Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

15. Τσιφλικάς για... κλάματα [μέρος 6ο]


Λίγη ώρα μετά, ο κύριος Θανάσης καθότανε χύμα πάνω στον καναπέ, βγάζοντας μουγκανητά και προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του, ενώ εγώ, καθισμένος στα γόνατα κάτω στο γυμνό πάτωμα, ένιωθα το παχύρρευστο σπέρμα του να στάζει από το καταπιτσιλισμένο μου πρόσωπο.

Μαθημένος πλέον από την μέχρι τώρα σύντομη εκπαίδευσή μου, δεν τόλμησα να πάρω κάποια πρωτοβουλία και να σκουπιστώ, ή έστω να απομακρυνθώ και να σηκωθώ όρθιος. Εξάλλου, θα ήτανε μεγάλο ψέμα εάν έλεγα πως με ενοχλούσε η αίσθηση του σπέρματος που κυλούσε στο πρόσωπό μου.

«Αχ, κουτάβι μου...» είπε ο κύριος Θανάσης. «Είσαι πρώτος στο τσιμπούκι αγόρι μου —πρώτος! Σ’ αυτό δεν θέλεις καθόλου εκπαίδευση. Αυτό είναι σίγουρο. Εσύ τον γουστάρεις τον πούτσο τσογλανάκι... Έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα.
«Σου άρεσε ο πούτσος τους κυρίου σου μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε. Το λατρεύω το πέος σας».
«Σκύψε να φας σκαμπίλι... Έσκυψα και το δέχτηκα πειθήνια. Συνέχισε: «Σου είπα: Θέλω να μου μιλάς αντρίκεια και καυλιάρικα. Δεν θέλω ν’ ακούω για πέη, θέλω ν’ ακούω για τον πούτσο, το καυλί, το εργαλείο μου. Κατάλαβες κουτάβι;»
«Μάλιστα, κύριε. Έχετε δίκιο, κύριε».
«Το ξέρω πως έχω δίκιο κουτάβι. Τώρα πες το πάλι σωστά. Σ’ άρεσε ο πούτσος μου;»
«Μάλιστα, κύριε. Λατρεύω τον μεγάλο πούτσο σας. Δεν χορταίνω να τον υπηρετώ, κύριε».

«Μμμ... Έτσι αγορίνα μου. Έτσι!! Τώρα μιλάς όμορφα. Και δε μου λες, κακό παιδί... Γουστάρεις να τον πάρεις μέσα στο κώλο σου; Έ; Γουστάρεις μετά την ψώλα του πακιστανού να στον απολυμάνω με τον πούτσο μου; Γουστάρεις πούτσα πατριωτική;»
«Γουστάρω μόνο τον δικό σας πούτσο, κύριε», απάντησα πλήρως συντονισμένος στο "παιχνίδι".
«Τέλεια! Έτσι μπράβο αγόρι μου. Αλλά θέλω να το κερδίσεις πρώτα. Δεν δίνω την πούτσα μου έτσι εύκολα στο κάθε αγοράκι που βρίσκεται μπροστά μου. Και που μου τον έγλυψες, σου έκανα μεγάλη τιμή. Το ξέρεις αυτό;»
«Μάλιστα, κύριε. Ήταν και είναι μεγάλη μου τιμή που μου επιτρέψατε να σας τον γλύψω».
«Να τον πιπόσω!»
«Μάλιστα, κύριε. Μεγάλη μου τιμή που με αφήσατε να σας πιπόσω τον πούτσο, κύριε».
«Έτσι μπράβο».

Ο κύριος Θανάσης είχε ηρεμίσει και το ξεφούσκωτο πέος του, που δεν έχανε σε μεγαλοπρέπεια και ανδρισμό ακόμη και όταν ήταν μαλακό, κρεμότανε ήσυχο και ευτυχισμένο ανάμεσα στα σκέλια του. Με είδε που το κοίταζα.

«Δεν το χόρτασες ακόμη πουστόπαιδο ε; Μη σε νοιάζει. Άμα είσαι καλός θα έχεις και άλλο».
«Τιμή μου, κύριε».
«Ξέρεις τι θέλω μικρέ;» Παρέμεινα σιωπηλός περιμένοντας. «Θέλω να φάω ένα γαμάτο βραδινό. Πείνασα».
Από συνήθεια πήγα να ανοίξω το στόμα μου, μα θυμήθηκα πως πρέπει να μου υποβάλει ερώτηση ή να μου δώσει εντολή για να μιλήσω. Να που τελικά έπιαναν τόπο τα... "μαθήματα".

«Τι έχεις να φάμε; Εκτός από αυγά και πατάτες βέβαια...»
«Μου επιτρέπετε να πάω να δω κύριε;»
«Σου επιτρέπω. Έχεις ένα λεπτό».
«Μάλιστα, κύριε».
«Α! Και πού σαι;» είπε ο κύριος Θανάσης καθώς σηκωνόμουν όρθιος. «Μην τολμήσεις να σκουπιστείς! Θέλω να σε βλέπω με τα χύσια μου στην μάπα σου. Σου πάει τ’ άσπρο...»
«Μάλιστα, κύριε», είπα, χωρίς να ξέρει ο κύριος Θανάσης πως με ικανοποιούσε αυτή του η εντολή.

Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα. Έκανα έναν έλεγχο και δεν μπορώ να πω πως βρήκα πολλά. Επέστρεψα πίσω και έκατσα πάλι στα γόνατα μπροστά του.

«Εάν ο κύριος επιθυμεί, έχω τις παρακάτω επιλογές: Χωριάτικη σαλάτα, Γιουβαρλάκια από εχτές, και τοστ με διάφορα αλλαντικά μέσα», είπα.
«Μαγειρευτό φρέσκο δεν έχεις;» ρώτησε με δυσαρέσκεια στην φωνή.
«Λυπάμαι, κύριε. Δεν έχω κάτι άλλο έτοιμο, κύριε».
«Γαμώτο! Σπάστηκα... Να σου πω; Μακαρόνια έχεις;»
«Έχω!» φώναξα χαρούμενος που είχα κάτι που ίσως να ευχαριστούσε τον κύριο Θανάση.
«Σκύψε...»

Δίστασα για ένα δευτερόλεπτο, μα μετά θυμήθηκα πως δεν είχα τελειώσει την φράση μου αποκαλώντας τον "κύριο" στο τέλος. Έσκυψα και έφαγα το σκαμπίλι μου. Δεν ξέρω αν μου φάνηκε, αλλά νομίζω πως δεν ήτανε τόσο δυνατό όσο τα συνηθισμένα. Ή εγώ είχα αρχίσει να συνηθίζω στα χαστούκια, ή ο κύριος Θανάσης απλώς με λυπήθηκε και έδειξε μεγαλοψυχία, αναγνωρίζοντας, ίσως, τις προσπάθειές μου.

«Θα έχεις και ντομάτες; Και πιπεριές; Φαντάζομαι; Του πούστη, αγρότης είσαι! Ε;»
«Μάλιστα, κύριε. Έχω όλα όσα αναφέρατε, κύριε».
«Τότε, άκου τι θέλω. Θα πας μέσα, θα βράσεις ένα πακέτο μακαρόνια, και θα φτιάξεις και μια γαμάτη σάλτσα να τα συνοδέψει. Μπορείς; Ξέρεις να μαγειρεύεις;»
«Μάλιστα, κύριε. Ξέρω να μαγειρεύω αρκετά καλά, κύριε».
«Επειδή είσαι εργένης να υποθέσω;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία. Σήκω αγόρι μου και πάμε στην κουζίνα να σ’ απολαύσω που θα μου μαγειρεύεις».
«Μάλιστα, κύριε», είπα, και σηκώθηκα όρθιος.

Ο κύριος Θανάσης ήρθε πίσω μου μέσα στην κουζίνα. Έκατσε σε μια καρέκλα στο τραπεζάκι και με παρατηρούσε όσο έκανα τις εργασίες προπαρασκευής.

Περίπου σαράντα λεπτά αργότερα, ο κύριος Θανάσης απολάμβανε την μακαρονάδα του, συνοδευόμενη από μια χωριάτικη και φρέσκο κρασί από το χωριό. Εγώ, ως ταπεινός υπηρέτης του, είχα διαταχθεί να καθίσω στο πάτωμα στα γόνατα, και σαν καλό "σκυλί" να είμαι έτοιμος να ικανοποιήσω την κάθε του επιθυμία. Μου εξήγησε πως οι κατώτεροι δεν έχουν θέση στο ίδιο τραπέζι με τους ανώτερούς τους. Επίσης, μου ξεκαθάρισε πως δεν θα έτρωγα απόψε. Από την μια γιατί ήθελε να μην βαρύνω και έχω προβλήματα στα “καθήκοντά” μου, και από την άλλη... Γιατί, απλούστατα, έτσι γούσταρε!

Τρελό ή όχι, δεν με πείραξε καθόλου. Το ανάποδο μάλλον. Γούσταρα που ήμουν υποχρεωμένος να υπακούσω στις εντολές του ανωτέρου μου, του κυρίου Θανάση. Γιατί ό,τι πει ο κύριος Θανάσης είναι νόμος! Και αλίμονο σε όποιον τολμήσει να τον παρακούσει.



Όταν τελείωσε το γεύμα του ο κύριος Θανάσης, με διέταξε να συμμαζέψω και να πλύνω τα πάντα. Ξεκίνησα να εκτελώ τις εντολές υπό το άγρυπνο βλέμμα του. Την ώρα που έπλενα τα πιάτα στον νεροχύτη, ήρθε από πίσω μου και κόλλησε τον καβάλο του στον κώλο μου.

«Μην σταματάς πουτανάκι», μου ψιθύρισε στο αυτί. «Συνέχισε την δουλειά σου σαν καλό παιδί».

Συνέχισα να προσπαθώ να πλύνω τα πιάτα, με μεγάλη δυσκολία όμως. Ο κύριος Θανάσης τριβότανε πίσω μου. Ένιωθα τον καβάλο του να πιέζει δυνατά. Ο κύριος Θανάσης είχε κεφάκια. Έφερε τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες μου και τις γαργάλισε ελαφρά.

«Την επόμενη φορά, τις θέλω ξυρισμένες», μου ψιθύρισε και συνέχισε τα παιχνίδια του.

Σύντομα έφτασε στις ρόγες μου που τις έπιασε δυνατά ανάμεσα στα δάχτυλά του και τις τράβηξε ελαφρά. Έβγαλα έναν αναστεναγμό ενώ το σαπουνισμένο πιάτο γλίστρησε από τα χέρια μου για να πέσει με πάταγο μέσα στον νεροχύτη.

«Ζημιάρη...» είπε ο κύριος Θανάσης που συνέχισε να πασπατεύει το σώμα μου.

Είχα ερεθιστεί εντελώς και το πέος μου πιεζότανε στο πορτάκι της ντουλάπας ασφυκτιώντας μέσα στο σλίπ. Ο κύριος Θανάσης με ερέθιζε με το κόλλημα που μου έκανε. Πασπάτευε διάφορα μέρη του σώματός μου: το στήθος, την κοιλιά, τα μπούτια, τα κωλομέρια μου, ενώ δεν σταματούσε να πιέζει τον καβάλο του πάνω μου.

Έδινε μεγάλη σημασία στις ρόγες μου. Τις πείραζε στοργικά στην αρχή, μα όσο περνούσε η ώρα τις κακοποιούσε όλο και πιο βάναυσα. Τις έπιανε και τις έσφιγγε με δύναμη ανάμεσα στα δάχτυλα προκαλώντας μου έντονο πόνο που με έκανε να σταματάω το πλύσιμο. Τις απελευθέρωνε για λίγο, ίσα-ίσα για να τις πιάσει ξανά με δύναμη και να τις στρίψει μέχρι να με ακούσει να κλαψουρίζω. Όταν ο πόνος γινότανε δυνατός, ενστικτωδώς πετούσα προς τα πίσω την λεκάνη μου για να ξεφύγω, Μα αυτός, με μία δυνατή κίνηση, με πίεζε με τον καβάλο του πίσω στην θέση μου. Η όλη στάση μου προκαλούσε ένα υποφερτό μαρτύριο, ανάμικτο όμως με απίστευτη καύλα. Ένιωθα εντελώς ανυπεράσπιστος και αφημένος στα χέρια και τις ορέξεις του κυρίου Θανάση.

«Συνέχισε να πλένεις μικρό πουτανάκι», μου ψιθύρισε στο αυτί. «Δεν θέλω να την βγάλουμε εδώ όλη νύχτα. Όσο καθυστερείς, τόσο θα σε πονάω τα βυζιά. Στο τέλος θα στις ματώσω τις ρόγες... Στο υπόσχομαι αυτό... Γι’ αυτό τελείωνε γιατί θέλει και το κάτω κεφαλάκι να φάει μεζέ...»
«Μάλιστα... Αχ... Ναι, κύριε... Α!...»
«Έχεις σκυλοκαυλώσει παλιοπουστράκι βλέπω... Ε;»
«Μα-μάλιστα, κύριε», βόγκηξα σχεδόν.
«Σ’ αρέσει μωρή να σε βάζουν κάτω και να σε ιππεύουν! Το βλέπω από τον τρόπο που κουνάς το κωλαράκι σου μικρέ μου... Ε;»
«Μάλιστα κύριε...»
«Τότε τε-λεί-ω-νε!!»
«Μάλιστα, κύριε».

Με χίλια ζόρια κατάφερα να τελειώσω το πλύσιμο των πιάτων. Αλλά το θέμα ήτανε πως ο κύριος Θανάσης με είχε φτάσει στα πρόθυρα του οργασμού. Η συνεχής πίεση από πίσω, ο τρόπος που ο πούτσος μου τριβότανε πάνω στον νιπτήρα και τα χέρια του να έχουν ματώσει τις ρόγες μου, με είχανε φέρει στα όριά μου. Ήθελα να με γαμήσει εδώ και τώρα. Δεν δίστασα να το του αναφέρω.

«Κύριε;»
«Ναι, κουτάβι;»
«Σας ικετεύω κύριε... Γαμήστε με!»
«Ώπα! Τι έχουμε εδώ; Τι είπες;»
«Σας παρακαλώ κύριε, γαμήστε με! Σας εκλιπαρώ».
«Αχ, πως μ’ αρέσεις που το παραδέχεσαι επιτέλους! Συνέχισε αγοράκι. Μ’ αρέσει να σ’ ακούω να με παρακαλάς».
«Σας παρακαλώ κύριε. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι δικός σας. Σας ανήκω. Το μόνο που θέλω είναι να με βάλετε κάτω και να με ξεσκίσετε με τον βαρβάτο πούτσο σας. Να γίνω το πουτανάκι σας. Να γίνω αποκλειστικά δικός σας κύριε. Θέλω να με γαμήσετε σαν πουστράκι που είμαι...»
«Ω, ναι!!! Έτσι μπράβο αγοράκι! Τώρα μιλάς σωστά!»

Ο κύριος Θανάσης τραβήχτηκε λίγο, με γράπωσε και με γύρισε απότομα μπροστά και με κοίταξε στα μάτια.

«Τι είπες πως θέλεις μικρέ;»
«Τον πούτσο σας κύριε. Τον θέλω μέσα στον κώλο μου να με ξεσκίζει. Τον θέλω πολύ, κύριε».
Με κοίταξε για λίγο με έναν τρόπο σαν να σκεφτότανε τι να κάνει μαζί μου. Ήταν λες και ήθελε να με δείρει ή να με ξεσκίσει. Τελικά, διάλεξε να κάνει και τα δύο.
«Πάμε στο κρεβάτι μικρέ... Πάμε είπα!»



Μπήκαμε στην κρεβατοκάμαρα με βιάση. Σχεδόν με έσπρωξε. Έπεσα με τα μούτρα πάνω στο κρεβάτι. Πριν προλάβω να ανασηκωθώ ήρθε και στάθηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Μου έριξε δυό γερά χαστούκια στα κωλομέρια.

«Έτσι! Ν’ ανάψουν τα αίματα κωλόπαιδο! Θα στον σκίσω τον κώλο σήμερα!»
«Μάλιστα, κύριε! Σας ευχαριστώ, κύριε».
«Έτσι...»

Με γράπωσε από τα μαλλιά και με τράβηξε με δύναμη. Τσίριξα. Με έσπρωξε πάνω στο κρεβάτι και αφού με γύρισε λίγο στην θέση που ήθελε, ήρθε και ξάπλωσε επάνω μου. Ένοιωσα όμορφα νιώθοντας το βάρος ενός άντρα πάνω μου. Και το κυριότερο, ενός αυταρχικού άντρα που ήλεγχε την κατάσταση.

Έχωσε τα χέρια του κάτω και γράπωσε πάλι τις ρόγες μου. Ερεθισμένες ήδη από το προηγούμενο μαρτύριό τους ο πόνος με έκανε αμέσως να βγάλω μερικές ψιλές τσιρίδες.

«Μ’ αρέσει που κάτι παλικάρια σαν και σένα μπορούν με την κατάλληλη δουλειά να βγάλουν τέτοιες κοριτσίστικες τσιρίδες μικρέ μου... Θα σε κάνω να κελαηδήσεις απόψε...»
«Μάλιστα... κύριε...»

Και, σαν για επιβεβαίωση, έσφιξε με όλη του την δύναμη τις ρόγες μου. Ούρλιαξα και τινάχτηκα προς τα πάνω, αλλά το βάρος του σώματος του κυρίου Θανάση με κράτησε κάτω. Δάκρυσα από τον πόνο.

«Κάτω μικρέ! Κάτω!...»
«Με πονέσατε κύριε...» κλαψούρισα.
«Και τι θέλεις; Ρεπό; Αυτό ήθελα... Αλλά το καλό που σου θέλω να σκάσεις και να μ’ αφήσεις να κάνω την δουλειά μου. Το ξέρεις κι εσύ κατά βάθος πως το γουστάρεις... Κι άμα αμφιβάλεις νιώσε αυτό που νιώθω κι εγώ».

Με ταχύτητα απελευθέρωσε τις ρόγες μου και έχωσε το χέρι του στο καβάλο μου. Ένοιωσα τα δάχτυλά του να σφίγγονται με δύναμη γύρω από τον σκληρό σαν πέτρα πούτσο μου. Πόσο δίκιο είχε! Η στύση μου δεν έλεγε ψέματα. Ήμουνα στα όριά μου.

«Κατάλαβες μικρέ;» ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Όπως πάντα έχετε δίκιο, κύριε».
«Το ξέρω πως έχω δίκιο κουτάβι... Να δω εσύ πότε θα το μάθεις και θα πάψεις να με αμφισβητείς... Τώρα σκάσε κι άσε με να κάνω αυτό που θέλω!»
«Μάλιστα, κύριε. Είμαι όλος δικός σας, κύριε».

Μου πάτησε το κεφάλι πιέζοντας το στο στρώμα. Πασπάτεψε την πλάτη, τα κωλομέρια και τους μηρούς μου με αντρικά σκληρά πιασίματα, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζε διάφορα πράγματα που μόνο καύλα μου προκαλούσανε. Μόνο εγώ ήξερα πόσο πολύ ήθελα να πάρω τον κύριο Θανάση μέσα μου. Λίγο-πολύ, είχε καταφέρει να με υποτάξει με τον τσαμπουκά του. Κι εγώ... το απολάμβανα!

«Σήκωσε την λεκάνη μικρέ...» με διέταξε. Έκανα όπως μου είπε και με ένα πολύ απότομο τράβηγμα μου κατέβασε το σλίπ στα γόνατα. Βάρεσε ξανά δυό χαστούκια στα γυμνά καπούλια μου. «Γαμώ την κωλότρυπά σου τσογλάνι!» φώναξε με καύλα. «Ακόμη ανοιχτή είναι από την ψώλα του πακιστανού... Αυτή η τρυπούλα με προκαλεί να την ξεσκίσω!»
«Μάλιστα, κύριε. Η τρύπα μου είναι στην διάθεσή σας κύριε. Σας ανήκει, κύριε».
«Μη μου λες συνέχεια τι μου ανήκει και τι όχι!... Ξέρω τι μου ανήκει... Σκάσε και υπηρέτησέ με!»
«Μάλιστα, κύριε».

Με γράπωσε πάλι, με γύρισε ανάσκελα και σκαρφάλωσε πάνω μου. Κάθισε πάνω στο στήθος μου τρίβοντας τον καβάλο του στα χείλη μου. Η μυρουδιά του δέρματος ανακατεμένη από πολύχρονη βαρβατίλα που το είχε ποτίσει, έκαναν το σώμα μου να σκιρτάει από καύλα. Πόσο ήθελα να τον γλύψω... Αλλά δεν είχα ξεχάσει αυτό που μου συνέβη την τελευταία φορά που τόλμησα να πάρω παρόμοια πρωτοβουλία.

«Κύριε...»
«Ναι, μικρέ;...»
«Κύριε, θέλω πολύ να σας γλύψω τ’ αρχίδια».
«Και εγώ το θέλω μικρέ... Μπράβο σου που κρατήθηκες και ρώτησες πρώτα όπως έπρεπε... Δεν περίμενα να το θυμηθείς».
«Κάνω ό,τι με έχετε μάθει, κύριε. Και σας είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, κύριε...»
«Καλά, γάμα την ευγνωμοσύνη και ρούφα μου τ’ αρχίδια αγοράκι», είπε ο κύριος Θανάσης, καθώς με ένα τίναγμα άνοιξε το φερμουάρ και τράβηξε το πέος και τους όρχεις του έξω. Το πέος είχε μισοσηκωθεί και παλλότανε ελαφρά.

Έπιασε με τα δυνατά του χέρια το κεφάλι μου και το κόλλησε πάνω στα αχαμνά του. Άνοιξα το στόμα μου κι άρχισα να του μουσκεύω τα αρχίδια με την γλώσσα μου. Τι μεγάλα αρχίδια που είχε ο κύριος Θανάσης!... Με το ζόρι τα έπαιρνα και τα δυο στο στόμα μου.

«Έτσι... Να μουλιάσουνε στο στοματάκι σου κωλόπαιδο... Να πλύνεις τα σπερματοζωάρια ένα-ένα!»

Μπουκωμένος από τα αρχίδια δεν μπορούσα να απαντήσω. Αν και φαινομενικά, οι κανόνες ομιλίας είχαν προσωρινά ανασταλθεί.

Αφού μούσκεψα για ώρα και έπλυνα στην κυριολεξία τους βαρβάτους και γεμάτους καυτό ψωλόχυμα όρχεις του κυρίου Θανάση, είχε έρθει η ώρα να περάσω ένα χέρι και το πέος του. Μου τράβηξε το κεφάλι γραπώνοντας μου τα μαλλιά, ήρθε λίγο πιο μπροστά και μου το τράβηξε πάλι κάτω παλουκώνοντας το στόμα μου με τον πούτσο του. Πειθήνια και με χαρά το πήρα όλο μέσα μου μέχρι να ακουμπήσει πίσω στον λάρυγγα. Με μπούκωσε, αλλά έβαλα τα δυνατά μου να πάρω όσο γινότανε περισσότερο πούτσο μέσα μου.

Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι μου και το πίεζε απαλά συγχρονίζοντάς την λεκάνη με το στόμα μου. Λίγο μέσα, λίγο έξω, ξανά και ξανά. Μου γαμούσε το στόμα. Θα πρέπει να έφτασε κοντά σε σημείο οργασμού όμως, γιατί μου τράβηξε απότομα ξανά το κεφάλι για να απομακρύνει το πεινασμένο στόμα μου από τον πούτσο του. Χωρίς λόγο, μου έριξε δυό χαστούκια στα μάγουλα. Αντί να στεναχωρηθώ έβγαλα ένα λαρυγγισμό ηδονής.

«Σ’ αρέσει μωρή ανώμαλη καριόλα! Γαμώ το στανιό σου γαμώ! Πουτάνα είσαι! Σκέτη πουτάνα, που να σε πάρει πούστη!» φώναξε ικανοποιημένος. «Ετοιμάσου να σκίσω το κωλί σου!»
«Μάλιστα, κύριε. Ευχαριστώ, κύριε», είπα και γύρισα τουρλώνοντας τον κώλο μου.
«Μμμ... Τι κώλο θα γαμήσω ’γω απόψε!» είπε.
Έριξε ένα γερό φτύσιμο στην σούφρα μου. Έβαλε δάχτυλο και σιγά σιγά άρχισε να λιπαίνει την τρύπα μου. Έφτυνε στα δάχτυλά του και τα βύθιζε μέσα μου. Όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο δυνατά. Εγώ απλά βογκούσα αδημονώντας να μου χώσει επιτέλους το τελευταίο και μακρύτερο απ όλα τα δάχτυλά του. Τον πούτσο του!

«Έχει ανοίξει αρκετά μπορώ να πω», είπε ο κύριος Θανάσης. «Δεν είμαι έτοιμος γι’ απόψε, αλλά κάποια στιγμή θα σε γαμήσω με την γροθιά μου. Ω, ναι! Σίγουρα θα σε γαμήσω! Θα σου μπουνίσω το κωλάντερο παλιοπουστράκι!»
«Μάλιστα, κύριε. Στις υπηρεσίες σας κύριε», είπα μεθυσμένος από ηδονή.

Ο κύριος Θανάσης σύρθηκε πιο κοντά μου και κόλλησε πίσω στον κώλο μου.

«Έχεις έτοιμες τις καπότες μικρέ;» μου είπε.
«Μάλιστα, κύριε. Έχω εδώ δίπλα στο συρτάρι κύριε».
«Τι περιμένεις; Φέρε μιά αμέσως!»

Του έδωσα μία και την φόρεσε με γρήγορες κινήσεις στον πρησμένο από την καύλα πούτσο του.

Με τράβηξε πάλι από τον λαιμό και τον έχωσε στο στόμα μου.
«Βρέξ’ τον καλά...» είπε.

Τον πήρα μερικές φορές στο στόμα μου, νιώθοντας την περίεργη γεύση που αφήνει το λιπαντικό της καπότας. Ο εγκέφαλός μου δεχότανε τρελά σήματα καύλας από τον πούτσο και τον κώλο μου. Ο κύριος Θανάσης με είχε τρελάνει. Έτσι και με παρατούσε σύξυλο όπως ήμουνα εκείνη την στιγμή, μπορεί και να έκανα καμιά τρέλα. Ευτυχώς, δεν το έκανε.

«Ωραία, φτάνει», διέταξε. «Στήσου μικρέ!»

Γύρισα πάλι και στήθηκα στα τέσσερα περιμένοντας τον επιβήτορα να με σκίσει με το εργαλείο του.

Τον ένοιωσα να πλησιάζει. Γράπωσε με τα δυό του χέρια τα κωλομάγουλά μου και τα άνοιξε. Ακούμπησε τον πουτσοκέφαλό του στην τρύπα μου και... έμεινε εκεί ακίνητος. Δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί. Τα δευτερόλεπτά περνούσανε, και πάνω που ήμουνα έτοιμος να ρωτήσω τι είχε συμβεί, με πρόλαβε.

«Έτοιμος ρε πούστη;»
«Ε;... Ναι, μάλιστα... κύριε».
«Τότε πάρ’ τον μωρή πουστάρα!» φώναξε, και με μια απότομη κίνηση τον κάρφωσε κυριολεκτικά όλο μέσα μου.

Με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο. Μπορεί να με είχε λιπάνει, μπορεί να με είχε ανοίξει κάπως με τα δάχτυλά του, μπορεί να με είχε γαμήσει ο Φαρούκ πριν λίγες ώρες... αλλά ο κώλος είναι κώλος, και δεν είναι λάστιχο! Πόνεσα τόσο πολύ που ούρλιαξα και προσπάθησα να τραβηχτώ. Τα μάτια μου γέμισαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου με δάκρια πόνου.

Ο κύριος Θανάσης ήταν προετοιμασμένος. Είχε γραπώσει δυνατά τους ώμους μου, αποτρέποντάς με να ξεφύγω, ενώ ταυτόχρονα με έσπρωξε κάτω και με πλάκωσε με το βάρος του. Στην κυριολεξία κάρφωσε τον πούτσο του στο κώλο μου και έμεινε εκεί ακίνητος καταπνίγοντας με την δύναμη του τις σπασμωδικές κινήσεις μου.

«Μη κουνιέσαι πουστράκι γιατί έτσι και βγει ο πούτσος μου από μέσα σου θα φτύσεις το κωλόγαλο της μάνας σου που να σε πάρει!»
«Πονάω!» ούρλιαξα κλαίγοντας.
«Στ’ αρχίδια μου ρε μαλάκα! Σου είπα πως θα σε γαμήσω και θα σε γαμήσω! Με τον δικό μου τρόπο! Γι’ αυτό σκάσε μωρή λούγκρα και κοίτα να το συνηθίσεις γιατί έτσι γαμάει ο Θανάσης!»

Με μικρές παλινδρομήσεις, ο κύριος Θανάσης παίδευε την τρύπα μου, που σιγά σιγά άρχισε να ξεπερνάει το σόκ. Όσο περνούσαν τα λεπτά, τόσο χαλάρωνε ο σφικτήρας και ο πόνος γινότανε πιο υποφερτός. Αργά άλλα σταθερά, οι κραυγές πόνου που έβγαζα έπεφταν σε ένταση, η αναπνοή μου λιγότερο κοφτή, οι μύες και το σώμα μου γενικότερα χαλάρωνε. Δεν άργησε η ώρα που ακούστηκε το πρώτο μουγκανητό καύλας.

«Ηρέμησε το πουστράκι μου;» ρώτησε ο κύριος Θανάσης καθώς χαλάρωνε σιγά σιγά την άρπαγά του και επιτάχυνε τις παλινδρομήσεις του πούτσου του μέσα στην πληγωμένη κωλοτρυπίδα μου.
«Αχ... Ωχ... Μμμμ... Μάλιστα, κύριε».
«Έτσι μωρή πούστρα! Στο ’πα πως θα χαλάρωνες και θα τ’ απολάμβανες. Αλλιώς, τι σόι πουστράκι είσαι;»
«Μάλιστα... ΑΧ!... κύριε!»

Πέσανε μερικές γρήγορες "καρφωτικές" στο κωλί μου που με κάνανε να ουρλιάξω με ανάμικτα αισθήματα καύλας και πόνου. Ήταν ένα παράξενο είδος πόνου. Αρκετά έντονου ώστε να μην αφήνει την προσοχή μου να αποσπαστεί από αυτόν, αλλά όχι τόσο δυνατού που να με κάνει να θέλω να σταματήσει το μαρτύριο, για χάρη της καύλας που ένοιωθα ψυχή τε και σώματι από την κατακτητική ορμή του κυρίου Θανάση.

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε το ξεκώλιασμα της ζωής μου. Νομίζω πως για κάποιο χρονικό διάστημα είχα εκτοξευθεί σε κάποια άλλη διάσταση, ίσως λόγω τον ενδορφινών που είχαν κατακλείσει για άλλη μια φορά το σώμα μου. Ο κύριος Θανάσης είχε επιταχύνει κατά πολύ τον ρυθμό του ενώ έβγαζε κοφτές κραυγές καύλας κοντά στο αυτί μου.

«Αχ! Παλιόπουστρα!! Μ’ έχεις τρελάνει γαμώ το στανιό σου! Κοντεύω μωρή πούστρα! Αχ!... Κοντεύω...»
Ναι, κύριε! Χύστε! Χύστε όσο θέλετε στο κωλί μου! Δικό σας είναι κύριε! Αποκλειστικά και μόνο δικό σας!»
«Αχ... Κοντεύω! Γαμώ το! Θα χύσω!»

Ο ρυθμός έγινε απότομα βίαιος. Με γράπωσε από την μέση και με τραβούσε με δύναμη κατά πάνω του. Ανασηκώθηκε κάπως και επιτάχυνε τον ρυθμό του στο μέγιστο. Στο δωμάτιο ακούγονταν δυνατά οι ανάσες και οι κραυγές μας, μα πάνω απ’ όλα το συνεχές πατ-πατ-πατ, κάθε φορά που κάρφωνε τον πούτσο του μέσα μου και τα αρχίδια του σκάγανε πάνω στο περίνεό μου.

«Χυ... Χυ... Χύνω!» ούρλιαξε ο κύριος Θανάσης, που κάρφωσε ολόκληρο τον πούτσο του μέσα στην τρύπα που. Πίεσε με όλο του το βάρος ανασηκώνοντας την λεκάνη μου εντελώς στον αέρα.

Αναστεναγμός! Τίναγμα και ξανά αναστεναγμός... Μερικά ακόμα απότομα τινάγματα ανάμικτα με πιο ξέπνοους αναστεναγμούς. Τέλος, ένα τελειωτικό τίναγμα και ο κύριος Θανάσης αφέθηκε να με πλακώσει με το βαρβατίσιο σώμα του. Αναστέναξε δίπλα στο αυτί μου και έμεινε έτσι ξαπλωμένος, ακίνητος, να βαριανασαίνει δίπλα στο αυτί μου.

Εγώ, από κάτω, με τον πούτσο του κύριου Θανάση ακόμη μέσα μου, να τον νιώθω σιγά σιγά να χάνει την μεγαλοπρέπειά του. Απολάμβανα τον πόνο που εξακολουθούσε να τυραννάει καυλοτικά τον σφικτήρα μου, καθώς και το πλάκωμα που ένιωθα υπό το βάρος του γαμιά μου. Περάσανε έτσι ήσυχα μερικά λεπτά μέχρις ότου να συνέλθουμε και οι δυο.

«Μμμ... Γαμώ το κωλί σου πούστη», είπε τελικά ο κύριος Θανάσης.
«Το γαμήσατε ήδη κύριε», απάντησα.
«Το ξέρω μικρέ... Στο ξέσκισα σαν καλή πουστάρα που είσαι».
«Ο κύριος έχει δίκιο. Μου το ξέσκισε. Σας είμαι υπόχρεος κύριε».
«Ευγνώμων μικρέ, ευγνώμων να είσαι... τώρα όμως φτάνει... σήκω απ’ το κρεβάτι κι έλα μαζί μου στο μπάνιο».
«Μάλιστα, κύριε», είπα και σηκώθηκα μαζί με τον κύριο Θανάση.

Μόλις μπήκαμε στο μπάνιο γύρισε και με διέταξε: «Βγάλε μου με προσοχή την καπότα». Έκανα όπως με πρόσταξε. «Ωραία, και τώρα έλα πλύνε μου λίγο τον πούτσο. Πάρε το σφουγγάρι, νότισέ το με χλιαρό νερό και πλύν’ το να».

Έκανα όπως με πρόσταξε και καθάρισα το πέος που τώρα είχε μαλακώσει και τον ένοιωθα στα χέρια μου ζεστό και απαλό και ζυμάρι.

«Ωραία», είπε όταν τέλειωσα το καθάρισμα. «Πάνε στο δωμάτιο και περίμενέ με σκυλί».
«Μάλιστα, κύριε».

Εμφανίσθηκε σχεδόν αμέσως κρατώντας μία ακόμη αλυσίδα. Με μια κίνηση του χεριού του κατάλαβα πως ήθελε να ανασηκώσω το κεφάλι μου. Με ένα μικρό λουκέτο την κλείδωσε γύρω στον χαλκά του κολάρου που φορούσα. Την τράβηξε ελαφρά για να την δοκιμάσει.

«Πολύ ωραία», είπε με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη. «Τώρα μικρό μου σκυλί θα την πέσουμε για ύπνο. Εγώ φυσικά, σαν άνθρωπος που είμαι, θα κοιμηθώ στο κρεβάτι. Εσύ από την άλλη, σαν υπάνθρωπο ζώο που είσαι, θα κοιμηθείς στο πάτωμα σαν όλα τα καλά εκπαιδευμένα σκυλιά... Έτσι δεν είναι;...»

Δεν απάντησα αμέσως. Η αλήθεια είναι πως η σκέψη να βγάλω την νύχτα στο πάτωμα καθόλου δεν μου άρεζε. Σύντομα όμως η εκπαίδευση της ημέρας φάνηκε επάνω μου, μιας και συγκατένευσα σιωπηλά με μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού μου. Μια ανεπαίσθητη κίνηση που ο κύριος Θανάσης και την αντιλήφθηκε, αλλά και την περίμενε.

«Τό ’ξερα πως είσαι καλό σκυλί...» είπε με ικανοποίηση στην φωνή. «Τώρα ξάπλα κάτω στο πάτωμα με το κεφάλι δίπλα στο πόδι του κρεβατιού, στην άκρη που ξαπλώνω τα πόδια μου ». Έκανα όπως με διέταξε. «Έτσι μπράβο... μην κουνιέσαι σκυλί».

Έκατσε οκλαδόν και έκανε μια γύρα την αλυσίδα από το πόδι του κρεβατιού. Μέτρησε λίγο το μήκος που δεν ήτανε παραπάνω από ένα μέτρο και την κλείδωσε στο μήκος αυτό με άλλο ένα λουκετάκι.

«Για κάνε πως σηκώνεσαι κόπρε», διέταξε. Έκανα να σηκωθώ μα ήτανε αδύνατον. Έμεινα με τα πόδια τεντωμένα και την μέση λυγισμένη, προσπαθώντας ταλαντευόμενος να διατηρήσω την ισορροπία μου.

«Εξαιρετικά», είπε ο κύριος Θανάσης. «Εντάξει σκυλί, μπορείς να ξαπλώσεις. Λοιπόν, εγώ την πέφτω για ύπνο. Είμαι ψόφιος... Με κούρασε λίγο σήμερα η εκπαίδευσή σου. Εσύ, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις... Μονάχα μην διανοηθείς να με ξυπνήσεις για οποιονδήποτε λόγο! Κατάλαβες! Γιατί τότε θα σε χτυπήσω τόσο πολύ που το αίμα σου θα φτάσει για να βάψεις το δωμάτιο κόκκινο, κατάλαβες σκυλί;»
«Μά... Μάλιστα, κύριε. Κατάλαβα...»
«Άμα σε πιάσει τσιρλί ή κόψιμο, να κανονίσεις να τα κρατήσεις μέσα σου, γιατί έτσι και τα κάνεις στο πάτωμα σαν σκυλί που είσαι, θα σε βάλω να τα γλύψεις με την γλώσσα σου, κι έτσι και κάνεις καμιά κουράδα, θα σου χώσω την μούρη μέσ’ τα σκατά... Γιατί έτσι κάνω εγώ με τα σκυλιά! Και πίστεψέ με... Είμαι καλός εκπαιδευτής».

Έμεινε ακίνητος για λίγο κοιτάζοντας με στα μάτια, ερευνώντας με. Τελικά φάνηκε να ικανοποιείται από την στωικότητα μου και γύρισε την πλάτη του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και αφού έβγαλε μερικούς αναστεναγμούς ανακούφισης, γύρισε πλευρό.

Όσο για μένα... Έμεινα ξαπλωμένος στο πάτωμα, προσπαθώντας να βρω μια θέση που να με βολέψει κάπως, ευελπιστώντας πως τα κρύα πόδια μου δεν θα με ανάγκαζαν σύντομα να πιεστώ να ελέγξω την κύστη μου. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, μα κάποια στιγμή άκουσα ένα ελαφρύ ροχαλητό.

Τελικά ο κύριος Θανάσης ήτανε πολύ καλός εκπαιδευτής. Να που βρισκόμουνα στο πάτωμα, δεμένος με αλυσίδα σαν σκυλί, άγρυπνος, να αφουγκράζομαι με προσοχή την ανάσα του κυρίου μου... Κι όλα αυτά σε μία μόλις ημέρα... Με φόβο, άλλα και με έναν υποβόσκοντα ενθουσιασμό, διερωτόμουνα για το τι άραγε με περίμενε την επόμενή ημέρα...


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται;...)



...σας προσκυνώ, ο ταπεινός κι ανάξιος δούλος σας, Faunlet

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η ιστορία σου γίνεται όλο και καλύτερη! Τελικά άξιζε τον κόπο η αναμονή! Ευχαριστούμε, συνέχισε δυνατά!

Greg

Ανώνυμος είπε...

συνέχισε να μας γράφεις

αλλά έχεις κάποια λαθάκια συντακτικά και ορθογραφικά. Φαίνεται να μην σου αρέσει αυτό που κάνεις. Αμα δεν σου αρεσει παρατα το να ξερουμε και μεις να μην ερχομαστε στο σαιτ σου.

καληνυχτα

Ανώνυμος είπε...

Πάντα καυλιάρης στις περιγραφές σου αγόρι μου!

George Tsitiridis είπε...

giati stamatises kai teleioses toso adoksa?