειώσει η ταινία μάλλον. Δεν έχεις κάτι άλλο να μου προσφέρεις αυτή την στιγμή έτσι κι αλλιώς. Θα μείνεις εκεί λοιπόν να σκεφτείς αυτά που έκανες και την στάση σου από ’δώ και πέρα».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα. Μετά από τέτοιο μάθημα, είχα γίνει πολύ πιο προσεχτικός.
«Πολύ ωραία. Κάτσε εκεί λοιπόν και μην βγάλεις άχνα μέχρι να τελειώσει το έργο».

Άραξε αναπαυτικά στον καναπέ, ενώ εγώ γύρισα το κεφάλι μου ώστε να μην πιαστεί ο λαιμός μου, αλλά και να μην προκαλώ τον κύριο με το επίμονο βλέμμα μου.

Αφέθηκα να μουλιάσω στις σκέψεις μου και στις αντιδράσεις του κορμιού μου μετά από την βάναυση επίθεση που είχε δεχτεί.



Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, όταν ένιωσα ξαφνικά την παρουσία του κυρίου Θανάση ακριβώς δίπλα μου. Πετάχτηκα έντρομος και ένοιωσα τις αλυσίδες να σφίγγουν επώδυνα τους καρπούς των χεριών μου.

«Τσουκ-τσουκ», έκανε ο κύριος Θανάσης, μην κρύβοντας το υποτιμητικό του ύφος. «Ξέχασες λοιπόν τόσο γρήγορα όλα όσα σου είπα πριν... Ξέχασες πως είσαι ένα κουτάβι που πρέπει να έχει την προσοχή του συνεχώς στραμμένη πάνω στον αφέντη του, τον κύριό του; Αχ... Με στεναχώρησες τώρα. Γιατί είσαι ωραίο κουτάβι, αλλά δυστυχώς θα πρέπει πάλι να σε τιμωρήσω...»

«Συγνώμη κύριε. Ήμουν αφηρημένος κύριε...»
«Ω, ναι... Σίγουρα ήσουν. Δυο φορές σου μίλησα, και μ’ είχες γραμμένο στα σκυλίσια αρχίδια σου. Ίσως θα ’πρεπε να σε τιμωρήσω εκεί; Τι λες; Θα σε βοηθούσε αυτό να είσαι πιο προσεχτικός;»
«Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να κάνετε κύριε, αλλά—»
«Δεν πειράζει κουταβάκι μου», είπε με φανερή ειρωνεία τον τόνο της φωνής του ο κύριος. «Δεν πειράζει... Θα μάθεις κουταβάκι μου... Θα μάθεις! Ετοιμάσου να δεχτείς την τιμωρία σου και κοιτά να μαθαίνεις. Δεν μ’ αρέσει να βλέπω τις προσπάθειές μου να πηγαίνουν στο βρόντο».

Απομακρύνθηκε και πήγε πάλι στην βαλίτσα μόνο και μόνο για να επιστρέψει με κάτι μικρά και περίεργα σύνεργα.

«Γύρνα», με διέταξε. «Γύρνα τον σώμα σου όσο μπορείς».
Προσπάθησα αλλά μπόρεσα να γυρίσω πολύ λίγο, ίσα-ίσα λίγες μοίρες.
«Εκεί, καλά είσαι». Έκατσε στα γόνατα και μου κατέβασε το σλίπ εντελώς. Κατέβηκε εύκολα μιας και η στύση μου είχε χαθεί εδώ και ώρα. Τον ένοιωσα να ψαχουλεύει τους όρχεις μου και να τους τραβάει ελαφρά. Τελικά, τους έσφιξε και πέρασε κάτι που μάλλον ήταν κάποιο είδος λεπτής αλυσίδας. Λεπτής για τα δεδομένα της αλυσίδας με την οποία ήμουν δεμένος στην κολόνα, αλλά χοντρή για τα δεδομένα των αλυσίδων που χρησιμοποιούνται στα κοσμήματα. Την ασφάλισε για άλλη μια φορά στην θέση της με την χρήση μιας μικρής κλειδαριάς. Τα τέσταρε τραβώντας ελαφρά τους όρχεις μου που πετάγονταν τώρα προς τα έξω, σφιχτοί και σκληροί.

«Πολύ ωραία», μουρμούρισε ικανοποιημένος. «Έχεις σφιχτούς όρχεις και αυτό βοηθάει να κρατάει καλύτερα η αλυσίδα», είπε, απευθυνόμενος αυτή την φορά σε εμένα.
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα με τον γνωστό πλέον τρόπο.

Ο κύριος δεν είχε τελειώσει. Κάτι πέρασε μέσα από την αλυσίδα, που μου φάνηκε σαν μικρό τσιγκέλι. Όταν τελείωσε, εμφάνισε μπροστά μου κάτι μικρά βαράκια του ενός και του μισού κιλού, που μπαίνουν συνήθως στους αλτήρες στα γυμναστήρια. Μόνο που αντί για αλτήρες, είχαν περασμένες μέσα από τις τρύπες τους αλυσίδες, όμοιες με αυτήν που είχε ασφαλίσει γύρω από τους όρχεις μου.

«Έτοιμος να λάβεις την τιμωρία σου σκυλί;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Πολύ ωραία... Για να δούμε τι θα κάνεις μ’ αυτό...»

Ένιωσα ένα μικρό κούνημα, και ξαφνικά, ένα απότομα τράβηγμα των όρχεων. Έβγαλα μια ψιλή κραυγή. Υπήρχε πόνος, αλλά όχι ανυπόφορος. Περισσότερο με συνεπήρε η έκπληξη.

«Πως νιώθεις μ’ ένα κιλό να κρέμεται απ’ τ’ αρχίδια σου μικρέ; Είσαι στο πράσινο;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία... Πολύ ωραία. Πάμε για το δεύτερο κιλό τότε».

Κρέμασε άλλο ένα βαρίδιο του κιλού και το άφησε να πέσει λίγο πιο απότομα. Αυτή την φορά η τσιρίδα μου ήταν πιο ψιλή και πιο δυνατή. Αυτή την φορά ένιωσα έναν πόνο σχετικά έντονο. Σαν να είχα φάει μια μέτρια κλοτσιά.

«Χρώμα;» ρώτησε ο κύριος.
«...κίτρινο... νομίζω... κύριε».
«Ωραία... Κάτσε να σου βάλω ακόμη ένα μισόκιλο, για να ’σαι σίγουρος πως είσαι στο κίτρινο μικρέ.

Ένιωσα το βάρος να αυξάνεται μετά από έναν ελαφρύ μεταλλικό θόρυβο. Αυτή την φορά τα αποτελέσματα ήταν βέβαια. Υπήρχε ένας συνεχής ενοχλητικός πόνος στους όρχεις, αρκετά έντονος ώστε να αποσπά συνεχώς την προσοχή μου.

«Πολύ ωραία... Αυτό διαφέρει από άλλα παρόμοια βασανίστρια που έχεις ίσως δει στο ίντερνετ», είπε ο κύριος Θανάσης καθώς στάθηκε όρθιος. «Οι περισσότεροι περνάνε το λουρί και πάνω από την ρίζα του πέους. Μπορούν έτσι να σηκώνουν πολύ περισσότερα κιλά, αλλά ο πόνος δεν είναι το ίδιο. Ενώ έτσι, όλο το βάρος πάει στ’ αρχίδια, πιέζοντας τα δυο σωληνάκια. Λογικά εκεί θα πρέπει να νιώθεις τον περισσότερο πόνο. Έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα... Κύριε...» ψιθύρισα ανάμεσα από τα σφιγμένα μου δόντια.

«Τέλεια... Και τώρα ετοιμάσου να φας δυο ντουζίνες με την ζώνη στα κωλομέρια και στους πίσω μηρούς. Αυτό θα σ’ αναγκάζει να κουνάς των κώλο σου και τα βαρίδια να κουνιούνται και να πιέζουν τ’ αρχίδια».
«Μα... Μάλιστα κύριε!»
«Έτσι μπράβο. Πάμε λοιπόν το μέτρημα μικρέ. Ξεκίνα».

Έπεσε το πρώτο χτύπημα. Τίναξα την λεκάνη μου μπροστά και αμέσως ο πόνος στους όρχεις αυξήθηκε, καθώς τα βαρίδια έβγαιναν από την αδράνεια και πίεσαν τους αδένες. «Άααα! Έ-ένα... Κύριε!...»
«Έτσι να σ’ ακούω να σκούζεις μικρέ».
Δεύτερο χτύπημα. «Α!... Δ-δυ-δύο, κύριε!»

Συνέχισε έτσι με συγκεκριμένο ρυθμό χτυπημάτων που συγχρονίστηκε με την κίνηση των βαριδίων που κρέμονταν ανάμεσα στα σκέλια μου, αρκετά βίαια ώστε να χτυπάνε πάνω στα ανοιγμένα μου πόδια. Ήταν σαν να είχα μετατραπεί σε μια ζωντανή καμπάνα, μόνο που τα πόδια μου ήταν ο κώδων και οι όρχεις με τα βαρίδια η γλώσσα, ενώ ο ήχος έβγαινε από το λαρύγγι μου.

Έπεσε και το τελευταίο χτύπημα. «Είκοσι... τέ-τέσσερις... κύ-κύριε... Ευχαριστώ-ω, κύριε...» κλαψούρισα με λίγα δάκρια να τρέχουν από τα σφιγμένα μου βλέφαρα.

Για άλλη μια φορά ο κύριος έσκυψε να περιεργαστεί το έργο του. Χούφτωσε τους γλουτούς μου και μετά τους πρησμένους όρχεις. Το πέος μου ήταν μισοερεθισμένο. Προφανώς η όλη εμπειρία, αν και ηδονιστική, ήταν ταυτόχρονα και αρκετά επίπονη ώστε να ακυρώνει την στύση.

«Βλέπω πως ζορίστηκες αρκετά μικρέ», πήρε τον λόγο ο κύριος. «Τι λες; Έμαθες το μάθημά σου;»
«Μάλιστα, κύριε! Ω, ναι! Σίγουρα το έμαθα κύριε. Φτάνει κύριε, σας παρακαλώ... Πονάει κύριε».
«Έτσι πρέπει. Αν δεν πονούσε δεν θα ήταν τιμωρία. Κάτσε ακίνητος για να σταματήσουν να κουνιούνται τα βάρη και μετά πες μου σε τι χρώμα βρισκόμαστε».
«Κόκκινο κύριε. Κόκκινο!»
«Σκασμός! Μαλακισμένο! Δεν ακούς τι λέω; Όταν σταματήσουν τελείως. Για τιμωρία που δεν ρώτησες για να πάρεις τον λόγο, θα μείνεις έτσι με τα βαρίδια να κρέμονται για τα επόμενα δέκα λεπτά».

Κλαψούρισα λίγο. Ήμουν στα πρόθυρα να βάλω τα κλάματα. Ιδίως ο δεξής όρχις πονούσε πάρα πολύ. Προσπάθησα να καταπνίξω την επιθυμία μου για να κουνηθώ και κάθισα ακίνητος. Σύντομα σταμάτησαν να λικνίζονται τα βάρη και πράγματι, ο πόνος υποχώρησε ελαφρά.

«Είμαστε στο πορτοκαλί μικρέ;»
Σκεφτικά λίγο πριν απαντήσω: «Νομίζω πως ναι, κύριε».
«Στο ’πα. Τώρα, κάτσε ’κεί και τα λέμε σε δέκα λεπτά. Έφυγε και πήγε να κάτσει πάλι στον καναπέ, αφήνοντάς με στο μαρτύριό μου.

Άρχισα να έχω αμφιβολίες. Τελικά, που είχα μπλέξει; Άμα αυτό ήταν η αρχή, τι θα ακολουθούσε αργότερα; Μήπως τελικά δεν ήμουν φτιαγμένος για τέτοια πράγματα; Να χρησιμοποιούσα την λέξη-κλειδί και να τα τερμάτιζα όλα εδώ και τώρα; Δεν ήξερα...

Από την άλλη ντρεπόμουν να το τερματίσω από τώρα. Με έπιασε το εγωιστικό μου. Τόσο φλώρος ήμουν λοιπόν; Είχε δίκιο; Ένα αδύναμο πουστράκι ήμουν τελικά; Δεν ήξερα...

Το σώμα μου με πονούσε. Οι καρποί των χεριών μου πονούσαν επίσης τρομερά. Οι κρίκοι των αλυσίδων είχαν χωθεί βαθιά στο δέρμα και πίεζαν πάνω στο κόκαλο. Οι γλουτοί ζεστοί, έτσουζαν από το ξύλο με την ζώνη, ενώ οι όρχεις έστελναν σταθερά κύματα πόνου στον εγκέφαλο.



Θεέ μου, ας τελείωνε γρήγορα αυτό το μαρτύριο. Ας με λυπότανε ο κύριος Θανάσης να με λύσει από τα δεσμά μου. Θα είμαι υπάκουος. Θα κάνω ό,τι μου λέει. Το υπόσχομαι. Μονάχα να με λύσει Θεέ μου. Να με λύσει και να βγάλει αυτό το βάρος από τα’ αρχίδια μου. Αυτά σκεφτόμουνα συνέχεια, μέχρι που πέρασε ο χρόνος και ο κύριος σηκώθηκε από την θέση του.

«Πέρασαν τα δέκα λεπτά κουτάβι. Έμαθες το μάθημά σου;»
«Μάλιστα κύριε. Σας υπόσχομαι πως το έμαθα, κύριε».
«Το εύχομαι. Θα ήταν δυσάρεστο αν σε μίση ώρα έπρεπε να επαναλάβουμε την όλη διαδικασία, δεν νομίζεις;»
«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας ορκίζομαι. Έμαθα το μάθημά μου».
«Πολύ ωραία... Αυτό μένει να αποδειχτεί... Κάτσε να σου βγάλω τα βάρη».

Τι ανακούφιση όταν έβγαλε το πρώτο κιόλας βάρος! Ο πόνος αμέσως μετριάστηκε, ενώ όταν τα έβγαλε όλα, ο πόνος έγινε μια απλή ενόχληση. Έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

«Πόνεσε ε; Έτσι πρέπει. Γιατί αλλιώς θα τραβούσε πολύ η εκπαίδευσή σου. Τώρα όμως την επιταχύναμε κατά πολύ. Στο χέρι σου είναι να μην επαναληφτεί σύντομα.
«Μάλιστα, κύριε».

Το αληθινό σοκ ήρθε όταν ελευθέρωσε τους καρπούς μου. Λόγο της βαρύτητας, τα χέρια έπεσαν αμέσως στο πλάι. Ένας δυνατός πόνος όμως στους μύες, και κυρίως στους δελτοειδής και τις ωμοπλάτες, με ανάγκασε να τα ανασηκώσω λίγο.

«Έχουν πιαστεί οι μύες σου. Θα χρειαστούνε μερικά λεπτά για να συνέλθουνε κάπως», είπε ο κύριος Θανάσης.
«Δεν περίμενα να συμβεί κάτι τέτοιο κύριε».
«Έτσι είναι το σώμα. Δεν αντέχει την τεχνητή παράλυση. Παλιά έτσι βασανίζανε ανθρώπους. Τους δένανε με τρόπο που να τους ακινητοποιεί τελείως. Μετά από ώρες, το σώμα πάθαινε τρομερές κράμπες και σπασμούς. Γι’ αυτό και η σταύρωση θεωρούνταν παλιά μεγάλο μαρτύριο. Μπορεί να στο δοκιμάσω καμιά μέρα... Αν με τσατίσεις αρκετά με κάποιο παράπτωμα...»

«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας το υπόσχομαι, κύριε».
«Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες μικρέ. Φτάνει τώρα... Σήκω το βρακί σου κι έλα και κάτσε στην θέση σου για λίγο να χαλαρώσουν τα χέρια σου. Θα χρειαστώ τις υπηρεσίες σου σε λίγο. Την αλυσίδα στ’ αρχίδια στην αφήνω για να θυμάσαι να μην κάνεις το ίδιο σφάλμα. Έτοιμη να στα ξηλώσει με τα βαρίδια, έτσι και με αναγκάσεις να στα φορέσω ξανά.
«Δεν θα χρειαστεί κύριε. Σας το υπόσχομαι, κύριε».

Υπέθεσα πως μετά θα μου ζητούσε σεξ, και αυτό με ανακούφισε κάπως. Αργότερα όμως, θα διαπίστωνα πως θα αργούσε πολύ αυτή η στιγμή. Πήγα και έκατσα την θέση μου: στο γυμνό πάτωμα, στα γόνατα, δυο μέτρα παραδίπλα του.

Ο κύριος Θανάσης άρχισε πάλι να με αγνοεί. Άλλαζε κανάλια στην τηλεόραση, και γενικώς έκανε τον αδιάφορο. Εγώ όμως είχα επικεντρώσει πάνω του όλη μου την προσοχή. Την επόμενη φορά που θα ήθελε κάτι, δεν θα με έπιανε απροετοίμαστο...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται: Μέρος 5°)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


10 σχόλια:

dummy είπε...

οκ, εμενα με καυλωσες πρωι πρωι.
ωραιο στορυ.

seraphic-deviltry είπε...

axx k gw kaulwsa...
sunexise... :P

Ανώνυμος είπε...

Άπαιχτο! Καύλωσέ μας κι άλλο!

ath25gr είπε...

Ξέρεις να γράφεις σκλαβάκο!

Ανώνυμος είπε...

Γιατί ομως εχεις τοσο καιρο να ανανεωσεις;

Ανώνυμος είπε...

Από τις πιο καυλωτικές ιστορίες που έχω διαβάσει, μπράβο σκλαβάκο! Πολύ καιρό όμως πειρμένουμε τη συνέχεια..

Ανώνυμος είπε...

goustarw trella sklavaki kai anypomonw na grapseis thn synexeia.....me ftaixneis trella!!!!
kai mhn argeis giati 8a fas tis mapes sou

Ανώνυμος είπε...

to block einai gamato an kai t anakalypsa prosfata
synexeise etsi kai perimenoume kainourgies peripeteies
teleio!!!!!!!!!!

nikos70 είπε...

goustarw apisteyta!!!!!

Faunlet είπε...

Αφεντάδες μου καλοί.

Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Χαίρομε που απολαμβάνετε τις ιστορίες μου γιατί αυτός είναι ο σκοπός μου: να σας προσφέρω ηδονή έστω και με τις ιστορίες μου.

Σας ζητώ ταπεινά συγνώμη για την μεγάλη καθυστέρηση, αλλά οι καθημερινές που ασχολίες δεν μου επέτρεψαν να γράψω στο blog για αρκετό καιρό. Θέλω να ξέρετε πάντως πως η σκέψη μου είναι μαζί σας.

Σας υπόσχομαι πως πολύ σύντομα θα ακολουθήσει η συνέχεια της ιστορίας. Μετά θα ακολουθήσουν και νέες ιστορίες, ακόμη πιο σκληρές και πιπεράτες.

Σας προσκυνώ, ο ταπεινός κι ανάξιος δούλος σας Faunlet...