Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

14. Τσιφλικάς για... Κλάματα [Μέρος 5ο]


ΕΙΔΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Αφεντάδες μου καλοί. Ζητάω ταπεινά συγγνώμη για την μεγάλη καθυστέρηση της δημοσίευσης της συνέχειας. Δυστυχώς ο υπολογιστής μου χάλασε το καλοκαίρι και χάθηκαν όλα μου τα αρχεία, και επίσης, δεν είχα και σύνδεση στο Internet.

Ξέρω πως καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για έναν σκλάβο (πραγματικά ντρέπομαι), αλλά ένιωθα πως όφειλα να απολογηθώ. Δυστυχώς τα οικονομικά μου δεν μου επιτρέπουν ακόμη την αγορά ενός νέου υπολογιστή, και αναγκαστικά θα κάνω ό,τι μπορώ μέσω των υπολογιστών που υπάρχουν στην σχολή μου (πάντα με διακριτικότητα από τους συσπουδαστές μου λόγω ευνόητων λόγων).

Οφείλω να ομολογήσω πως απογοητευτικά από την συμπεριφορά μερικών αναγνωστών, οι οποίοι έφτασαν σε σημείο να απειλήσουν την ζωή μου μέσω μηνυμάτων. Απόδειξη πως δυστυχώς στην Ελλάδα οι αληθινοί και ώριμοι αφέντες είναι λίγοι...

Αλλά έστω... Αφήνω πίσω τα παλιά και με ταπεινή ευχαρίστηση σας παρουσιάζω την συνέχεια της ιστορίας. Εύχομαι να την απολαύσετε.



Είχε περάσει αρκετή ώρα και ο κύριος Θανάσης συνέχιζε να παρακολουθεί τηλεόραση με το πάσο σου. Εγώ από την άλλη πονούσα σχεδόν σε όλο το σώμα. Αυτό είχε μία περίεργη επίδραση στην ψυχολογία μου. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι περισσότερο τον κύριο Θανάση παρά τον εαυτό μου. Το βλέμμα μου, με τρόπο πλάγιο, ήταν σχεδόν συνεχώς στραμμένο πάνω του, ενώ η τηλεόραση με άφηνε εντελώς αδιάφορο. Ίσως να είχε δίκιο τελικά. Ο πόνος που ένιωθα λειτουργούσε σαν υπενθύμιση για το ποιος είμαι και ποια η δουλειά μου. Ο κύριος Θανάση το παρατηρούσε μάλλον και ξαφνικά γύρισε να μου μιλήσει.

«Ήσυχος είσαι μικρέ, και βλέπω πως με κοιτάζεις συνέχεια...»
«Συγνώμη κύριε», είπα, «δεν ήξερα πως σας ενοχλεί, κύριε».
«Ώ, όχι, δεν μ’ ενοχλεί. Το αντίθετο. Έτσι πρέπει να είναι τα καλά κουτάβια», είπε με αυταρέσκεια. «Βλέπω πως σιγά-σιγά στρώνεις. Έτσι είναι. Με το ξύλο όλοι στρώνουνε στο τέλος. Θα γίνεις ένα πολύ καλό κουτάβι, ακόμη κι αν σε κάνω μπλε στο ξύλο και μοιάζεις με στρουμφάκι».
«Μάλιστα, κύριε».

Φάνηκε να ικανοποιείται και έστρεψε πάλι το ενδιαφέρον του στην τηλεόραση. Εγώ από την άλλη, είχα την προσοχή μου στραμμένη όλη πάνω του. Μετά από λίγη ώρα τέλειωσε το έργο και έβαλε διαφημίσεις. Ο κύριος Θανάσης πάτησε το αθόρυβο και το δωμάτιο ησύχασε.

«Θέλω μια μπύρα», είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Μάλιστα κύριε», είπα. «Μου επιτρέπετε να πάω να σας την φέρω, κύριε;»
«Σου επιτρέπω...»
«Μάλιστα, κύριε».

Σηκώθηκα και με γρήγορες κινήσεις εκτέλεσα την επιθυμία του. Επέστρεψα κρατώντας το μπουκάλι και ένα ποτήρι στα χέρια μου. Του τα πρόσφερα.

«Την επόμενη φορά που θα έρθω θέλω να έχει μερικά ποτήρια στην κατάψυξη κουτάβι», είπε. «Ο κύριός σου θέλει την μπύρα του πολύ παγωμένη. Τώρα, για πρώτη φορά, σε συγχωρώ».
«Ευχαριστώ κύριε. Είστε πολύ καλός κύριε».
«Αχού, το καλό μου», είπε με χαρά. «Καλέ κοίτα να δεις τι καλά που έμαθε να μιλάει το κουταβάκι μου. Μπράβο. Αρχίζεις και στρώνεις πολύ καλά».

Θα ακουστεί χαζό και ίσως λιγάκι παράλογο αυτό που θα πω, αλλά αυτά του τα λόγια με έκαναν να νιώσω περηφάνια. Για κλάσματα δευτερολέπτου ένιωσα σαν να βρισκόμουν και πάλι στα γόνατα του παππού μου, που μετά από ένα γερό χέρι ξύλο με κανάκευε και με συνέχαιρε για την βελτιωμένη συμπεριφορά μου.

Αυτός ο άνθρωπος είχε κατά κάποιον τρόπο έρθει απρόσκλητος στο σπίτι μου, με είχε προσβάλει, με είχε δέσει, με είχε δείρει, με είχε υποβιβάσει σε υπάνθρωπο, και εγώ, αντί να κάνω κάτι, χαιρόμουνα που μου είπε ένα μπράβο. Μήπως τελικά είχε δίκιο ο κύριος Θανάσης; Μήπως πραγματικά είχα ανάγκη από έναν αυταρχικό κύριο να με ορίζει; Παραλίγο να αφαιρεθώ ξανά στις σκέψεις μου όταν η φωνή του κύριου Θανάση με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Σου μιλάω σκυλί, δεν ακούς;»
«Ε;... Σας ακούω κύριε. Στις υπηρεσίες σας κύριε!»
«Πού ταξίδευες πάλι; Θες ξανά επανάληψη το μάθημα;»
«Όχι κύριε. Παρακαλώ συγχωρέστε με. Ένα λεπτό ήταν μόνο. Δεν θα επαναληφθεί».
«Σκύψε να φας το χαστούκι σου, έτσι για το καλό».
Έσκυψα και έφαγα το χαστούκι μου. Ένοιωσα το πέος μου να σκληραίνει.
Είμαι πολύ ανώμαλος τελικά, σκεφτικά από μέσα μου. Πρέπει να είμαι πραγματικά μαζόχας.
«Λοιπόν...» είπε ο κύριος Θανάσης. «Λέω να γαμήσουμε λίγο αυτό το κωλαράκι που τ’ αφήσαμε παραπονεμένο. Τι λες; Θέλεις;»
«Ό,τι θέλει ο κύριος, κύριε».
«Α! Εσύ τα πας πολύ καλά! Καλό κουτάβι. Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε. Θα σε πάρω και θα σου δέσω τα χέρια στα πόδια του μεγάλου καναπέ. Θα είσαι το πάτωμα. Θα σου τουρλώσω το κωλαράκι και μετά θα στο ξεσκίσω. Αλλά για αρχή θα σου δέσω τα μάτια για να μην βλέπεις. Κατάλαβες μικρέ;»
«Μάλιστα κύριε. Στις διαταγές σας κύριε».
«Εύγε. Σκύψε όπως είπαμε και πάρε θέση».

Ξάπλωσα στο πάτωμα και τέντωσα τα χέρια μου. Ο κύριος Θανάσης μου τα έδεσε με αλυσίδες όπως είχε πει, και μετά από λίγο μου έσφιξε ένα πανί γύρω από τα μάτια για να μην βλέπω. Με πρόσταξε να ανασηκώσω την λεκάνη μου και το έπραξα.

«Μην κουνηθείς σκυλί, επιστρέφω αμέσως» είπε. Τον άκουσα να απομακρύνεται και να ξεκλειδώνει την πόρτα, να την ανοίγει και να βγαίνει έξω.



Υπολόγισα πως θα είχαν περάσει περίπου δέκα λεπτά μέχρι να επιστρέψει ο κύριος Θανάσης, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως μου φάνηκαν αιώνες.

«Να σου το καλό μου το σκυλάκι. Με περίμενες μικρέ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Λοιπόν; Πως νιώθεις; Έχει χαλαρώσει καθόλου οι τρυπούλα σου;»
Δίστασα λίγο.
«Στον κύριό σου θα λες πάντα την αλήθεια κουτάβι, ακόμη κι αν δεν είναι αυτό που θέλω ν’ ακούσω».
«Μάλιστα κύριε».
«Λοιπόν;»
«Δεν νομίζω κύριε. Με αγχώσατε που ξεκλειδώσατε την πόρτα και βγήκατε έξω. Νομίζω πως αντί να χαλαρώσω έχω σφιχτεί παραπάνω».
«Χμμ... Αυτό δεν είναι και τόσο κακό. Το αντίθετο. Νομίζω πως θα είναι πιο απολαυστικό. Λοιπόν... Ας μην χρονοτριβούμε...»

Τον ένιωσα να κάθεται στα γόνατα από πίσω μου και να απλώνει τα χέρια του πάνω στα καπούλια μου. Η αλήθεια είναι πως μετά από τόση προσμονή, ένοιωθα πως η επικείμενη διείσδυση θα ήταν ένα πραγματικά ευχάριστο διάλειμμα μετά από τόσο ξύλο που είχα φάει. Έβγαλα ένα μουγκανητό καύλας. Με πασπάτευε σε όλη την πίσω περιοχή. Έσφιγγε, χάιδευε, έδινε μικρές μπατσιές.

Ξαφνικά γράπωσε με τα δυο του χέρια το λάστιχο του σλίπ και μου το κατέβασε στα γόνατα. Ένιωθα τα κωλομάγουλά μου ανοιχτά και τον πρωκτό μου πλήρως εκτεθειμένο. Ήθελα όσο τίποτα να νιώσω τον κύριο να μπαίνει με ορμή μέσα μου.

«Έτοιμος μικρέ να φας τον πούτσο που σου αξίζει;»
«Μάλιστα κύριε», απάντησα.
«Πες στον κύριό σου πόσο πολύ τον θέλεις...»
«Σας θέλω πολύ κύριε. Θέλω να πάρετε τον πούτσο σας και να τον χώσετε μέσα μου. Θέλω να με γαμήσετε κύριε».
«Ακριβώς!» φώναξε με ικανοποίηση. «Και γιατί θα σε γαμήσω μικρέ;»
«Γιατί είμαι ένα σκουπίδι κύριε. Ένα ανδρείκελο είμαι. Δεν αξίζω να έχω τ’ αρχίδια και τον πούτσο που έχω στα σκέλια μου κύριε. Είμαι ένα τίποτα».
«Ακριβώς κουτάβι! Είσαι ένα τίποτα! Και είναι μεγάλη σου τιμή που ένας αληθινός άνδρας σαν και του λόγου μου κάθεται κι ασχολείται μαζί σου. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα κύριε. Πραγματικά είναι τιμή μου και σας είμαι ευγνώμων κύριε. Σας εκλιπαρώ να με γαμήσετε χωρίς έλεος. Χρησιμοποιήστε με όπως θέλετε».
«Αυτό ακριβώς περίμενα ν’ ακούσω! Και αυτό ακριβώς θα κάνω!» ούρλιαξε.

Ένοιωσα τα δυο του χέρια να γραπώνουν και να ανοίγουν τα κωλομάγουλά μου για να εκτεθεί η τρύπα μου όσο γινότανε περισσότερο. Μου έφτυσε τον πρωκτό και μου έβαλε δάχτυλο. Ήμουν σφιχτός και έβγαλα ένα βογκητό πόνου. Συνέχισε να φτύνει και να σαλιώνει με τα δάχτυλά του τον πρωκτό μου ώσπου σιγά-σιγά άνοιξα αρκετά ώστε να μου βάλει και τρίτο δάχτυλο. Ένοιωσε πως ήμουν έτοιμος.

Σύρθηκε κοντά μου και κόλλησε πίσω μου. Ένοιωσα τον ζεστό παλλόμενο πουτσοκέφαλό του να ακουμπάει στον υγραμένο με σάλιο πρωκτό μου. Από την υφή κατάλαβα πως φορούσε προφυλακτικό. Αυτό με καθησύχασε, μιας και μου έδωσε να καταλάβω πως πάνω από όλα έβαζε την δική του και την δική μου ασφάλεια. Ο κύριος ήτανε πολύ καλός.

Πίεσε την λεκάνη του μπροστά και τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου. Ήταν μεγάλος! Με πονούσε. Βόγκηξα και ακούσια σφίχτηκα. Δεν πτοήθηκε και συνέχισε να σπρώχνει. Έμπαινε με βία μέσα μου και πονούσα. Κλαψούρισα και έβγαλα πονεμένους λαρυγγισμούς. Αλύπητος. Συνέχισε να σπρώχνει. Επιτέλους πέρασε το δύσκολο σημείο και τώρα γλιστρούσε βαθιά μέσα μου. Πονούσα, αλλά σιγά-σιγά ο πόνος γινότανε υποφερτός. Άρχισε τις παλινδρομήσεις. Αργά στην αρχή, επιταχύνοντας όμως σταθερά. Σύντομα είχε βρει τον ρυθμό του και ξέσκιζε με ορμή τον πάτο μου.

Ήμουνα στα ουράνια. Ο κύριος ήτανε εκπληκτικός γαμιάς. Άλλαζε ρυθμό, γράπωνε τον κώλο μου και τον ζουλούσε, βάραγε δυνατά χαστούκια, με άρπαζε δυνατά από την μέση και με τραβούσε πάνω στο προικισμένο πέος του. Αυτό είναι αληθινό αρσενικό, σκέφτηκα από μέσα μου. Όλα ήτανε τέλεια, ώσπου ένιωσα μια ανάσα δίπλα στο αυτί μου. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε η φωνή του κυρίου ακουστικέ.
«Το απολαμβάνουμε μικρέ;»

Πάγωσα. Η στάση του σώματος που βρισκότανε πίσω μου δεν συμφωνούσε με την φωνή που άκουσα δίπλα στο αυτή μου. Τα πόδια του, τα χέρια του γύρω από την μέση μου, το βάρος όπως το ένιωθα πάνω μου... Το κεφάλι του κυρίου δεν θα μπορούσε να είναι τόσο κοντά στο αυτί μου.

«Τι έγινε; Γιατί κοκάλωσες κουτάβι;»
«Κύριε;»
«Ναι κουτάβι;»
«Είστε... δίπλα μου;»

Ένιωσα ένα δυνατό σκαμπίλι. Τώρα ήμουνα βέβαιος. Απ’ όσο θυμόμουν, ο κύριος δεν είχε τρία χέρια. Ένιωθα σταθερά δυο χέρια γραπωμένα στα πλάγια της λεκάνης μου και το πέος του άντρα στον οποίον άνηκαν να συνεχίζει ακάθεκτα τις συνεχείς παλινδρομήσεις μέσα στον πρωκτό μου. Το τρίτο που με χαστούκισε ανήκε σε κάποιον άλλο.

Όχι! Όχι! Το θολωμένο μου μυαλό τα μπέρδεψε. Αυτό που με χαστούκισε ήταν το χέρι του κύριου Θανάση. Τα χέρια τυλιγμένα γύρω μου και το πέος που με γαμούσε ανήκανε σε άλλον άνθρωπο!! Μα... Ποιος μου γαμούσε τον κώλο;!

«Σε απασχολεί τίποτα, κουτάβι;» ρώτησε η φωνή του κύριου Θανάση δίπλα στο αυτί μου.
Άρχισα να κλαψουρίζω από φόβο και αγωνία.
«Σας παρακαλώ κύριε. Ποιος είναι μαζί σας; Τι συμβαίνει; Πόσοι είστε στο δωμάτιο και τι μου κάνετε;»
«Καλά... Χαζό είσαι παιδάκι μου;» απάντησε ο κύριος Θανάσης με ειρωνικό τόνο στην φωνή του. «Σου ξεσκίσουμε τον κώλο. Αυτό κάνουμε».
«Σας παρακαλώ κύριε. Ξέρετε τι εννοώ... Ποιος είναι πίσω μου; Τι συμβαίνει;»

Ο άντρα πίσω μου συνέχιζε ακάθεκτος το έργο του. Παρόλο το άγχος μου, ο πρωκτός μου είχε χαλαρώσει τελείως και δεχότανε ακάθεκτα τα συνεχή σφυροκοπήματα του πέους του άγνωστου πίσω μου.

«Α... Αυτός είναι ένας φίλος μου. Είναι πολύ ταλαιπωρημένος ο καημένος και είχε πολύ καιρό να γαμήσει. Του πρότεινα λοιπόν να έρθει το βράδυ από δω να ξεχαρμανιάσει και να χαρεί κι αυτός λιγάκι. Καλά δεν έκανα;»
«Για όνομα του Θεού!» φώναξα. «Υποτίθεται πως ό,τι κάνουμε είναι μυστικό και το κάνουμε αναμεταξύ μας! Δεν είμαι καμιά πουτάνα!» ξέσπασα.

Δέχτηκα απανωτά δυο δυνατά χαστούκια σε κάθε μάγουλο. Ζαλίστηκα ελαφρά και έπεσα με τα μούτρα στο πάτωμα. Αδιάφορος ο από πίσω μου δεν σταμάτησε να διακορεύει τον πάτο μου.

«Είσαι εδώ για να κάνεις ό,τι σου πω εγώ!!» Ούρλιαξε δυνατά ο κύριος Θανάσης. Είσαι εδώ για να εκτελείς τις επιθυμίες μου, όποιες κι αν είναι αυτές! Και απαιτώ να μου έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη, σκουλήκι! Άμα γουστάρω φέρνω όλο τον λόχο να σε γαμήσει παλιόπουστρα! Γιατί αυτή είναι η επιθυμία μου και θα κάνεις ό,τι σου πω εγώ! Το κατάλαβες μωρή ξεφυλλισμένη πούστρα;!»

Κλαψούρισα. Είχα φοβηθεί. Όλη η εμπιστοσύνη που είχα στο άτομό του είχε εξανεμισθεί στην στιγμή. Επιτέλους! Ποιος είναι αυτός ο άλλος πίσω μου;

«Σας παρακαλώ κύριε... Μη μου το κάνετε αυτό... Φοβάμαι...»
«Φοβάσαι;»
«Φοβάμαι... πολύ!»
«Αχ... χαζό κουτάβι. Δεν είπαμε πως δεν πρέπει να με φοβάσαι. Πως εγώ είμαι εδώ για να διευρύνω τα όριά σου και να σε κάνω ευτυχισμένο με τον τρόπο μου; Εγώ για σένα δουλεύω βρε. Και θα στο αποδείξω τώρα αμέσως», είπε.

Ένιωσα τα χέρια του πίσω στο κεφάλι μου μα λύνουν τον κόμπο του μαντιλιού που σκέπαζε τα μάτια μου και με μια κίνηση μου το έβγαλε.
«Ορίστε, δες και μόνος σου ποιος σε γαμάει», είπε.

Γύρισα το κεφάλι μου όσο μπορούσα, για να μάθω την ταυτότητα του ανθρώπου που τόση ώρα γαμούσε ασταμάτητα τον κώλο μου. Χρειάστηκα λίγα δευτερόλεπτα για να συνηθίσω το φως και να καταφέρω να εστιάσω σωστά. Αυτό που είδα μου πάγωσε το αίμα. Ο άντρα που γαμούσε των κώλο μου ήτανε ο Φαρούκ!



Το όλο αίσθημα παγομάρας που ένιωσα εκείνη την στιγμή δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις. Ένα κύμα μεγάλης ντροπής με σκέπασε, μόνο και μόνο για να ακολουθήσει κι ένα μεγάλο κύμα θυμού. Από την μία είχα έναν σαραντάχρονο νταβραντισμένο αλλοδαπό εργάτη, δικό μου εργάτη, να με γαμάει με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό του, και από την άλλη είχα δίπλα μου τον κύριο Θανάση να με κοιτάζει με παρόμοιο βλέμμα, τον κύριο Θανάση που ένιωσα πως με πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο.

Ο Φαρούκ συνέχιζε ακάθεκτος, αστράφτοντάς μου πού και πού μερικά γερά σκαμπίλια στον κώλο.

«Τι έχεις;» με ρώτησε ο κύριος Θανάσης. «Δεν απολαμβάνεις το γαμησάκι σου;»
«Νιώθω πως θα κάνω εμετό...»
Μου άστραψε το καθιερωμένο χαστούκι. «Ξέχασες να πεις την μαγική λέξη μικρέ».
«Για όνομα του Θεού! Δεν είναι ώρα για τέτοια!» φώναξα δείχνοντας επίτηδες ανυπακοή.

Ακολούθησε ένας καταιγισμός από χαστούκια όχι μόνο στα μάγουλα άλλα και σε όλο το κεφάλι. Ο κύριος Θανάσης με χτυπούσε παντού και με έβριζε με τα πιο χυδαία λόγια. Όταν ηρέμησε λίγο πήρε πάλι τον λόγο.

«Αν τολμήσεις ποτέ να μου ξαναμιλήσεις με αυτόν τον τρόπο, σου ορκίζομαι πως σε κάνω να το μετανιώσεις τόσο πικρά που θα παρακαλάς να μην είχες βγει ποτέ από το γαμημένο μουνί της μάνας σου! Κατάλαβες μικρέ;!»
«Μάλιστα, κύριε», κλαψούρισα με τα μούτρα μου κολλημένα στο πάτωμα.
«Έχουμε μια συμφωνία. Θα μ’ εμπιστεύεσαι ό,τι κι αν είναι. Εγώ αποφασίζω τώρα για σένα. Εγώ θα σου λέω με ποιον και πώς θα γαμιέσαι. Το κορμί σου μου ανήκει! Έτσι συμφωνήσαμε. Και αν εγώ γουστάρω να το προσφέρω στον φίλο μας από δω, δικός μου λογαριασμός και όχι δικός σου! Κατάλαβες;»

Ο Φαρούκ είχε μάλλον πιαστεί απροετοίμαστος για τον έντονο ξυλοδαρμό μου και είχε σταματήσει να με γαμάει. Τον ένιωθα ακίνητο, βιδωμένο μέσα μου. Με ένα νεύμα ο κύριος Θανάσης τον προέτρεψε να συνεχίσει σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ο Φαρούκ πήρε πάλι μπρος, διστακτικά στην αρχή, αλλά βρίσκοντας γρήγορα πάλι τον ρυθμό του. Δεν το συνειδητοποίησα τότε, αλλά ο Φαρούκ είχε μεγάλες αντοχές και μπορούσε, όπως διαπίστωσα αργότερα, να κάνει έρωτα για πάρα πολύ ώρα, σε σημείο που καταντούσε κουραστικό.

«Νιώθεις πως μπορείς να ζητήσεις μια συγνώμη;» με ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
«Συγνώμη για ποιο πράγμα;» τον ρώτησα.
Άλλο ένα δυνατό χαστούκι με βρήκε στο πρόσωπο.
«Για το γεγονός πως αυθαδιάζεις και πως αμφισβητείς τις αποφάσεις μου».
«Μα... κύριε... Παραβιάσατε την συμφωνία μας, κύριε. Είχατε πει πως δεν θα το λέγατε σε—»
«Υποσχέθηκα πως δεν θα σου καταστρέψω την ζωή κάνοντάς σε βούκινο. Δεν είπα πως δεν μπορώ να σε μοιράζομαι. Μην τολμήσεις να με ξαναποκαλέσεις ψεύτη, γιατί πραγματικά θα σε κάνω να ματώσεις».
«Μάλιστα, κύριε», είπα και υπέκυψα. Στην κατάστασή μου δεν είχα περιθώρια. Ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Στο κάτω-κάτω, ο Φαρούκ πάντα δεν μου άρεζε; Καιρό τώρα δεν είχα φαντασιώσεις μαζί του; Γιατί λοιπόν να νιώθω τόσο άσχημα; Κατά κάποιον τρόπο ο κύριος Θανάσης πραγματοποιούσε μια καλά κρυμμένη επιθυμία μου.
«Περιμένω...»
«Τι;... Κύριε;... Α!... Συγνώμη, κύριε».
«Έτσι μπράβο», καλό σκυλί. «Ο κύριός σου νοιάζεται μόνο για το καλό σου. Θ’ αργήσεις ίσως λίγο να το καταλάβεις, αλλά με τον καιρό...»

Ο Φαρούκ πίσω μου άρχισε να βογκάει όλο και πιο δυνατά ενώ ταυτόχρονα οι διεισδύσεις του γινόντουσαν πιο βίαιες. Ήταν ξεκάθαρο πως ετοιμαζότανε να εκσπερματώσει. Πράγματι. Με γράπωσε δυνατά και μπήκε όλος μέσα μου. Με κράτησε βιδωμένο πάνω στο πέος του. Με μερικούς σπασμούς έβγαλε το πολύτιμο υγρό του, εκστομίζοντας ταυτόχρονα μερικές ακαταλαβίστικες λέξεις στην μητρική του γλώσσα.

«Έχυσε ο μασκαράς», είπε ο κύριος Θανάσης. «Αν κρίνω από το χαμόγελό του θα πρέπει να ευχαριστήθηκε πάρα πολύ ο άτιμος. Θα πρεπε να ντρέπεσαι που από την μια τον γούσταρες κι από την άλλη του το στερούσες όλον αυτόν τον καιρό...»
«Δεν καταλαβαίνω κύριε...»
«Με τον φίλο μας είχαμε μια κουβεντούλα στην καρότσα του φορτηγού, αν θυμάσαι. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να μου πει ο τύπος, πως αυτός και οι φίλοι του, είχαν καταλάβει από καιρό τα γούστα σου από τον τρόπο που τους χαλβάδιαζες. Έτσι του είπα στα ίσα πως αν το βράδυ ερχότανε από δω, θα τα κανόνιζα να σου ρίξει ένα γαμήσι. Φαντάσου την χαρά του, μετά από και γω δεν ξέρω πόσους μήνες αποχής... Κοίτα το χαμόγελό του...»

Έστεψα πάλι το βλέμμα μου και είδα τον ιδρωμένο πρόσωπο του Φαρούκ που είχε στολιστεί από ένα χαμόγελο. Τα λευκά του δόντια έκαναν ισχυρή αντίθεση στο σκουρόχρωμο δέρμα του. Πριν αρχίσει να με ενοχλεί ο λαιμός μου πρόλαβα και θαύμασα για άλλη μια φορά το μυώδες και γεροδεμένο του σώμα.

«Πες μου τώρα την αλήθεια. Σου άρεσε το γαμήσι που σου ριξε; Θέλω την αλήθεια όμως», ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
Πάλεψα για λίγο με τον εγωισμό μου. Άνοιξα το στόμα μου για να απαντήσω αλλά με πρόλαβε.
«Την αλήθεια, σε παρακαλώ...»
«Νομίζω πως εάν έλεγα πως δεν το ευχαριστήθηκα θα ήμουν ψεύτης, κύριε. Αλλά...»
«Αλλά σ’ ενοχλεί που είναι Πακιστανός; Που είναι ξένος; Μετανάστης;»
«Μάλιστα κύριε. Νομίζω πως ναι...»
«Το ξέρω. Γι’ αυτό και έκανα ό,τι έκανα. Έπρεπε να σπάσω τον τσαμπουκά σου. Όλα μέσα στο μυαλό είναι. Σύντομα θα διαπιστώσεις και μόνος σου πως είσαι απλώς μια τρύπα για να γαμάνε οι άντρες. Άντρες αληθινοί, με πούτσα και αρχίδια που ξέρουν να τα χρησιμοποιούν. Όχι πουστράκια σαν και σενα...»

Τα λόγια του με πονούσαν. Με χτυπούσαν στην ευαίσθητη χορδή του εγωισμού μου. Αλλά είχε τόσο άδικο; Δεν γούσταρα τους άντρες; Δεν γούσταρα τον Φαρούκ; Δεν καύλωσα όταν ο κύριος Θανάσης με είχε δεμένο και με τσάκιζε στο ξύλο; Ήμουν μπερδεμένος, αλλά δεν ένιωθα και πως ήθελα να πεθάνω από την ντροπή μου.

Ο Φαρούκ, που το πέος του είχε μαλακώσει πλέον, βγήκε από μέσα μου αφήνοντας μου ένα αίσθημα κενού. Σηκώθηκε όρθιος. Ο κύριος Θανάσης του είπε χρησιμοποιώντας κατανοήσιμα αγγλικά να κάτσει στον καναπέ μπροστά μου.

«Πες ένα ευχαριστώ του ανθρώπου βρε ζώο», είπε έντονα ο κύριος Θανάσης.
«Θανκ γιου σερ», ευχαρίστησα τον Φαρούκ στα αγγλικά. Έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο.
«Είδες βρε πόσο καλό είναι να προσφέρεις λίγη χαρά στον κόσμο; Αφού έχεις τέτοιο καλό κωλαράκι, γιατί του το στερούσες τόσον καιρό; Γιατί να πηγαίνει χαμένη μια ζεστή τρύπα σαν την δικιά σου και να μην προσφέρει τις υπηρεσίες της στ’ αρσενικά; Λόγο περηφάνιας;... Τι σκατά περηφάνια να έχει ένα σκυλί σαν και σένα; Έχω άδικο;»
«Όχι, κύριε», απάντησα.
«Πολύ ωραία. Χαίρομαι που συμφωνείς», είπε ο κύριος Θανάσης που σηκώθηκε όρθιος.

Κάτι ψιθύρισε στον Φαρούκ που δεν μπόρεσα να το ακούσω. Ξαφνικά ένιωσα τον προφυλακτικό που φορούσε ως τότε στο πέος του να σκάει στα μούτρα μου. Έμεινε εκεί να κρέμεται στο πρόσωπό μου γαντζωμένο στα μαλλιά μου.

«Τώρα θα σε λύσω κουτάβι», πήρε πάλι τον λόγο ο κύριος Θανάσης. Θα πάς στο μπάνιο να σκουπίσεις την τρύπα σου και θα έρθεις πάλι εδώ μπροστά μας. Θα ξαπλώσεις στο πάτωμα μπροστά στον καναπέ για να χουμε κάπου ν’ ακουμπάμε τα πόδια μας. Το καλό που σου θέλω να κάνεις γρήγορα».
«Μάλιστα, κύριε».
Σηκώθηκα και έτρεξα στο μπάνιο να εκτελέσω της διαταγές του κύριου Θανάση.



Όταν επέστρεψα μετά από δυο λεπτά, βρήκα τους άνδρες να κάθονται δίπλα-δίπλα στον καναπέ και να συζητάνε μεταξύ τους σε χαμηλούς τόνους. Φαινόντουσαν σαν δύο φίλοι που απλώς κάθονταν και τα λέγανε. Ο κύριος Θανάσης μου έριξε ένα πλάγιο βλέμμα που μου θύμισε τις εντολές που μου είχε δώσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη πλησίασα και ξάπλωσα μπρούμυτα μπροστά τους. Ο κύριος Θανάσης σήκωσε τα πόδια του και τα ακούμπησε στην πλάτη μου και προέτρεψε το Φαρούκ να κάνει το ίδιο.

«Λοιπόν κουτάβι; Ευχαριστημένη η τρυπούλα σου;» ρώτησε ο κύριος Θανάσης.
«Μάλιστα, κύριε. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, κύριε», απάντησα.
«Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς κουτάβι. Ευχαρίστησή μου». Γύρισε και κοίταξε τον Φαρούκ. «Ο φίλος μας από δω έχει κατευχαριστηθεί μαζί σου. Κι ανυπομονεί να του ξαναπροσφέρεις τις υπηρεσίες σου...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ο Φίλος μας θα πρέπει να φύγει σε λίγο, αλλά πρώτα θέλω να σ’ ενημερώσω για την κατάσταση.
»Ο Φαρούκ γίνεται κάτι σαν επιστάτης μου στο σπίτι σου για όσο διάστημα θα λείπω. Θα είναι υπεύθυνος για την εκπαίδευσή σου, και εσύ θα τον ανταμείβεις προσφέροντας τις υπηρεσίες σου...»
Έκανε μία επιδεικτική παύση για να εξετάσει τις αντιδράσεις μου που ήταν μάλλον απαθείς. Η όλη εμπειρία είχε αρχίσει να επιδρά στην ψυχολογία μου που γινότανε πολύ πιο δεκτική και παθητική.

«Όταν εγώ θα λείπω λοιπόν», ξαναπήρε τον λόγο ο κύριος Θανάσης, «θα φέρεσαι στον Φαρούκ σαν να είναι εγώ. Μην ταράζεσαι όμως... Του εξήγησα και του ξεκαθάρισα πως ό,τι γίνεται θα γίνεται μέσα στους τοίχους αυτού του σπιτιού. Στα χωράφια θα εξακολουθεί να είναι στο πόστο του, και μπροστά σε άλλους θα φέρεστε μεταξύ σας όπως και τώρα.
»Μέσα στο σπίτι όμως τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Θα έρχεται και θα φεύγει ό,τι ώρα θέλει. Θα σου ζητάει και θα του κάνεις ό,τι σου ζητάει. Μαγείρεμα, πλύσιμο, σέξ, ό,τι θέλει. Θα έχει και το δικαίωμα να σε τιμωρεί, όπως του εξήγησα. Θα σου ρίχνει χαστούκια, κι’ αν είσαι πολύ κακό παιδί, θα σε μαστιγώνει με τα εργαλεία που έχω στην τσάντα και που θ’ αφήσω εδώ στο σπίτι σου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»

«Μάλιστα, κύριε».
«Έχεις καμία απορία ως εδώ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Μπορείς να ρωτήσεις».
«Ο Φαρούκ θα κρατήσει τον λόγο του; Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε;»
Ο κύριος Θανάσης μετέφρασε στα αγγλικά τα λόγια μου.
Ο Φαρούκ σηκώθηκε από τον καναπέ, έσκυψε μπροστά μου, και αφού μου ανασήκωσε το κεφάλι, μου άστραψε ένα πολύ δυνατό χαστούκι στο μάγουλο.
«Όταν ο Μουσουλμάνος δίνει τον λόγο του, τον κρατάει κύριε», μου είπε με τα άπταιστα αγγλικά του.
«Είδες κουτάβι τι καλά που ξέρει και σε χειρίζεται;» πήρε πάλι τον λόγο ο κύριος Θανάσης. «Άλλη φορά μην τον προσβάλεις έτσι. Ευχαρίστησέ τον για την καλοσύνη του και τον κόπο που έκανε να σε σωφρονίσει...»
«Θανκ γιού σερ», είπα πάλι στα αγγλικά.
Ο Φαρούκ έκατσε πάλι στην θέση του.
«Καμία άλλη ερώτηση κουτάβι;»
«Όχι, κύριε».

«Πολύ ωραία. Νομίζω πως τελειώσαμε τότε. Ξεκαθαρίσαμε τα πράγματα. Κάτι τελευταίο. Όταν δεν θα υπακούς τον Φαρούκ, ή κάνεις κάτι που δεν συμφωνεί με όσα είπαμε, θα με παίρνει τηλέφωνο και θα με ενημερώνει. Και όταν θα έρθω την άλλη Παρασκευή το απόγευμα για να περάσω εδώ με το σκυλί μου το σαββατοκύριακο, θα σε τιμωρώ κι εγώ για τα σφάλματά σου.
»Τώρα, σήκω όρθιος και ντύσε τον κύριο Φαρούκ, έτσι θα τον λες από τώρα, και ξεπροβόδισέ τον σαν καλό παιδί. Τα ρούχα του είναι εκεί στην καρέκλα.

Πήρα τα ρούχα από το σημείο όπου μου είχε υποδείξει και επέστρεψα για να ντύσω τον κύριο Φαρούκ που είχε σηκωθεί όρθιος και περίμενε. Του πέρασα στα πόδια τα εσώρουχο, του φόρεσα το παντελόνι και το πουκάμισο, και τέλος του έδεσα τα παπούτσια.

Όπως καθόμουνα στα γόνατα, ο κύριος Φαρούκ μου γράπωσε το κεφάλι με τα δυνατά του χέρια και μου έτριψε τον καβάλο του στο πρόσωπο βγάζοντας σιγανούς γρυλισμούς. Μου έδωσα να καταλάβω πως ήθελε να τον φιλήσω. Του τον φίλησα και τον ευχαρίστησα. Φάνηκε να ικανοποιείται.

Τον συνόδεψα έξω όπου τον καληνύχτισα και τον είδα να χάνεται στο σκοτάδι, περπατώντας προς τους κοιτώνες των εργατών, με φανερά ευχάριστη διάθεση.



Όταν επέστρεψα μέσα, βρήκα τον κύριο Θανάση να με περιμένει όπως τον είχα αφήσει.

«Έχεις τίποτα να πεις;» με ρώτησε.
«Όχι, κύριε».
«Πολύ ωραία... Πλησίασε. Θέλω κι εγώ να εκτονώσω λιγάκι τις ορμές μου πριν πέσω για ύπνο. Έλα και κάτσε μπροστά μου. Θέλω να μου πλύνεις τα πόδια με την γλώσσα σου».

Έπεσα με τα μούτρα στο πάτωμα και άρχισα να του γλύφω τις πατούσες. Ήταν λίγο δύσκολο στην αρχή, μιας και ήταν ψιλοσκονισμένες, αλλά μετά το πρώτο πέρασμα με σάλιο, η γλώσσα μου γλιστρούσε πιο εύκολα.

«Έτσι, πούστη», βόγκηξε με ηδονή. «Γλύψε καλά. Κι ανάμεσα στα δάχτυλα. Θέλω να τα γυαλίσεις...»

Του έγλυφα τις πατούσες και πιπιλούσα τα δάχτυλα του για αρκετή ώρα. Το δερμάτινο εσώρουχο που φορούσε μπορεί να ήταν φτιαγμένο από σκληρό δέρμα, αλλά το είδα να κουνιέται μερικές φορές, προφανώς από μια μεγάλη στύση που έκρυβε μέσα του. Ο κύριος Θανάσης πρέπει να απολάμβανε το πλύσιμο.

«Έτσι μπράβο σκυλί... Τώρα ανέβα πιο πάνω. Γλύψε μου τα μπούτια...»
Έκανα όπως με διέταξε.
«Και από μέσα πούστη», γρύλισε μέσα από τα δόντια του.

Έγλυφα τα σκληρά και μυώδη μπούτια του που καλύπτονταν από σκούρες τρίχες. Μετά βούτηξα ανάμεσα στα σκέλια του γλύφοντας τους εσωτερικούς μηρούς ενώ το κεφάλι μου τριβότανε επάνω στον καβάλο του.

«Γαμώ το στανιό μου! Είσαι τέλειος μικρέ...» είπε.

Με αναπτερωμένο αίσθημα περηφάνιας έβαλα τα δυνατά μου ώστε να γλύψω και να υγράνω με το σάλιο μου κάθε του σπιθαμή, ερεθίζοντας όσο γινότανε περισσότερα νεύρα και να τσιγκλήσω όσο περισσότερους τένοντες μπορούσα. Από τα διάφορα βογκητά του, καταλάβαινα ποια είναι τα σημεία που τον ερέθιζαν πιο πολύ.

Κάποια στιγμή, πάνω στην έξαψή μου, έγλυψα με δύναμη τον καβάλο του πάνω από το δερμάτινο σλιπ που φορούσε. Πριν προλάβω να αντιδράσω, έφαγα ένα χαστούκι στο μάγουλο, μόνο και μόνο για να ακολουθήσει και μια ανάποδη στο άλλο. Βρέθηκα πάλι πεσμένος στο πάτωμα.

«Σου έδωσα άδεια ν’ αγγίξεις τον πούτσο μου μαλακισμένο;» φώναξε δυνατά.
«Όχι, κύριε», απάντησα.
«Τότε γιατί τόλμησες να τον αγγίξεις;»
Έμεινα αμίλητος. Δεν ήξερα τι να απαντήσω.
«Από δω και μπρος να θυμάσαι πως κάποια σημεία του κορμιού μου είναι ιερά για σένα. Απαγορεύεται να τ’ αγγίζεις. Ό,τι κι αν κάνεις, μα ό,τι κι αν κάνεις, δεν θ’ απλώνεις χέρια-πόδια πιο πάνω απ’ τον λαιμό μου. Τ’ ακούς;! Θα με γλύφεις όπου σου λέω εγώ, θα κάνεις ότι λέω εγώ, αλλά ποτέ δεν θα τολμήσεις να γλύψεις ή να φιλήσεις ή ν’ ακουμπήσεις το κεφάλι μου. Κατάλαβες;!»
«Μάλιστα, κύριε».

«Ωραία. Το ίδιο ισχύει για τον κώλο μου. ΜΗΝ διανοηθείς καν ν’ απλώσεις χέρι εκεί πίσω. Δεν είμαι πούστης σαν και σένα γω! Όσο για τον πούτσο μου, θα έχεις δικαίωμα να τον πιάσεις, να τον γλύψεις και να τον χαρείς, μόνο όταν το έχεις κερδίσει με την αξία σου και σου έχω δώσει την άδεια! Κατανοητόν κοπρόσκυλο;»
«Μάλιστα, κύριε».

«Ωραία. Ο γενικός κανόνας είναι΄, πως όποιο σημείο του σώματός μου είναι καλυμμένο με κάτι, δεν είναι γυμνό δηλαδή, δεν είναι για σένα. Γι’ αυτό και φοράω αυτό που φοράω. Το κεφάλι, εννοείται ότι είναι ειδική περίπτωση και γι’ αυτό στο ανέφερα πρώτο-πρώτο... Κατάλαβες ρε τσογλάνι;»
«Μάλιστα, κύριε. Συγνώμη, κύριε. Δεν θα επαναληφθεί κύριε».

«Έτσι μπράβο... Για πρώτη φορά θα σε συγχωρήσω. Τώρα στρώσου πάλι στην δουλειά σαν καλό σκυλί που είσαι».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησα και έπεσα πάλι στα τέσσερα να γλύφω και να μουσκεύω τα σκέλια του κύριου Θανάση.
«Ωραία, τώρα την κοιλιά πούστη», είπε ξαφνικά δίνοντας μου σήμα να ανέβω πιο ψηλά.

Χώθηκα μέσα στα βρεγμένα σκέλια του και άρχισα να γλύφω την πεταχτούλικη κοιλιά του. Δεν είχε τρίχες αρκούδας αλλά είχε αρρενωπή τριχοφυΐα που δυσκόλευε την γλώσσα μου. Μέχρι να μουσκέψει βέβαια, γιατί μετά γλιστρούσε πάνω-κάτω από μόνη της.

«Έτσι κοπρόσκυλο, έτσι... Γλύφε τον κύριό σου τσογλάνι», βόγκηξε.

Τον έγλυφα παντού. Γύρω από τον αφαλό, πάνω-κάτω, την μέση, τα πλάγια.
Μετά από λίγο μου έδωσε την εντολή-άδεια να γλύψω τις ρόγες του.

«Απαλά όμως ε; Χωρίς δόντια και μαλακίες. Αλλιώς θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις», διευκρίνισε.

Ήξερα πλέον αρκετά ώστε να μην τολμήσω να παραβώ τις οδηγίες του. Γιατί πράγματι θα με γαμούσε, αλλά όχι όπως μου άρεζε, αλλά στο ξύλο. Και μάλιστα άγρια.

Όταν μετά από μερικές ακόμη εντολές του έπλυνα και τα χέρια, μου έδωσε εντολή να σταματήσω και να κάτσω μπροστά του στα γόνατά μου.

«Για πές μου τώρα μικρέ... Θέλεις να γλύψεις τ’ αρχίδια και τον πούτσο μου;» ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Αν αυτή είναι η επιθυμία σας», απάντησα.
«Δεν ρώτησα ποια είναι η επιθυμία μου μικρέ εξυπνάκια... Σε ρώτησα αν θέλεις να γλύψεις τ’ αρχίδια και τον πούτσο μου. Τόσο απλή η ερώτηση».

Κώλωσα... Δεν μπορούσα να καταλάβω αν εννοούσε αυτό που έλεγε ή αν ήτανε κάποιο τεστ.

«Δεν θα περιμένω όλη μέρα μικρέ... Θές να γλύψεις τον πούτσο και τ’ αρχίδια μου, ναι ή όχι;!»
«Θέλω!... Κύριε!»
«Έτσι μπράβο! Άντε και μας έσκασες. Άλλα θέλω να το κάνεις χωρίς τα χέρια. Ό,τι είναι να κάνεις θα το κάνεις μονάχα με το στόμα σου... Σαν σκυλί που είσαι...»
«Μάλιστα, κύριε».
«Τι μάλιστα και ξεμάλιστα; Ξεκίνα».

Έπεσα στα τέσσερα και πλησίασα τον φουσκωμένο καβάλο. Την πρόσβαση μου στο πλούσιο πακέτο του κυρίου Θανάση την εμπόδιζε μια στρώση από χοντρό δέρμα που έκλεινε με ένα φερμουάρ. Άνοιξα το στόμα μου και δάγκωσα διερευνητικά την μεταλλική γλώσσα. Βρήκα το σημείο και δάγκωσα απαλά. Έβαλα δύναμη και για μεγάλη μου τύχη γλίστρησε προς τα κάτω με σχετική ευκολία. Αμέσως πετάχτηκε μπροστά μου ένας πυκνός θάμνος από σκούρες τρίχες.
«Καλά τα πας», με ενθάρρυνε ο κύριος Θανάσης.

Ανέβηκα ξανά ψηλά για να δαγκώσω το ένα φύλλο και να το κατεβάσω κάτω για να ανοίξει όσο γινότανε. Επανέλαβα την διαδικασία και για το άλλο. Μπροστά μου τώρα είχα ένα τρίγωνο λευκής σάρκας που σκούραινε στην μύτη του από έναν θάμνο.

Με μερικές σπρωξιές με την μύτη μου, ελευθερώθηκε το χοντρό εργαλείο του κυρίου Θανάση που πετάχτηκε όρθιο με ορμή σκληρού ελατηρίου. Επιτέλους, ο πούτσος του κυρίου ήτανε έτοιμος για να λάβει τις ταπεινές υπηρεσίες μου. Πήρα την πιο βολική θέση που μπορούσα και κατέβασα το κεφάλι μου για να πάρω τον γλυκό καρπό του μέσα στο στόμα μου.


[Αν σας αρέσει και πιστεύετε πως αξίζει να συνεχίσει, παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας, έστω και ανώνυμο, για να ξέρω αν θέλετε να το συνεχίσω]

(συνεχίζεται;...)



...έγραψε ο ταπεινός δούλος Faunlet


8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

...συνέχισε...μην σταματάς..

straight είπε...

συνεχισε.

και ασε τους μλκς και τους κομπλεξικους που επειδη μαθανε να βριζουνε μας το παιζουνε και αφεντες. εχεις ταλεντο ;-)

Ανώνυμος είπε...

μακαρι να καταφερω να κανω και εγω κατι τετοιο περα απο το μυαλο μου....

ΓρεγΚ* είπε...

Πραγματικά ευχαριστουμε! τη θεωρω προσωπικα απο τις πιο καυλωτικες ιστοριες που εχω διαβασει! Συνεχισε ετσι!

Ανώνυμος είπε...

www.arelis.gr
περιεχει τις πιο τολμηρες σεξουαλικες φαντασιωσεις ανδρων και γυναικων

ακαταλληλο για ηλικιες κατω των 18 ετων

Ανώνυμος είπε...

δεν πιστευω να σε πηρε απο κατω και να μας αφησες μονους...

Ανώνυμος είπε...

Katapliktiki istoria, elpizw na exoume sintoma ti sinexeia!

ektwras είπε...

kati ekanes poustraki.....
ante na doume thn synexeia.....